Καρντάση, μακάρι να μπορούσα να σου μεταφέρω από την οθόνη του Η/Υ τη χαρά μου που συναντιόμαστε μετά από 13 και πλέον χρόνια.
Κράτα όμως τον πήχη χαμηλά. Το γράψιμο είναι σαν τον έρωτα, έρχεται όταν δεν το περιμένεις και φεύγει αφού σ’ έχει προειδοποιήσει προ πολλού ότι θα φύγει.
Ένεκα τις παλιάς γνωριμίας αφήνω κατά μέρος τις φιοριτούρες και ξεκινώ με τα χρειώδη:
Αθήνα, Κυψέλη, Κυριακή 2 Μαΐου του 2014.
Γνωρίζω ότι αδυνατείς κι εσύ να τιθασεύεις τη θάλασσα εντός σου. Ο μέσα σου εντολέας παραμένει ευθυτενείς, νουνεχείς κι αναρχικός σαν τη Μελίνα όταν τραγούδαγε εκείνο το εκμαυλιστικό «ποιο μακρινό ταξίδι σε καλεί».
Ακούω ως αμετανόητος Θεσσαλονικιός που τον έχει σημαδέψει ανεξίτηλα ο Θερμαϊκός τους εδώ υποψηφίους να διαγκωνίζονται για το ποιος έχει προσφέρει τα περισσότερα στον Δήμο της Αθήνας!
Ναι, καρντάση μου, όπως το διαβάζεις: «στον Δήμο της Αθήνας»!
Την πόλη που στο κέντρο της οι άνθρωποι στοιβάζονται σε τσιμεντένιες ανθρωποφυλακές. Που τα πεζοδρόμια της άλλοτε ωριόπλουμης Κυψέλης είναι γεμάτα κάτουρα κι ακαθαρσίες, που οι καθαριστές και καθαρίστριες του Δήμου δεν μένουν πια εκεί, πήραν τις αχυρένιες σκουπίτσες τους και βγήκαν στην ανεργία.
Θες να συνεχίσω; Να σου γράψω για την Ομόνοια και τα πέριξ; Για την κάτω της Πατησίων Αθήνα;
Αλλά οι κ.κ Κακλαμάνης και Καμίνης -τους αναφέρω επειδή και οι δύο υπηρέτησαν από τον δημαρχιακό θώκο τη πόλη- το χαβά τους. Σαν μια ύβρη στο σώμα της πολύπαθης πόλης ερίζουν πάνω από το πτώμα της.
Δεν πιστεύω να υπάρχει άλλος Δήμος στην παγκόσμια ιστορία που μέσα σε μια εικοσαετία έχει υποβαθμιστεί σε τέτοιο σημείο. Που οι γηγενείς τον έχουν εγκαταλείψει ομαδικά νοικιάζοντας τα άλλοτε γεμάτα παιδικά γέλια και ζωή διαμερίσματα, σε φτωχοδιάβουλους που μοιράζονται στους διαδρόμους ρεφενέ το ρεύμα του βραστήρα για το γάλα των παιδιών τους. Τα μάτια αυτών των παιδιών με πληγώνουν σαν καρφοβελόνα απ’ τα μαντεμοχώρια της πατρίδας του Αριστοτέλη.
Καρντάση μου αυτή η πόλη το μυστικό της ομορφιάς που της αναλογούσε το ξόδεψε όλο, που θα έγραφε κι ο Ελύτης.
Θυμάσαι καρντάση μου πως έδινε η Μελίνα το τσιγάρο στον Παπαμιχαήλ στο «Ποτέ την Κυριακή» σιγοψιθυρίζοντας του «Διώξε τη λύπη Παλικάρι».
Η Αθήνα θέλει μια Μελίνα. Να πάρει από το χέρι τη φτώχεια της, να την πάει στη γειτονιά της αξιοπρέπειας, να καθίσουν στα γόνατα του Μάνου και να τραγουδήσουν μαζί τον Κυρ Αντώνη. Αλλά που να καταλάβεις εσύ, ένας εμιγκρές στα σαλόνια της δύσης, που ζεις με το νόστο της πατρίδας.
Έχεις μυρίσει ρε μπαγάσα ζουμπούλια την Άνοιξη απ’ την πατρίδα τους τη Μικρασία;
Έχεις χαθεί μέσα στα χρυσά μαλλιά των γυναικών; Άι γεια σου, η Αθήνα, η Ελλάδα όλη χρειάζεται πάθος. Όχι εκείνο το εύκολο μπροστά στις κάμερες. Το άλλο το «υπόγειο». Εκείνο που το σκουπίζεις με μια γρήγορη κίνηση με την ανάστροφη της παλάμης σου από τα μάτια για να μη το δουν.
Καρντάση, πρέπει να σώσουμε τις πόλεις μας. Πρέπει κάποτε να μιλήσουμε από καρδιάς. Χωρίς φιοριτούρες, συμφέροντα και προσδοκίες μελλοντικών παραδείσων. Μας χρειάζεται επειγόντως μια επιστροφή στη δικαιοσύνη του τοπίου. Τόσο δίκαιης όσο η μπουνάτσα μετά την καταιγίδα, όσο οι νότες του Μάνου και το γέλιο της Μελίνας. Άι γεια σου...
Υ.Γ: Εις το επανιδείν, σε καιρούς γεμάτους με χαμόγελα εφήβων