
Είναι αλήθεια, ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η τράπεζα των τραπεζών των χωρών του Ευρωσυστήματος, διέπεται από κανόνες λειτουργίας, που αποτυπώνονται στο καταστατικό της, αλλά και στις αποφάσεις του Διοικητικού της Συμβουλίου, οι οποίες όμως δεν πρέπει να έρχονται σε αντίθεση με αυτό.
Στο πλαίσιο των κανόνων αυτών απαγορεύεται και η άμεση ή έμμεση χρηματοδότηση κρατών, ανεξάρτητα από τα προβλήματα που παρουσιάζουν. Απόδειξη, είναι η επαναλαμβανόμενη άρνηση του κ. Ντράγκι να αυξήσει το όριο αγοράς εντόκων γραμματίων του ελληνικού δημοσίου από τις εμπορικές τράπεζες πάνω από τα 15 δις Ευρώ. Ποια είναι τώρα η λογική αυτού του μεγέθους, ουδέποτε μας εξηγήθηκε. Δηλαδή, γιατί τα κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για αγορά εντόκων γραμματίων μέχρι 15 δις να μην αποτελούν έμμεση χρηματοδότηση του κράτους, ενώ πάνω από τα 15 δημιουργούν πρόβλημα;
Υποκριτική είναι εξάλλου η άποψη αυτή, αφού και το ίδιο το σημαντικό κατά τα άλλα μέτρο της ποσοτικής χαλάρωσης (QE) του 1,1 τρις Ευρώ, αποτελεί έμμεση χρηματοδότηση των κρατών. Με αυτή τη σημαντική παρέμβαση, η ΕΚΤ επιδιώκει δύο πράγματα. Από τη μια να ενισχύσει το γενικό επίπεδο των τιμών κοντά στο 2% για να αντιμετωπισθεί ο διαφαινόμενος αποπληθωρισμός, όπως και να δοθεί μια επενδυτική ώθηση στην ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία δείχνει σημάδια κόπωσης που την εμποδίζουν να ανακάμψει, από την άλλη.
Δυστυχώς η ΕΚΤ καθυστέρησε τόσο πολύ στη λήψη μέτρων, ώστε και το φαινόμενο του αποπληθωρισμού να αφήσει να εγκατασταθεί, αλλά και η ευρωπαϊκή οικονομία να κυλήσει στη στασιμότητα.
Σε ότι αφορά τώρα στην αποτελεσματικότητα αυτής της πολιτικής υπάρχουν σημαντικές επιφυλάξεις. Είναι γνωστό, ότι για να επιτύχει ένα μέτρο οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να λαμβάνεται τη σωστή χρονική στιγμή και στη σωστή δοσολογία. Μάλιστα, όσο άκαιρα λαμβάνεται τόσο μεγαλύτερη είναι αναγκαστικά και η δόση.
Δυστυχώς η ΕΚΤ καθυστέρησε τόσο πολύ στη λήψη μέτρων, ώστε και το φαινόμενο του αποπληθωρισμού να αφήσει να εγκατασταθεί, αλλά και η ευρωπαϊκή οικονομία να κυλήσει στη στασιμότητα.
Τώρα, μετά τα μηδενικά επιτόκια, την αποτυχία της αγοράς ενυπόθηκων δανείων ABS και η ποσοτική χαλάρωση, το ισχυρότερο όπλο άσκησης νομισματικής πολιτικής, κινδυνεύει επίσης να πέσει στο κενό, αφού οι συνθήκες έχουν αλλάξει.
Ήδη ολόκληρη η Ευρώπη, εκτός Ελλάδος, δανείζεται με πολύ χαμηλά επιτόκια ενώ οι τράπεζες διαθέτουν σημαντικά αδιάθετα κεφάλαια, αφού δεν υπάρχει η αντίστοιχη ζήτηση από την πλευρά των επιχειρήσεων για να απορροφηθούν.
Οι επιχειρήσεις βρίσκονται σε φάση απομόχλευσης μειώνοντας την έκθεσή τους στο δανεισμό. Αυτό είναι αποτέλεσμα μιας διάχυτης άποψης, ότι τα επόμενα χρόνια θα υπάρξει μια κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Έτσι, ο κίνδυνος τα κεφάλαια αυτά αντί να προωθηθούν στην πραγματική οικονομία να καταλήξουν στις αδηφάγες αγορές κεφαλαίου για κερδοσκοπία, είναι μεγάλος.
Η Ελλάδα έχει προς το παρόν αποκλεισθεί, επειδή βρίσκεται σε πρόγραμμα, ενώ αναμένεται η αξιολόγησή του. Το ίδιο ισχύει και για την Κύπρο. Αφού τελειώσει η αξιολόγηση και αποπληρωθούν τα ελληνικά ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ και λήγουν τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, τότε θα μπορούν να γίνουν συμπληρωματικές αγορές για να καλυφθεί το όριο των 33% που έχει τεθεί για κάθε εκδότη. Καλό Σεπτέμβρη λοιπόν.
Σε μια περίοδο, που η ΕΚΤ πλημμυρίζει με ρευστότητα εκατοντάδων δισεκατομμυρίων τις ευρωπαϊκές τράπεζες, χωρίς προφανή ανάγκη, αρνείται να ενισχύσει με ρευστότητα την ελληνική οικονομία, επικαλούμενη τους τύπους που η ίδια παραβιάζει. Ποσοτική χαλάρωση που ήταν επιθυμία της Γαλλίας και της Ιταλίας, παράταση προσαρμογής στο δημοσιονομικό σύμφωνο επίσης για τις δυο μεγάλες χώρες. Σωστές αποφάσεις, αν επεδείκνυε ταυτόχρονα και την ίδια κατανόηση και στα προβλήματα των μικρότερων χωρών, που αντιμετωπίζουν προβλήματα ασφυξίας.
*Ο Χαράλαμπος Γκότσης είναι καθηγητής οικονομικών Πανεπιστημίου Πειραιά
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr