
Υπάρχουν άραγε εκλογές χωρίς διακύβευμα; Ρητορικό το ερώτημα ασφαλώς, διότι όπως είχε πει και ένας παλιότερος κι έμπειρος πολιτικός, «η κάλπη είναι έγκυος. Κανείς δεν είναι σίγουρος τι ακριβώς θα βγάλει». Υπό αυτή την έννοια, εκείνες που ξεκίνησαν ως ίσως οι πιο άχρηστες εκλογές της μεταπολίτευσης, ανέδειξαν, όσο προχωρούσε η προεκλογική εκστρατεία, το βασικό τους διακύβευμα: το ίδιο το πρόσωπο του πρωθυπουργού. Σιγά το πρωτότυπο, θα πει κάποιος. Πάντα αυτό δεν είναι το μείζον; Κι όμως, στη δημόσια συζήτηση των τελευταίων εβδομάδων, αυτό τείνει να υποτιμηθεί. Και τούτο συνέβη πιθανότατα διότι επικράτησε η καλόβολη (αφελής) αντίληψη ότι «εντάξει μωρέ, κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού θα έχουμε, σε κάθε περίπτωση, όλοι μαζί στο ίδιο καράβι θα είναι, ποιον νοιάζει το πρόσωπο του πρωθυπουργού. Λεπτομέρεια».
εκείνες που ξεκίνησαν ως ίσως οι πιο άχρηστες εκλογές της μεταπολίτευσης, ανέδειξαν, όσο προχωρούσε η προεκλογική εκστρατεία, το βασικό τους διακύβευμα: το ίδιο το πρόσωπο του πρωθυπουργού
Δεν είναι έτσι. Για διαφόρους λόγους. Πρώτον, το πρόσωπο του πρωθυπουργού είναι καταστατικά σημαντικό στην Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, ιδίως μετά την αναθεώρηση του συντάγματος τη δεκαετία του ‘80 που τον κατέστησε τον ισχυρότερο επικεφαλής κυβέρνησης στο δυτικό κόσμο. Από τη στιγμή που δεν προβλέπονται θεσμικά αντίβαρα ελέγχου της εκτελεστικής του εξουσίας, ο Έλληνας πρωθυπουργός πρακτικά μπορεί να κάνει περίπου ό,τι θέλει. Ας θυμηθούμε ότι αρκούσε μια και μόνο κίνηση του Αλέξη Τσίπρα για να πάμε στη δραχμή, τον περασμένο Ιούλιο. Το παραδέχεται και ο ίδιος αυτό, και ακριβολογεί όταν το λέει. Ποιος μπορούσε να τον σταματήσει θεσμικά αν ο ίδιος και ο στενός του κύκλος είχαν αποφασίσει σε μια (άτυπη) σύσκεψη κάτι τέτοιο; Όπως εξάλλου κανείς δεν μπορούσε να τον εμποδίσει να προκηρύξει δημοψήφισμα ή εκλογές, και να υπογράψει εκείνο ή το άλλο μνημόνιο στις Βρυξέλλες. Όχι ο Αλ. Τσίπρας μόνο, ο οποιοσδήποτε κατέχει το αξίωμά του. Ας θυμηθούμε ότι οι πρόωρες εκλογές -έπειτα από μια (πάντα) αιφνιδιαστική απόφαση του εκάστοτε πρωθυπουργού- ήταν ο απαράβατος κανόνας της μεταπολίτευσης. Καλύτερα, συνεπώς, να κατέχει το αξίωμα κάποιος που να του ‘χουμε εμπιστοσύνη, κάποιος που να μας έχει πείσει ότι δεν θα μας αιφνιδιάσει και δεν θα ταράξει την πολυπόθητη κανονικότητά μας που τόσο έχουμε νοσταλγήσει και τόσο επιθυμούμε να αποκατασταθεί για την επόμενη 3ετία τουλάχιστον. Διότι όλοι οι υπόλοιποι θα κοιτάζουν λίγο πολύ ως απλοί παρατηρητές, ό,τι και αν αυτός επιλέξει να κάνει όσο κυβερνά.
Από τη στιγμή που δεν προβλέπονται θεσμικά αντίβαρα ελέγχου της εκτελεστικής του εξουσίας, ο Έλληνας πρωθυπουργός πρακτικά μπορεί να κάνει περίπου ό,τι θέλει.
Δεύτερον, γιατί σε αυτούς τους περίεργους και ύποπτους καιρούς χρειαζόμαστε κάποιον με προσόντα. Όχι μόνο με τυπικά αλλά και ουσιαστικά. Κάποιον με σχετικό κύρος στις Βρυξέλλες εφόσον αυτό θα είναι πια το δεύτερο σπίτι του. Κάποιον επίσης με ικανότητες μάνατζερ που θα επιβλέπει και θα συντονίζει με μαεστρία και αποτελεσματικότητα το κυβερνητικό έργο το οποίο, με βάση το Τρίτο Μνημόνιο, θα πρέπει να φέρει εις πέρας πράγματα και θάματα, όσα δηλαδή δεν έγιναν 5 χρόνια τώρα. Κάποιον τέλος, που δεν φοβάται να πάρει δύσκολες και συχνά αντιδημοφιλείς αποφάσεις. Η μνημονιακή Ελλάδα είναι δυστυχώς μια επαλληλία «δυσάρεστων» (για κάποιους) νομοσχεδίων, δεν είναι για πολιτικούς του γλυκού νερού.
Τρίτον, διότι κανείς δεν μπορεί να διασφαλίσει ότι θα έχουμε οπωσδήποτε κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού. Τι κι αν αυτό αποτελεί επιθυμία της πλειοψηφίας της κοινής γνώμης, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις -αλίμονο, οι ψηφοφόροι δεν ερωτώνται μετά της απομακρύνσεως της κάλπης για το πώς θα σχηματιστεί κυβέρνηση. Η συγκρότησή της θα εξαρτηθεί από το πόσα και ποια κόμματα θα μπουν στη βουλή, με τη διαφορά ότι για ορισμένα από αυτά, οι συναινέσεις δεν είναι το δυνατό τους χαρτί, και δεν το κρύβουν άλλωστε ούτε δημοσίως. Μας χρειάζεται άρα το πρόσωπο του νικητή να συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά ενός συναινετικού πολιτικού, που θα αναζητήσει συγκλήσεις και όχι νέους διχασμούς, που θα μπορεί να προσεγγίσει και να συντονίσει πιθανόν ετερόκλιτες ομάδες .
Περιγράφουμε προφανώς τον ιδανικό ηγέτη των καιρών μας. Δεν υπάρχει αυτός γύρω μας. Είναι βέβαιο όμως ότι από τους υπάρχοντες υποψήφιους, κάποιοι είναι κοντύτερα σε αυτό το πρότυπο και κάποιοι μακρύτερα. Τα χρόνια που έρχονται δεν θα είναι εύκολα, γιατί το ελληνικό πρόβλημα δεν λύθηκε, παραμένει ανοικτό, αλλά και γιατί οι κίνδυνοι στον επισφαλή κόσμο που ζούμε –όπως έδειξε και η προσφυγική κρίση- ούτε είναι προβλέψιμοι ούτε και είναι κάπου μακριά μας.
O Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας, Διευθυντής του ΠΜΣ, «Διακυβέρνηση & Επιχειρηματικότητα», Αρχισυντάκτης της ΝΕΑΣ ΕΣΤΙΑΣ
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr