
Με αφορμή την εκκρεμότητα για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος, έχει ανοίξει για τα καλά ο διάλογος για μια επικείμενη αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους. Πράγματι, στην απόφαση του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου του 2012, ως έμμεση παραδοχή της μη βιωσιμότητας του χρέους, αλλά και της ανεπαρκούς αναδιάρθρωσης που έγινε τότε, με την οποία διαφωνούσε το ΔΝΤ, αναφέρεται η δέσμευση των δανειστών μας να προχωρήσουν σε μια περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, μετά από την εμφάνιση πρωτογενούς πλεονάσματος στον προϋπολογισμό της Ελλάδος.
Είναι αδικαιολόγητη η θριαμβολογία της κυβέρνησης για το μεγάλο πλεόνασμα, αφού αυτό προήλθε από την υπερφορολόγηση των πολιτών και των επιχειρήσεων
Η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ήδη από το 2013, αντί του 2014 που προέβλεπε το πρόγραμμα, έφερε την απαίτηση της Ελλάδος για έναρξη των διαπραγματεύσεων, χρονικά μπροστά. Αυτό είναι θετικό. Από την άλλη όμως υπάρχουν σημαντικά θέματα, που σχετίζονται με το πρωτογενές πλεόνασμα, που αξίζει να επισημανθούν αλλά και να φωτιστούν.
Πρώτον, επειδή το πρωτογενές πλεόνασμα προέκυψε ως αποτέλεσμα μιας βάρβαρης πολιτικής λιτότητας και όχι μιας αναπτυσσόμενης οικονομίας ή ακόμη από την πάταξη της φοροδιαφυγής, θα ήταν σκόπιμο να συγκρατηθεί όσο γίνεται μικρότερο, αρκετό όμως για να αναγνωρισθεί ως τέτοιο από την Eurostat και στη συνέχεια από τους δανειστές μας. Συνεπώς, είναι αδικαιολόγητη η θριαμβολογία της κυβέρνησης για το μεγάλο πλεόνασμα, αφού αυτό προήλθε από την υπερφορολόγηση των πολιτών και των επιχειρήσεων καθώς και από την οριζόντια μείωση των δαπανών του δημοσίου. Το αποτέλεσμα ήταν πολλές από αυτές να κλείσουν και να απολύσουν εργαζόμενους, οι πολίτες να μην αντέχουν να πληρώσουν, ενώ το κράτος να υπολειτουργεί. Η έκπληξη συνεπώς για το μεγάλο μέγεθος του πλεονάσματος θα έπρεπε να αναφέρεται στον κακό σχεδιασμό και στην υπερβολική προθυμία του οικονομικού επιτελείου να υπερθεματίσει στην εφαρμογή της δημοσιονομικής προσαρμογής. Έτσι, η υπερβολική δόση περιοριστικής πολιτικής προκάλεσε μεγαλύτερη πτώση του ΑΕΠ, κάτι που θα μπορούσαμε να είχαμε αποφύγει. Η εικόνα εξάλλου μιας χώρας που αναγράφει πλεόνασμα στον προϋπολογισμό 812 εκ. ευρώ, μετά από ένα μήνα το κατεβάζει στα 604 εκ., στη συνέχεια το ανεβάζει στο 1 δις για να καταλήξει αφού περάσει από τα 1,45 δις στα 3,9 δις, δεν είναι καθόλου κολακευτική.
Η υπερβολική δόση περιοριστικής πολιτικής προκάλεσε μεγαλύτερη πτώση του ΑΕΠ, κάτι που θα μπορούσαμε να είχαμε αποφύγει
Η δεύτερη παρατήρηση αφορά στη σπουδή που έδειξε η κυβέρνηση να ανακοινώσει τα παραπάνω στοιχεία, χωρίς να έχουν οριστικοποιηθεί, κάτι που είναι αδύνατο βέβαια να γίνει, αφού θα πρέπει να περιμένουμε και τα νούμερα του Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου, τα οποία προσμετρώνται στον προϋπολογισμό του 2013. Έτσι, για μια ακόμη φορά δόθηκε η αφορμή για σχόλια δημιουργικής λογιστικής από Ευρωπαίους αξιωματούχους, όπως του επικεφαλής της Eurostat κ. Walter Radermacher αλλά και πολλών μέσων ενημέρωσης, σε μια Ευρώπη που έχει ακόμη νωπές τις μνήμες από το χτένισμα των στοιχείων του 2009 και τη φράση του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ «The party is over». Η ανησυχία εντάθηκε, όταν η κυβέρνηση άρχισε να ανακοινώνει κοινωνικές παροχές και μάλιστα να τις προσδιορίζει επακριβώς. Φαίνεται, ότι ο πολιτικός κύκλος λειτουργεί κανονικά ακόμη και σε περιόδους μεγάλης κρίσης.
Η αλήθεια είναι, ότι τόσο οι ελεγκτές της Τρόικα, όσο και εκείνοι της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, έχουν διατυπώσει ενστάσεις για τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική πλευρά προσμετρά το πρωτογενές πλεόνασμα. Τα κέρδη για παράδειγμα από τη διαχείριση των ελληνικών ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ύψους 2 δις, τα οποία εισέπραξε το ελληνικό δημόσιο δεν προσμετρώνται, όπως επίσης και τα 800 εκ περ. από τα κέρδη της Τράπεζας της Ελλάδος. Με την Τρόικα υπάρχει βέβαια η συμφωνία να μην μετράνε τα έσοδα που δεν έχουν μόνιμο χαρακτήρα, αλλά και εδώ για κάποια έσοδα ανακύπτει θέμα ορισμού. Η Eurostat, διατηρεί τις επιφυλάξεις της, αναμένοντας τα τελικά στοιχεία στις αρχές Μαρτίου για να οριστικοποιήσει, αφού τα ελέγξει, στα τέλη Απριλίου το όποιο πλεόνασμα προκύψει.
Η χώρα επιβάλλεται να επανεντάξει στην παραγωγική διαδικασία, μέσα από ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, ένα εκατομμύριο τετρακόσιες χιλιάδες ανέργους
Σε κάθε περίπτωση όμως, ανεξάρτητα από το μέγεθος του πλεονάσματος, αυτό που χρειάζεται η χώρα, πέρα από τη δημοσιονομική σταθερότητα, είναι κυρίως η συνολική σταθεροποίηση της οικονομίας, η οποία όσο συνεχίζεται η ύφεση αποτελεί ζητούμενο. Θα πρέπει να κινητοποιήσουμε ανθρώπους και μέσα για την επανεκκίνηση της οικονομίας, για την οποία δεν υπάρχει σχεδιασμός. Η χώρα επιβάλλεται να επανεντάξει στην παραγωγική διαδικασία, μέσα από ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, ένα εκατομμύριο τετρακόσιες χιλιάδες ανέργους, που προήλθαν κυρίως από τη συρρίκνωση των υπερτροφικών τομέων της οικοδομής, του εμπορίου και άλλων υπηρεσιών. Θα πρέπει να περιγράψει επακριβώς σε ποιους τομείς θα οδηγηθούν και που θα βρει τα αναγκαία 15 δις ευρώ που απαιτούνται για να ανακάμψει η οικονομία. Αν συνεχίσει να ασχολείται μόνο με τη διαχείριση των δημοσιονομικών, τότε το μεν πρωτογενές πλεόνασμα δεν θα είναι διατηρήσιμο, η δε χώρα θα παραμείνει στη στασιμότητα για πολλά χρόνια, με ότι αυτό συνεπάγεται. Τότε βέβαια θα αντιληφθούμε και ότι ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος έχει τελικά πολύ μικρή σημασία.
- Ο Χαράλαμπος Γκότσης είναι Kαθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πειραιά
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr