
Καθάριζα πατάτες και ξαφνικά κοίταξα τα χέρια μου και κοκάλωσα. Είχα βάλει ένα λεκανάκι με νερό, δίπλα ένα πιατάκι που έβαζα τα φλούδια και ο νεροχύτης έγινε ο μαρμάρινος στο πατρικό μου και εγώ η μάνα μου.
Και ύστερα κάθισα αποκαμωμένη στην καρέκλα. Με έβλεπα να βάζω τα κλειδιά δίπλα στην πόρτα, σε ένα τασάκι που δε χρησιμοποιώ ποτέ, να φοράω το καλσόν μου, το κραγιόν μου, να ισιώνω την άκρη του κρεβατιού, να διπλώνω το σεντόνι πριν το απλώσω, να χαϊδεύω ένα κέντημα, να ακουμπάω με όλη την παλάμη στη σελίδα της εφημερίδας.

Όλα αυτά τα ξέρω γιατί κάποτε με έχουν εκνευρίσει. Το κρεβάτι φάκελος, το καλσόν που την ταλαιπωρεί να το φορέσει αλλά δεν αλλάζει μέθοδο, τον τρόπο που στρώνει τα μακαρόνια στο παστίτσιο, τις ηρωϊκές μάχες που έχουμε δώσει «πως κόβεις έτσι το μήλο βρε μαμά»; Τη βέρα της να τη βγάζει μόλις μπαίνει στο σπίτι. Τις παντόφλες της σαν να είναι σε βιτρίνα παπουτσάδικου. Ό,τι κάνω δηλαδή.
Διαβάστε τη συνέχεια στο WomanTOC
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr