X

Η απαγορευμένη βιογραφία του Αλέν Ντελόν

Το 2001 ο Αλέν Ντελόν ήταν ήδη εξήντα πέντε χρονών και θα ζούσε άλλα είκοσι τρία, αλλά παρείχε ήδη πλούσιο πρωτογενές υλικό για περισσότερες από μία βιογραφίες.

Γράφει: Πετρος Τατσοπουλος

Γνωρίζουμε ότι οι βιογραφίες χωρίζονται σε "εγκεκριμένες" (authorized) και "μη εγκεκριμένες" (unauthorized). Οι πρώτες συνήθως ταυτίζονται με τις λεγόμενες "αγιογραφίες" και, διόλου συμπτωματικά, προτιμώνται για την άντληση πληροφοριών τις πρώτες ημέρες μετά τον θάνατο κάποιου αμφιλεγόμενου προσώπου, όταν –για λόγους τακτ- δεν θεωρείται κόσμιο να σύρουμε στον νεκρό τα εξ αμάξης. Από τον κανόνα συνήθως εξαιρούνται εκείνοι που διετέλεσαν εν ζωή τόσο κακόφημοι ώστε να μην μπαίνουμε καν στον κόπο να περιμένουμε να κρυώσει το πτώμα τους. Στην ίδια κατηγορία συμπεριλαμβάνουμε κι εκείνους που ο βίος και η πολιτεία τους ήταν τόσο "ασυνήθιστη" που να μην χωράει σε μικροαστικά καλούπια διακριτικότητας. Επιτρέψτε μου να πιστεύω ότι σε αυτή την κατηγορία εντάσσεται και η περίπτωση του Αλέν Ντελόν.

Το 2001 ο Αλέν Ντελόν ήταν ήδη εξήντα πέντε χρονών και θα ζούσε άλλα είκοσι τρία, αλλά παρείχε ήδη πλούσιο πρωτογενές υλικό για περισσότερες από μία βιογραφίες. Εκείνες που εγκρίθηκαν από τον ίδιον τις έφαγε το μαύρο σκοτάδι, αλλά εκείνες που δεν ενέκρινε παρουσιάζουν ενδιαφέρον μέχρι σήμερα, καθώς φωτίζουν το "ντελονικό" παράδοξο: εάν εξαιρέσεις την πραγματικά ξεχωριστή ομορφιά του, ποιο άλλο στοιχείο προικοδότησε την εκπληκτική σταδιοδρομία του; Ο Μπερνάρ Βιολέ επιχείρησε να απαντήσει και προφανώς η απάντησή του δεν άρεσε στον Ντελόν, που έκανε τα αδύνατα δυνατά για να εμποδίσει την κυκλοφορία του πονήματός του. Το βιβλίο του Βιολέ υπό τον τίτλο "Αλέν Ντελόν: Η απαγορευμένη βιογραφία" κυκλοφόρησε και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, σε μετάφραση Γιάννη Καυκιά, κι έτυχε να το παρουσιάσω εκτενώς στα "Νέα" τον Ιανουάριο της επομένης. Με αφορμή την εκδημία του "πιο όμορφου άνδρα του κόσμου", έριξα πάλι μια ματιά χτες στην παρουσίαση και θεώρησα ότι θα ήταν καλύτερα, αντί να την αναμασήσω, να την αντιγράψω εδώ αυτούσια:

"Δεν είναι λίγοι εκείνοι που εκλαμβάνουν την επωνυμία σαν προστατευτικό μανδύα. Το μακρύ χέρι του νόμου, που αδράχνει τον πρώτο τυχόντα σαλτιμπάγκο για ψύλλου πήδημα, κωλύεται όχι μονάχα να γραπώσει, αλλά ακόμη και να υποδείξει τον επώνυμο που αδικοπραγεί. Όμως η επωνυμία, εκτός από την παρεμπόδιση της καταστολής, ενθαρρύνει και την πρόληψη. Ο ανώνυμος δεν διακυβεύει σπουδαία πράγματα. Διαβαίνει τον Ρουβίκωνα χωρίς ενδοιασμούς. Ο επώνυμος διστάζει να βρέξει και τις άκρες των δαχτύλων.

"Ο βίος και η πολιτεία του Αλέν Ντελόν, δια χειρός Μπερνάρ Βιολέ, πιστοποιεί την αγαθοεργό επίδραση της επωνυμίας. Αυτό το ασυνήθιστα όμορφο αγόρι, που είδε το φως πριν από εξήντα έξι χρόνια [Σ.Σ.: το 2002] και προοριζόταν από τον πατριό του για αλλαντοποιός, εκδήλωσε την έφεσή του προς την παρέκκλιση εξ απαλών ονύχων. Κατάφερε ν’ αποβληθεί από μια σειρά δημόσια και ιδιωτικά σχολεία της Γαλλίας, καθώς και από την τεχνική σχολή που θα τον έκρινε ικανό για το επιτήδευμα. Ίσως μόνο ο στρατός ενδεικνυόταν για να εμφυσήσει στον ατίθασο Ντελόν πειθαρχία. Δεν έχει καλά καλά συμπληρώσει τα δεκαεννέα, όταν ξεμπαρκάρει ως ασυρματιστής στη Σαϊγκόν, στην καρδιά της φλεγόμενης Ινδοκίνας. Αντί ν’ ανδρωθεί και να διακριθεί στο μέτωπο, όπως ευελπιστεί η μητέρα του, εκτίει ένα μέρος της θητείας του στο κρατητήριο –ενέχεται σε κλοπές- κι επιστρέφει ταπεινωμένος στην πατρίδα. Η πόρτα του υποκόσμου είναι διάπλατα ανοιχτή μπροστά του. Από ένα καπρίτσιο της μοίρας, ακριβώς αντίκρυ, ο ευειδής Ντελόν αντιλαμβάνεται μισάνοιχτη και την πόρτα του θεάματος. Η φιλαρέσκειά του και η δίψα του για γρήγορη άνοδο, για έναν ρεβανσισμό χωρίς οδυνηρό κόστος, τον οδηγούν προς τη δεύτερη πόρτα. Η ιδιοσυγκρασία του όμως, το αιλουροειδές που ελλοχεύει στα σπλάχνα του, τον προτρέπει να λοξοκοιτάζει πάντοτε και προς την πρώτη –ακόμη και όταν καλείται να πληρώσει κάποιο δημόσιο επιτίμιο. Ο Αλέν Ντελόν είναι άνθρωπος παλαιών αρχών. Δεν εγκαταλείπει τους φίλους του στις δύσκολες στιγμές. Δεν ορρωδεί να φωτογραφηθεί παρέα με νονούς της νύχτας. Να παρευρεθεί στη δίκη τους. Να τους επισκεφθεί εν ανάγκη και στο κελί τους.

"Το αστέρι του Αλέν Ντελόν μεσουρανεί από την έκτη του κιόλας ταινία, το 1960, σε ηλικία μόλις είκοσι τεσσάρων χρονών. Υποδύεται τον ψυχωτικό δολοφόνο της Πατρίσια Χάισμιθ, τον ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ, στο "Γυμνοί στον ήλιο" του Ρενέ Κλεμάν. Ο Τομ Ρίπλεϊ είναι προικισμένος με το χάρισμα του χαμαιλέοντα. Σύμφωνα με τους λάτρεις του ερμηνευτή Ντελόν, αυτό ακριβώς είναι και το δικό του χάρισμα. Τουναντίον οι επικριτές του υποστηρίζουν ότι μεταφέρει από ταινία σε ταινία τον ίδιο μονόχνοτο τύπο γκάγκστερ, εκείνον που τυποποιεί στον "Σαμουράι". Είτε χαρισματικός είτε υπερεκτιμημένος, ο Ντελόν επιδεικνύει αξιοζήλευτες δάφνες. Έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970 έχει συνεργαστεί με τους πλέον απαιτητικούς σκηνοθέτες –τον Λουκίνο Βισκόντι, τον Ζαν Πιέρ Μελβίλ, τον Μικελάντζελο Αντονιόνι, τον Λουί Μαλ, τον Τζόζεφ Λόουζι- κι έχει σταθεί με επάρκεια δίπλα σε "ιερά τέρατα" -τον Ζαν Γκαμπέν, την Σιμόν Σινιορέ, τον Μπαρτ Λάνκαστερ, τον Ρίτσαρντ Μπάρτον. Στα τρόπαιά του μπορεί να προσθέσει και ορισμένες καλλονές: τη Ρόμι Σνάιντερ, τη Ναταλί Ντελόν, τη Μιρέιγ Νταρκ… Θ’ αναγνωρίσει τρία νόμιμα τέκνα και ο μόνος που θα βρει κλειστή την πόρτα του, ο Κριστιάν "Αρί" Μπουλόνιε, πιθανός καρπός της σχέσης του ηθοποιού με την Κρίστα Πάφγκεν, ηγερία των "Βέλβετ Άντεργκραουντ", θα καταφύγει στην αγκάλη της μητέρας του Ντελόν, προκαλώντας την οργή και τη δεκαεπτάχρονη σιωπή του τελευταίου.

"Όπως παραδέχεται και ο ίδιος ο αστέρας, περισσότερα χρήματα έβγαλε έξω από τον κινηματογράφο, παρά μέσα σε αυτόν. Ο επιχειρηματίας Ντελόν παραχωρεί την υπογραφή του σε παντός είδους προϊόντα –αρώματα, δερμάτινα είδη, τσιγάρα, κρασιά, γυαλιά ηλίου- κι εξαργυρώνει τη φήμη του ηθοποιού Ντελόν, ιδίως στην ασιατική αγορά (αληθινή ψύχωση για τον "Σαμουράι" τρέφουν οι Γιαπωνέζοι). Τα φιλόδοξα σχέδιά του εκτείνονται ως το χώρο του τζόγου –τους αγώνες πυγμαχίας, τις ιπποδρομίες και τα καζίνο. Εδώ στοιβάζονται τα πτώματα, με τη συχνότητα που στοιβάζονται και στον θρυλικό του "Μπορσαλίνο". Ο Μπερνάρ Βιολέ καταμετράει δεκαπέντε νεκρούς –τον "Μπίμπο", τον "Μποξέρ", τον "Κορεάτη" και άλλους συναφείς. Ανάμεσά τους φιγουράρει ο Μίλος Μιλόσεβιτς, αντικαταστάτης του Αλέν Ντελόν στα επικίνδυνα γυρίσματα, εραστής και δολοφόνος μίας από τις συζύγους του Μίκι Ρούνεϊ, καθώς και ο συμπατριώτης του Στεφάν Μάρκοβιτς, σωματοφύλακας του Αλέν Ντελόν και περιστασιακός επιβήτορας της Ναταλί Ντελόν. Ο γόης του γαλλικού σινεμά, μανιακός συλλέκτης όπλων και θαυμαστής του Ζαν Μαρί Λεπέν, απροκάλυπτος φασίστας –κατά δική του ομολογία-, θα κληθεί συχνά από τις ανακριτικές αρχές να λογοδοτήσει για τις σκοτεινές του διασυνδέσεις. Καμία από αυτές τις έρευνες δεν θα στοιχειοθετήσει κάτι εις βάρος του. Ο Μπερνάρ Βιολέ όμως θα τις φέρει όλες στη δημοσιότητα. Ο Αλέν Ντελόν θα παλέψει λυσσασμένα για να τον εμποδίσει. Θα καταφέρει να ζήσει τη ζωή που ήθελε, καταβάλλοντας το ελάχιστο δυνατό τίμημα. Εντούτοις η επωνυμία του δεν θα τον προστατεύσει στο βαθμό που επιθυμούσε. Δεν θα υπαγορεύσει και τη μαρτυρία για τα κατορθώματά του".