X

Η ακρίβεια δεν φεύγει με τσιρίδες

Η αντιμετώπιση της ακρίβειας απαιτεί άμεσα μέτρα και όχι φλυαρίες και ασκήσεις αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης, που είναι καταδικασμένες να αποτύχουν.

Γράφει: Χαρης Ιωαννου

Στον –συχνά πλασματικό- κόσμο των media και των social media κυριαρχούν ζητήματα που λίγο ενδιαφέρουν την ζωή των πολιτών. Τι είπε ο Ρουβάς, τι έγραψε ο Πολάκης, πώς πάει ένα σίριαλ για τον Άγιο Παΐσιο και διάφορα μικρά ή μεγαλύτερα εγκλήματα που μονοπωλούν την τρέχουσα ειδησεογραφία.

Θεματολογία βολική για την –εκάστοτε- κυβέρνηση που μέσω ενός agenda setting μεταξύ αστυνομικού δελτίου και κουτσομπολιού επιχειρεί να κρατά την κοινή γνώμη απασχολημένη με ζητήματα δεν έχουν πολιτικό κόστος.

Κορυφαίο ζήτημα για τους πολίτες αυτή την περίοδο αποτελεί η εκρηκτική άνοδος των τιμών στην ενέργεια, κάτι το οποίο τείνει να ξεπεράσει ακόμη και την πανδημία κορονοϊού των 80 νεκρών ημερησίως. Οι τιμές της απλής αμόλυβδης στα βενζινάδικα οδεύουν προς το 1,9 ευρώ το λίτρο, οι εκκαθαριστικοί λογαριασμοί ρεύματος έρχονται σχεδόν διπλάσιοι, με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο συμβαίνει κάτι ανάλογο, τα προϊόντα στα σούπερ μάρκετ έχουν αισθητή αύξηση.

Το γεγονός αυτό δεν κρύβεται ούτε μπορεί να καλυφθεί επικοινωνιακά με δολοφονίες και κουτσομπολιά. Άλλωστε, ήδη στις δημοσκοπήσεις η ακρίβεια καταγράφεται ως το νούμερο ένα πρόβλημα που απασχολεί τους πολίτες, με την κριτική στην κυβέρνηση για συγκεκριμένα ζητήματα (διαχείριση φυσικών καταστροφών, ακρίβεια, πανδημία) να έχει τους τελευταίους μήνες υπολογίσιμο πολιτικό κόστος.

Τι έχουμε ακούσει μέχρι τώρα από χείλη υπουργών; Ο ένας μας είπε ότι δεν θα μειωθεί ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στα καύσιμα γιατί αυτοκίνητο έχουν οι… πλούσιοι. Ο άλλος τσακώνεται στα τηλεπαράθυρα υποστηρίζοντας ότι η κυβέρνηση τα κάνει όλα τέλεια, έχει πάρει τα καλύτερα μέτρα στον πλανήτη, οι τιμές στα… αγγούρια πέφτουν και όποιος κάνει κριτική είναι "μίζερος".

Δυστυχώς η κυβέρνηση υποεκτίμησε τη σημασία του προβλήματος, παρά τα σημάδια που διακρίνονταν από τις αρχές του φθινοπώρου. Εμφανίζεται να τρέχει ασθμαίνουσα πίσω από τις εξελίξεις, ανακοινώνοντας κάθε λίγες εβδομάδες και νέα επιδότηση στους λογαριασμούς ρεύματος, πολλές από τις οποίες για γραφειοκρατικούς λόγους δεν μπορούν καν να περάσουν στον καταναλωτή.

Οι τελευταίες επίσημες διαρροές για παροχή επιδόματος στους πιο αδύναμους ως άτυπο "δώρο Πάσχα" δείχνει μεν πολιτικά αντανακλαστικά, αλλά προδίδει ταυτόχρονα και την ανεπάρκεια των υπαρχόντων μέτρων.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η λύση είναι μια πολιτική λαϊκίστικων παροχών που μπορούν να τινάξουν στον αέρα τα δημόσια οικονομικά. Άλλωστε, το κυβερνών κόμμα βαρύνεται με τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό του 2007-9 που οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία και τα μνημόνια.

Περιθώρια όμως φαίνεται να υπάρχουν αν αναλογιστεί κανείς τη χαλάρωση λόγω πανδημίας των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και την επιλογή της κυβέρνησης για στοχευμένες φοροαπαλλαγές σε συγκεκριμένες κατηγορίες ή τα κοστοβόρα εξοπλιστικά προγράμματα.

Όπως π.χ., η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν μπορεί να παραπέμπεται γενικώς για τον Μάιο ή να διαφημίζεται ως επαρκής η αύξηση του μόλις 2% που ισχύει από τον Ιανουάριο, τη στιγμή που ακόμη και μια αύξηση 6% δεν θα ισοσκελίζει ούτε τη διαφορά των λογαριασμών του ρεύματος.

Και επειδή τα περιθώρια για μεγάλες μειώσεις έμμεσων φόρων προφανώς δεν υπάρχουν, οι αυξήσεις των μισθών είναι πρακτικά μονόδρομος για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού και της ακρίβειας. Αρκεί να συνοδεύεται και από σχετική ελάφρυνση των επιχειρήσεων. Άλλωστε, η αγορά στους περισσότερους τομείς έχει ξεπεράσει εδώ και πολύ καιρό τον επίσημο κατώτατο μισθό των 663 ευρώ.

Επομένως, η αντιμετώπιση της ακρίβειας απαιτεί άμεσα μέτρα και όχι φλυαρίες και ασκήσεις αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης, που είναι καταδικασμένες να αποτύχουν.

Και φυσικά πρέπει να ανοίξει η συζήτηση για εναρμονισμένες πρακτικές σε συγκεκριμένους κλάδους της αγοράς που κρατούν τις τιμές ψηλά, καθώς και σε ευρύτερα ζητήματα, όπως την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από το εισαγόμενο φυσικό αέριο και την απόφαση για πρόωρη απολιγνιτοποίηση.

Εάν η ακρίβεια δεν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, τα ξεπερασμένα πολιτικά επιχειρήματα τύπου "ναι, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν χειρότερος" θα ακούγονται ακόμη λιγότερο πειστικά απ’ ότι σήμερα.