Ο ορθολογισμός θέλει κόπο. Από την άλλη μεριά, ο ανορθολογισμός δεν θέλει κόπο, ούτε καν τρόπο· ακόμη και ατημέλητος, ακόμη και ατσούμπαλος, ακόμη και απροκάλυπτα ψευδόμενος, ο ανορθολογισμός εμφανίζεται πάντοτε ως πιο θελκτικός από τον ορθολογισμό, ακριβώς επειδή δεν απαιτεί την παραμικρή διανοητική προσπάθεια από τους "οπαδούς" του, απεναντίας, προϋποθέτει ότι διαθέτουν μια πνευματική νωθρότητα στα όρια της παθολογικής ιδιωτείας.
Προτού προχωρήσουμε παρακάτω, επιτρέψτε μου και μια προσωπική νότα: λίγα μόλις εικοσιτετράωρα αφότου έκλεισα τα εξήντα έξι μου χρόνια, ποτέ δεν θα πίστευα (εάν μου το λέγατε δύο ή τρεις δεκαετίες νωρίτερα) πως θα ξημέρωνε κάποτε μια ημέρα κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο όπου όλες οι παραπάνω κοινότοπες διαπιστώσεις θα θεωρούνται κάθε άλλο παρά αυτονόητες, πόσο μάλλον θα χρήζουν ερμηνείας.
Δύο κινηματογραφικές παραγωγές και μια τηλεοπτική (που, από τις 29 Ιανουαρίου του 2026, θα σερβιριστεί και ως κινηματογραφική) θα μας προσφέρουν αφειδώλευτα το πρωτογενές υλικό για την ανάπτυξη της συλλογιστικής μας. Αφορούν και οι τρεις υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα με πέραν πάσης αμφιβολίας θρησκευτικό υπόβαθρο: τον άγιο Νεκτάριο, τον άγιο Παϊσιο και τον Ιωάννη Καποδίστρια.
Πρέπει ευθύς εξ αρχής να διευκρινίσουμε ότι στην περίπτωση του τρίτου, του Καποδίστρια, μπορεί η θρησκευτική του ταυτότητα να μην αμφισβητείται, αλλά σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις την έθεσε δίχως δισταγμό σε δεύτερη μοίρα, όταν ήρθε σε σύγκρουση με την εθνική του ταυτότητα ή ακόμη και με την κοινή λογική του: τον Απρίλιο του 1828 έκλεισε τις εκκλησίες για αόριστο χρονικό διάστημα προκειμένου να αντιμετωπίσει επιδημία πανώλης (αναμφίβολα συνέβαλε στην απόφασή του και το γεγονός ότι είχε σπουδάσει ο ίδιος γιατρός στην Πάδοβα και είχε ασκήσει την ιατρική προτού τον κερδίσει η διπλωματία), ενώ τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς είχε ήδη απορρίψει με αποτροπιασμό το κατάπτυστο "τελεσίγραφο" του οικουμενικού πατριάρχη Αγαθάγγελου Α΄ για να καταθέσει τα όπλα και να εξασφαλίσει το έλεος του Σουλτάνου –"μη χάνετε την πολύτιμον ταύτην περίστασιν", του έγραφε ο Αγαθάγγελος, "την οποίαν μετά ταύτα θα ζητήσετε χωρίς να δυνηθήτε να την εύρητε".
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι τόσο ο Νεκτάριος όσο και ο Παϊσιος, μολονότι θρυλείται ότι θεράπευσαν πλήθος καρκινοπαθών πριν και μετά (!) το θάνατό τους, δεν κατάφεραν να σώσουν από την επάρατο νόσο τον εαυτό τους –ένα από τα πολλά "οξύμωρα" που θα βρίσκουμε συνεχώς μπροστά μας, καθώς θα εξετάζουμε πιο επισταμένα τον βίο και την πολιτεία τους.
Το πρόβλημα λοιπόν –η παθογένεια, εάν προτιμάτε- δεν ξεκινάει από την ενασχόλησή μας με υπαρκτά θρησκευόμενα έως και θρησκόληπτα ιστορικά πρόσωπα, αλλά από τη στιγμή που ενστερνιζόμαστε τη θρησκευτική τους "ματιά" ως εργαλείο ιστορικής έρευνας: τηρουμένων των αναλογιών (και συγγνώμη για την αμετροέπεια του παραδείγματος) θα ήταν σαν να αποφασίζαμε να αφηγηθούμε την ιστορία ενός σχιζοφρενούς υιοθετώντας πλήρως τη σχιζοφρένειά του. Εν προκειμένω, τρεις διαφορετικοί σεναριογράφοι –η Γελένα Πόποβιτς, ο Γιώργος Τσιάκκας και ο Γιάννης Σμαραγδής- αναλαμβάνουν να μας διηγηθούν την ιστορία του Νεκταρίου, του Παϊσίου και του Καποδίστρια αντιστοίχως, όχι ως ένα εκλαϊκευμένο μάθημα Ιστορίας, αλλά ως ένατερατολογικό υβρίδιο, όπου Ιστορία και Θρησκευτικά συγχέονται σε βαθμό αξεδιάλυτο.
Πιο μετριοπαθής από τους τρεις είναι αναμφίβολα η Γελένα Πόποβιτς. Στην ταινία της "Ο άνθρωπος του Θεού", ένα μεγάλο εισπρακτικό σουξέ του 2021 (μεσούσης ακόμη της πανδημίας), τα "θαύματα" του Νεκταρίου, δίχως λεπτό να αμφισβητούνται, μεταφέρονται υπαινικτικά στην οθόνη, του τύπου "εντάξει, είμαστε θαυματοποιοί, αναιρούμε κατά βούληση τους συμπαντικούς νόμους, αλλά δεν το κάνουμε και θέμα" -με μία τρανταχτή όσο κι ευτράπελη εξαίρεση στο τέλος: ο Μίκι Ρουρκ, παραπληγικός μετά από ατύχημα, σηκώνεται υγιέστατος από το κρεβάτι του μόλις ο –καρκινοπαθής σε τελικό στάδιο- Νεκτάριος/Σερβετάλης στο διπλανό κρεβάτι τού λέει ναζιάρικα: "Ίσως ο Θεός να σου κάνει μια έκπληξη" (προφανώς ο Θεός εκείνη την ημέρα ήταν σε mood να σώσει μονάχα τον έναν από τους δύο).
Αντιθέτως, στον τηλεοπτικό "Παϊσιο" (μια παραγωγή και αυτή, όπως και η προηγούμενη, του ηγούμενου Εφραίμ και της μονής Βατοπαιδίου), οι σεναριακοί υπαινικτικοί τόνοι εξαφανίζονται. Οι παραγωγοί της σειράς, εμψυχωμένοι ίσως από τη θερμή υποδοχή που επιφύλαξαν οι θεατές στον ανορθολογισμό του "Νεκταρίου", δίνουν το ελεύθερο στον σεναριογράφο Γιώργο Τσιάκκα να ξεσαλώσει: "θαύματα" με τσιμέντα, αρκούδες, καρκινοπαθείς, φίδια, Σαολίν –κυριολεκτικά the sky is the limit (όπου κι εγκαθίσταται βεβαίως ο Παϊσιος μετά θάνατον, δίχως να κοπάζει ο θαυματουργικός του οίστρος). Μιλάμε για ένα κανονικό πανηγύρι του ανορθολογισμού ή/και ένα πανηγύρι της αποβλάκωσης, όπου κινείς υποψίες και μόνο στην υπόνοια ότι μπορεί να σου περνάει σαν αστραπή κάπου-κάπου από το μυαλό κάποια ορθολογική αμφιβολία γύρω από τα τηλεοπτικά τεκταινόμενα. Τίποτε δεν πλασάρεται ως θρησκευτικός συμβολισμός. Όλα πλασάρονται ως ιστορικά συμβάντα.
"A true story", όπως προμόταρε ο αείμνηστος Τέρι Γκίλιαμ τις "Περιπέτειες του Βαρόνου Μινχάουζεν".
Εκ πρώτης όψεως, ο "Καποδίστριας" του Γιάννη Σμαραγδή σεναριακά κινείται κάπου ενδιάμεσα στους θαυματουργικούς υπαινιγμούς του "Νεκταρίου" και στη θαυματουργική ευκοιλιότητα του "Παϊσίου" - μονάχα εκ πρώτης όψεως όμως, καθώς κι εδώ δεν αμφισβητείται το θεμελιώδες: η παρέμβαση υπερφυσικών δυνάμεων από το Επέκεινα εις τον ρουν της Ιστορίας. Στον "Καποδίστρια" του Σμαραγδή, η Παναγία η ίδια, αυτοπροσώπως, εμφανίζεται μόνο τρεις φορές, αλλά και τις τρεις σε κομβικά σημεία: την πρώτη φορά σώζει τη ζωή του νεαρού Καποδίστρια όταν πέφτει από ένα άλογο, τη δεύτερη τού υποδεικνύει για στενό
συνεργάτη έναν ντεκαφεϊνέ Ρασπούτιν (δίχως, φευ, τη σεξουαλική βουλιμία και τη μοχθηρία του πρωτοτύπου) και την τρίτη (συγγνώμη για το spoil, αλλά εδώ μιλάμε για "καρατσεκαρισμένα" ιστορικά γεγονότα) μόλις παραλαμβάνει τη ψυχή του άρτι δολοφονηθέντος Κυβερνήτη για να την οδηγήσει στο επουράνιο βασίλειο. Την αφελή απορία "γιατί η Παναγία σώζει τον εκλεκτό της από πτώση αλόγου, αλλά δεν αποτρέπει τη δολοφονία του;" μπορούμε κάλλιστα να την προσθέσουμε στον μακρύ κατάλογο των περιοδικών εμφανίσεων κι εξαφανίσεων της Παναγίας ("γιατί η Παναγία εμφανίζεται στο αλβανικό μέτωπο", λόγου χάριν, "αλλά εξαφανίζεται από την Αθήνα κατά τον επερχόμενο κατοχικό λιμό;"), χωρίς να διατηρούμε την αυταπάτη ότι θα μεταπείσουμε έστω κι έναν από εκείνους που πιστεύουν στις καθημερινές υπερφυσικές παρεμβάσεις, όχι μόνο για τη σωτηρία του περιούσιου έθνους μας, μα και για να μην μπλέξει ο κανακάρης τους με κακές παρέες. Βλέπετε, δεν μιλάμε για ένα ακροατήριο (τεράστιο, εάν κρίνουμε από την τηλεθέαση ή/και τα εισιτήρια) εκπαιδευμένο να ερμηνεύει εύστοχα τις δολοφονίες ιστορικών προσώπων. Μιλάμε για ένα ακροατήριο εθισμένο να προσπερνάει αδιάφορο και ασυγκίνητο τη δολοφονία της Ιστορίας.