Καθένας από εμάς, ανάλογα με την ηλικία του, κουβαλάει στην καμπούρα του και άλλη δεκαετία. Για την ακρίβεια, κουβαλάμε στην καμπούρα μας όλες τις δεκαετίες που μας διαμόρφωσαν από τη γέννησή μας μέχρι σήμερα, αλλά μία είναι πιο καθοριστική από τις υπόλοιπες –συνήθως εκείνη κατά την οποία ενηλικιωνόμαστε και συνδιαμορφώνουμε (ή νομίζουμε ότι συνδιαμορφώνουμε, κάτι που –για ορισμένους από εμάς τουλάχιστον- είναι σχεδόν το ίδιο) τον κόσμο γύρω μας, αφήνουμε (ή νομίζουμε ότι αφήνουμε) το δικό μας αποτύπωμα. Για τους συνομηλίκους μου, τους εξήντα και φεύγα, αυτή είναι η δεκαετία του 1980.
Χτες το "Βήμα της Κυριακής" ξεκίνησε (και θα ολοκληρώσει τις αμέσως επόμενες Κυριακές) να προσφέρει στους αναγνώστες του την "Ελλάδα στη Δεκαετία του ‘80", προσδιοριζόμενη ως "κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό", μια συλλογή 264 λημμάτων και 770 τεκμηρίων που φέρουν την υπογραφή 145 ειδικών, με εισαγωγή κι επιστημονική επιμέλεια των Βασίλη Βαμβακά και Παναγή Παναγιωτόπουλου.
Το ογκώδες αυτό έργο κυκλοφόρησε πρώτη φορά από τις εκδόσεις "Το Πέρασμα" τον Μάιο του 2010 –"την ώρα", σημειώνουν οι επιμελητές του, "που στην Ελλάδα άνοιγε το πιο οδυνηρό κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας της"- κι επανεκδόθηκε από το "Επίκεντρο" τον Οκτώβριο του 2014, παραμονές μιας ακόμη οδυνηρής περιόδου. Καθώς έτυχε να έχω στα χέρια μου την πρώτη κιόλας έκδοση (σκληρόδετη, σε μεγάλο σχήμα, στην παράδοση των coffee table books, που είναι εντυπωσιακά αλλά και δύσχρηστα), μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως η "Ελλάδα στη Δεκαετία του ‘80" είναι ό,τι εγγύτερο στον ορισμό της Κιβωτού (Κιβωτός Μνήμης, εν προκειμένω), τη στιγμή που η πλούσιά της εικονογράφηση την καθιστά και ασυνήθιστα απολαυστική. Ως γνωστόν, επιστημονική εγκυρότητα κι αισθητική απόλαυση σπανίως συμβαδίζουν.
Οι επιμελητές χαρακτηρίζουν τη δεκαετία του ’80 στην Ελλάδα ως "μεταβατική" -έναν χαρακτηρισμό που μπορούμε να προσδώσουμε σε οποιαδήποτε δεκαετία, ιδίως όταν την εξετάζουμε από την οπτική γωνία και τη χρονική απόσταση –τη "στερνή γνώση", με άλλα λόγια- τριών ή τεσσάρων δεκαετιών αργότερα. Φαίνεται όμως ότι, ειδικά στη δεκαετία του 1980, ταιριάζει γάντι αυτός ο χαρακτηρισμός. Όποτε σκέφτομαι τα eighties, με αρωγό τόσο τις αναμνήσεις μου όσο και τα διαβάσματά μου, ο νους μου τρέχει συνειρμικά σ’ ένα σύντομο χαριτωμένο ανέκδοτο: Δυο πουλιά πετούν πάνω από ένα χωράφι και η ματιά τους πέφτει σ’ ένα σκιάχτρο. "Αυτό είναι άνθρωπος ή σκιάχτρο;", ρωτάει ανήσυχο το πρώτο πουλί το δεύτερο.
"Είναι σκιάχτρο, κανένα πρόβλημα", λέει με σιγουριά το δεύτερο. "Από πού το κατάλαβες;", ξαναρωτάει το πρώτο. "Εάν ήταν άνθρωπος", γνωματεύει το δεύτερο, "θα κοιτούσε το κινητό του".
Ναι, κατά τη δεκαετία του 1980 στην Ελλάδα (αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο) οι άνθρωποι δεν κοιτούσαν τα κινητά τους, διότι… δεν είχαν κινητά. Τα βλέμματα των ανθρώπων διασταυρώνονταν πολύ πιο συχνά, όπως εξίσου συχνά διασταυρώνονταν και τα σώματα: εάν ήθελες σεξ, έπρεπε να βγεις έξω και να το αναζητήσεις, είτε στο τσοντάδικο της γειτονιάς σου, είτε στο στέκι των μοναχικών· δεν αρκούσε να πατήσεις πέντε πλήκτρα αραγμένος στον καναπέ σου και να συνδεθείς πάραυτα με αναρίθμητες πορνογραφικές πλατφόρμες. Δεν είχαμε εκχωρήσει ακόμη (αμετάκλητα άραγε;) την καθημερινότητά μας στα social media –κατ’ επέκτασιν, δεν είχαμε αντικαταστήσει την αληθινή ζωή με την εικονική πραγματικότητα, όπου υποχρεωτικά ελεύθερα είναι μονάχα τα στασίδια των μπανιστιρτζήδων.
Εξυπακούεται ότι, ως αναπόσπαστο τμήμα της "συμμετοχής" μας, μεταφέραμε στις επόμενες δεκαετίες και όλες τις παθογένειές της: την εμπάθεια, τη μοχθηρία, τη στενοκεφαλιά, το περίσσευμα της χολής που βλέπουμε σήμερα να ξεχειλίζει από υπολογιστές αγνώστων στοχεύοντας υπολογιστές άλλων αγνώστων… Όπως είχε βαφτίσει ο αείμνηστος Ασημάκης Πανσέληνος ένα βιβλίο του, αναφερόμενος σε μια πολύ πιο ζοφερή εποχή από την εποχή της δικής μας νεότητας: "Τότε που ζούσαμε". Μήπως θα καταγραφεί και η δεκαετία του 1980 ως η
τελευταία δεκαετία "τότε που ζούσαμε"; Ποιος ξέρει; Η νεκροψία θα δείξει.