
Ο "Τζόνι πήρε το όπλο του" είναι μια από τις πλέον τρομακτικές και σίγουρα η πιο καταθλιπτική ταινία που έχω δει στη ζωή μου. Έχουν περάσει πάνω από τέσσερις δεκαετίες από τότε που την είδα και μολαταύτα με συνοδεύει ακόμη το ανυπόφορο αίσθημα δυσφορίας κατά την παρακολούθησή της. Γυρισμένη το 1971 μετά από μακροχρόνιες ταλαιπωρίες και αναβολές από τον Ντάλτον Τράμπο (μια εμβληματική μορφή του Χόλιγουντ, το γνωστότερο "μαύρο πρόβατο" στη διαβόητη "λίστα" του αμερικανού αντικομουνιστή γερουσιαστή Τζόζεφ ΜακΚάρθι), βασίζεται σ’ ένα μυθιστόρημα που είχε γράψει ο ίδιος το μακρινό 1938, μόλις ένα χρόνο πριν ξεσπάσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος.
Η υποτυπώδης πλοκή τοποθετείται κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου, του επονομαζόμενου και "Μεγάλου Πολέμου", εν αγνοία του "μεγαλύτερου" που επερχόταν. Ο κεντρικός ήρωάς του, ο στρατιώτης Τζο Μπόναμ, βρίσκει ξανά τις αισθήσεις του (μακάβριο "σχήμα λόγου" και θα δούμε αμέσως γιατί) ακινητοποιημένος στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, βαρύτατα τραυματισμένος στο πεδίο της μάχης: έχει χάσει τα πάντα –μάτια, αυτιά, μύτη, στόμα, άνω και κάτω άκρα- εκτός από τη… συνείδησή του. Το ίδιο του το σώμα έχει μεταμορφωθεί σ’ ένα σκοτεινό μπουντρούμι για τη συνείδησή του και με τρόμο αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί καν να καταφύγει στο βάλσαμο της ευθανασίας· έχει καταδικαστεί να ζήσει όλη την υπόλοιπη ζωή του –πολλά χρόνια, ίσως και δεκαετίες- στον απόλυτο ζόφο.
Συγγενής ως προς τη θεματολογία αλλά λιγότερο καταθλιπτική είναι η ταινία "The men" (Οι άνδρες) που σκηνοθέτησε το 1950 ο Φρεντ Τσίνεμαν και στην πατρίδα μας προβλήθηκε υπό τον αποπροσανατολιστικό, αν όχι περιπαικτικό τίτλο "Το κορμί μου, σου ανήκει". Εδώ παρακολουθούμε το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Μάρλον Μπράντο στο ρόλο ενός παραπληγικού που προσπαθεί να προσαρμοστεί στη σκληρή μεταπολεμική πραγματικότητα και, κυρίως, να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι δεν θα σηκωθεί ποτέ από την αναπηρική του καρέκλα.
Τόσο ο "Τζόνι πήρε το όπλο του" όσο και οι "Άνδρες" έρχονταν συχνά στο νου μου όποτε αντίκριζα τα περασμένα χρόνια τους δικούς μας αναπήρους πολέμου να παρελαύνουν με τα καροτσάκια τους κατά τη στρατιωτική παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου. Κατανοούσα πως, ακόμη και αν επιστράτευα το μάξιμουμ της ενσυναίσθησης, δεν θα κατόρθωνα καν να προσεγγίσω την οδυνηρή καθημερινότητα αυτών των βασανισμένων ηρωικών μορφών. Παρότι μεγαλωμένος εν καιρώ ειρήνης, προνομιούχος "άκαπνος", ήμουν τουλάχιστον σε θέση να ψυχανεμιστώ την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στο "βρέθηκα στο μέτωπο" και στο "κουβαλάω το μέτωπο εφ’ όρου ζωής μαζί μου".
Το να μεταφερθούμε από τον Ντάλτον Τράμπο και τον Φρεντ Τσίνεμαν στον Κυριάκο Βελόπουλο ισοδυναμεί με το να περάσουμε απευθείας από την Επίδαυρο στο Δελφινάριο. Οφείλω πάντως να επιδώσω τα ειλικρινή συγχαρητήριά μου σε αυτόν τον θλιβερό κομπογιαννίτη για την τεράστια διαχρονική του επιτυχία: με τις επιστολές του Ιησού και τα αγιορείτικα μαντζούνια του, το φάρμακο του φαλακρού για τη φαλάκρα και την πανάκεια για την καταπολέμηση του κορoνοϊού, αντί να μπαινοβγαίνει κάθε βδομάδα στο γραφείο του εισαγγελέα, παριστάνει τον σοβαρό πολιτικό αρχηγό και σηκώνει από το βήμα της βουλής το δάχτυλό του στους υπόλοιπους. Το κερασάκι στην τούρτα, ότι "πήρε το όπλο του" προ ημερών, υπό το έκπληκτο όσο και ειρωνικό βλέμμα του ήπιου Τασούλα, δεν εκπλήσσει πλέον κανέναν νουνεχή, πόσο μάλλον το "απαλλαγμένο από τις συμφορές της νοημοσύνης" και διαρκώς διογκούμενο εκλογικό του ρεύμα. Άντε βρε: με το καλό και στην Άγκυρα ή, τουλάχιστον, αν όχι τόσο μακριά, εδώ λίγο παρακάτω, στο Μέγαρο Μαξίμου. Ο Βελόπουλος μάς αξίζει. Και μπράβο του.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr