Ο Αλέξης Τσίπρας το ονόμασε "μιντιακή υπεροπλία” και ο όρος προσδίδει μια συνωμοσιολογική χροιά στην υπόθεση, αλλά δεν είναι τελείως λάθος. Τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι αντιμετώπισαν την πρώτη 4ετία του Κυριάκου Μητσοτάκη όχι απλώς με ιδιαίτερη ανοχή, αλλά με κατανόηση και συμπάθεια. Πάρτε για παράδειγμα τις υποκλοπές. Αν και η ιστορία, το σκάνδαλο δηλαδή, εμφανίστηκε αρχικά σε σάιτ ερευνητικής δημοσιογραφίας με αρκετά αποκαλυπτικά στοιχεία ώστε να κινητοποιηθεί το "σινάφι" και να πιάσει το νήμα της υπόθεσης και να το ερευνήσει περαιτέρω, η πρώτη αντίδραση ήταν από αμήχανη έως αδιάφορη. Σίγουρα επιφυλακτική.
Χρειάστηκε να αποκαλυφθεί η παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη για να πάρει το θέμα τις διαστάσεις που είχε και να ακολουθήσουν δημοσιεύματα και ρεπορτάζ από τα μεγάλα, τα συστημικά που λέει και ο ΣΥΡΙΖΑ, Μέσα Ενημέρωσης. Στη συνέχεια και λόγω της αδιαφορίας που έδειχνε το αναγνωστικό κοινό για το σκάνδαλο, το θέμα ατόνησε, η έρευνα των βουλευτών ούτως η άλλως δεν υπήρχε καμία περίπτωση να φωτίσει την υπόθεση -να την θάψουν ήθελαν οι άνθρωποι- και τελικά η ιστορία ξεχάστηκε. Έμεινε το Ευρωκοινοβουλίο, η μαντάμ Σοφί που λέει και ένας καλός συνάδελφος καθώς και τα έντυπα του ΣΥΡΙΖΑ να ασχολούνται με το θέμα, έως ότου και αυτά εγκατέλειψαν. Μπήκαμε σε προεκλογική περίοδο.
Αν ρωτήσετε τον Νίκο Φίλη θα δώσει τη δική του ερμηνεία. Ότι οι σχέσεις διαπλοκής ανάμεσα στους επιχειρηματίες του Τύπου και την εξουσία, δημιουργούν ένα πλέγμα συνενοχής και προστασίας της κυβέρνησης, με το αζημίωτο φυσικά. Η λίστα Πέτσα είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Η ερμηνεία δεν είναι τελείως λάθος. Η εξουσία έχει πάντα τους τρόπους να επηρεάζει το μιντιακό τοπίο, πόσο μάλλον που οι επιχειρηματίες του Τύπου συνήθως έχουν και άλλες δραστηριότητες, ενώ η κρατική διαφήμιση είναι πάντα ένα δέλεαρ. Θα θυμάται άλλωστε και ο Νίκος Φίλης την εποχή της Πρώτης Φορά Αριστεράς, όταν τα κανάλια -παρά τον εκβιασμό τους από τον Νίκο Παππά και την απάτη των τηλεοπτικών αδειών- αντιμετώπιζαν τον κυβερνητικό θίασο με πολύ μεγάλη ανοχή, με εξαίρεση είναι αλήθεια τον Σκάι. Άλλος γιατί ήθελε ή ήλπιζε να ρυθμίσει τα δάνειά του, άλλος γιατί ήθελε να ρυθμίσει τις φορολογικές του εκκρεμότητες.
Αλλά φυσικά η πραγματικότητα είναι όπως πάντα πιο περίπλοκη. Οι επιχειρηματίες του Τύπου είναι επιχειρηματίες και φυσικά (όπως και η κοινή γνώμη, το αναγνωστικό κοινό και οι τηλεθεατές), προσέβλεπαν και πόνταραν στην οικονομική ανάπτυξη που υποσχόταν και τελικά κατάφερε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ο πρωθυπουργός είχε την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων και αυτό αποτυπωνόταν και στα media. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.
Πάρτε για παράδειγμα την υπόθεση του μεταναστευτικού και των περιβόητων push backs για τα οποία κατηγορείται η ελληνική κυβέρνηση. Οι αποκαλύψεις των ξένων Μέσων συνήθως αντιμετωπίζονται από τους Έλληνες δημοσιογράφους με πολύ μεγάλη επιφύλαξη -επιεικώς- και η κριτική στην κυβέρνηση θεωρείται περίπου σαν μια επίθεση στην Ελλάδα. Η κριτική γίνεται δεκτή από υπερβολική έως τελείως άδικη. Γιατί υπάρχει πάντα η υποψία ότι οι ξένοι δημοσιογράφοι καθοδηγούνται από μια βαθιά ριζωμένη προκατάληψη για τη χώρα μας και ότι γίνονται πιόνια στα χέρια αλληλέγγυων δικαιωματιστών, που αδυνατούν από την ασφάλεια του καναπέ τους, να κατανοήσουν το πρόβλημα που συνιστά το μεταναστευτικό για την Ελλάδα. Υποθέσεις σαν τη γνωστή ιστορία της μικρής Μαρίας του Έβρου έχουν γίνει σημαία για όσους αντιδρούν με δυσπιστία, σε κάθε είδους κριτική στην κυβέρνηση της Αθήνας.
Η ανοχή των δημοσιογράφων συμβαδίζει με τη δυσπιστία των ψηφοφόρων και έτσι μαζί και οι δύο είναι πρόθυμοι να κλείσουν τα μάτια στις καταγγελίες για παραβιάσεις των διεθνών συμβάσεων.
Υπάρχει και μια άλλη διάσταση. Από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας στο προσκήνιο, το τσούρμο της αριστεράς αντιμετώπισε τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους ως βραχίονες της διαπλοκής, εξαπολύοντας πόλεμο στα δελτία των 8 -και ειδικά στο Mega- που τρομοκρατούσαν υποτίθεται τότε τον κόσμο με το ενδεχόμενο της δήθεν χρεοκοπίας. Που αν θυμάστε τότε ήταν ένα παραμύθι χωρίς δράκο για τον Αλέξη Τσίπρα, με μοναδικό σκοπό να επιτρέψει στην κυβέρνηση να κόψει μισθούς και συντάξεις.
Αυτές οι σχέσεις εχθρότητας των δημοσιογράφων με τον ΣΥΡΙΖΑ, σε συνδυασμό με τους τυχοδιωκτισμούς του 2015, δημιούργησαν σε πολλούς εξ ημών την πεποίθηση, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένας κίνδυνος για τη χώρα. Φυσικά δεν είχαμε άδικο. Από τύχη τη γλιτώσαμε άλλωστε. Αυτή η αίσθηση κινδύνου διατηρήθηκε και όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε "σχεδόν κανονικός" τα χρόνια της εξουσίας. Μπορεί να είχαμε αποφύγει την άτακτη χρεοκοπία, όμως ο επιθέσεις στους θεσμούς, σκευωρίες τύπου Novartis, έδειχνα το τι ήταν ικανή να κάνει η ομάδα Τσίπρα.
Αυτός ο δικαιολογημένος φόβος για τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν και το καλύτερο χαρτί για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, ώστε να αποφύγει την κριτική. Αυτοί... γιατί αλλιώς θα έρθουν οι άλλοι.
Σήμερα όμως είναι μια άλλη μέρα. Ο κίνδυνος ΣΥΡΙΖΑ έχει εκλείψει και η κυβέρνηση βρίσκεται χωρίς αντιπολίτευση. Ο μόνος τρόπος να περιοριστεί η ανεξέλεγκτη άσκηση της εξουσίας και η αλαζονεία, είναι η κριτική των ΜΜΕ. Πλέον δεν έχουμε το άλλοθι του Άλλου, που φυσικά παραμένει χειρότερος, αλλά είναι ανύπαρκτος. Ο Άλλος στην κυβερνητική εξουσία, είναι η αυστηρή κριτική των media και των δημοσιογράφων.
Πηγή: Capital.gr