Γιατί δεν αγαπάμε πλέον την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Τόσο οι δημοσκοπήσεις, όσο και τα εκλογικά αποτελέσματα, δείχνουν ότι οι ευρωπαίοι πολίτες γίνονται όχι μόνο ολοένα πιο επιφυλακτικοί, αλλά και περισσότερο αρνητικοί απέναντι στο κοινό ευρωπαϊκό εγχείρημα.
«Οφείλεται στην οικονομική κρίση», σπεύδουν να πουν πολλοί, παραγνωρίζοντας ότι αντιευρωπαϊσμός υπάρχει και στις χώρες που δεν έχουν πληγεί από την ύφεση.
«Ευθύνεται η αναποτελεσματικότητα στον χειρισμό του προσφυγικού», αντιτείνουν άλλοι. Μόνο που ο αντιευρωπαϊσμός εντείνεται ακόμα και στις χώρες που έχουν αναλάβει να φιλοξενήσουν μόνο μερικές εκατοντάδες πρόσφυγες.
«Φταίνε οι δαιδαλώδεις διαδικασίες και η γραφειοκρατία των Βρυξελλών», υποστηρίζουν όσοι φαντάζομαι ότι θα μπορούσαν να σχεδιάσουν πολύ απλούστερους τρόπους για να συνεννοηθούν 28 διαφορετικά κράτη με εντελώς διαφορετικά εθνικά συμφέροντα, που μιλούν 24 διαφορετικές γλώσσες.
«Καθοριστικό είναι το λεγόμενο δημοκρατικό έλλειμμα», επισημαίνουν ορισμένοι, παρά το ότι πλέον υπάρχει ακόμα μεγαλύτερη ισορροπία δυνάμεων μεταξύ του Συμβουλίου (δηλαδή των εκλεγμένων κυβερνήσεων), της Επιτροπής (των τεχνοκρατών) και της Ευρωβουλής (των άμεσα εκλεγμένων αντιπροσώπων μας).
«Η Ε.Ε. έχει απομακρυνθεί από τους πολίτες της». Ακούγεται ωραίο, αλλά πόση σχέση έχει με την πραγματικότητα; Οι ευρωπαίοι πολίτες έχουμε μεγαλύτερη πρόσβαση, ισχυρότερη φωνή και σαφώς περισσότερες δυνατότητες ενημέρωσης σε σχέση με πριν από 10 ή 20 χρόνια. Ποτέ στην ιστορία της η Ε.Ε. δεν είχε τόση επαφή με τους πολίτες. Δεν ήταν τόσο «ορατή» σε τόσους τομείς της ζωής μας, από τα μεγάλα και σύνθετα μέχρι τα απλά – μικρά καθημερινά. Είναι όμως τόσο έντονα ορατή που πλέον δεν την κοιτάζουμε. Γίνεται αόρατη ή απλώς «αδιάφορη».
Εκεί ακριβώς εντοπίζεται ένα μεγάλο πρόβλημα: Οι Ευρωπαίοι πολίτες θεωρούμε την Ε.Ε. δεδομένη. Κρίνουμε ως αυτονόητη την πρωτοφανή για τα ιστορικά δεδομένα περίοδο ειρήνης στην ήπειρό μας. Δεν μας κάνει εντύπωση ότι πλέον τις διαφορές μας δεν τις λύνουμε στα χαρακώματα της Ύπρ, όπως συνέβαινε πριν από έναν αιώνα, αλλά λίγο ανατολικότερα, στις αίθουσες του Ευρωκοινοβουλίου, της Επιτροπής ή του Συμβουλίου, στις Βρυξέλλες. Η σχετική (έστω) ευημερία αποτελεί μέρος του «ευρωπαϊκού κεκτημένου» για τους πολίτες. Η διασφάλιση της ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ελευθερία στη μετακίνηση, τα συγχρηματοδοτούμενα έργα και προγράμματα είναι απλώς μέρος της καθημερινότητάς μας. Δεν θεωρούμε ότι μπορεί να αμφισβητηθεί. Ή μήπως μπορεί;
Το BREXIT και η συζήτηση περί δημοψηφισμάτων αποδεικνύει ότι η πορεία της Ευρώπης δεν είναι απαραιτήτως γραμμικά ανοδική. Ο συνδυασμός των μεγάλων – υπαρκτών προβλημάτων, με τη διογκούμενη «ευρωκόπωση» γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνος. Ο λαϊκισμός όχι μόνο έχει επιστρέψει στην Ευρώπη, αλλά απειλεί και να γίνει κυρίαρχος, καταφέρνοντας να επιβάλει πολιτικές που μας επιστρέφουν στον απομονωτισμό και τη διαίρεση.
Γι’ αυτό και είναι η ώρα για μια νέα ευρωπαϊκή προσέγγιση που θα υπερβαίνει την ανάγκη των συμβολισμών (στην οποία εγκλωβίστηκε η πρόσφατη τριμερής συνάντηση Μέρκελ, Ολάντ, Ρέντσι στο Βεντοτενε). Η πολιτική της Ε.Ε. οφείλει να μην περιορίζεται από το χρονοδιάγραμμα των «επόμενων εκλογών», αλλά να κοιτάξει τις επόμενες δεκαετίες. Να πλαισιωθεί από ένα νέο αφήγημα, ρεαλιστικό, πιο ανθρωποκεντρικό, που θα λαμβάνει υπόψιν τις πραγματικές συνθήκες της Ένωσης, τα σημερινά προβλήματα, αλλά κυρίως τις αυριανές προκλήσεις. Θα απαντά με ουσιαστικό τρόπο στο ισοπεδωτικό επιχείρημα ότι «για όλα φταίει η Ευρώπη».
Χρειάζεται το ευρωπαϊκό όραμα να γίνει κατανοητό από εκείνους που δεν έχουν ούτε το βίωμα, ούτε την ιστορική κατανόηση του πολέμου και του διχασμού. Ένα όραμα που θα ξαναβάζει την κοινή πορεία χωρών πάνω από τις εθνικιστικές ρητορικές που ξαναγίνονται της μόδας.
Η πορεία προς τον ευρωπαϊκό κατακερματισμό έχει ξεκινήσει. Μένει να φανεί αν θα συνεχιστεί καλπάζουσα, ή αν το BREXIT θα λειτουργήσει ως το «δημιουργικό σοκ» που θα συσπειρώσει ξανά τους ευρωπαίους. Αν θα μπορέσει να αναδειχθεί η πραγματικότητα ότι τα ωφελήματα της Ε.Ε. δεν είναι δεδομένα, ότι -παρά τις δυσκολίες της- η ευρωπαϊκή ενότητα είναι η μόνη διασφάλιση διαρκούς ειρήνης που αποτελεί και βασική προϋπόθεση ευημερίας στην ήπειρό μας.
Ο Παναγιώτης Κακολύρης είναι δημοσιογράφος και συντονιστής του ερευνητικού προγράμματος «Πολιτικό και Εκλογικό Παρατηρητήριο» στο ΚεΔΕΠΟΔ – Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.