Το προηγούμενο διάστημα, πριν από τις εκλογές της 14ης Μαΐου, πολιτικοί αναλυτές στην Αθήνα έθεταν το ερώτημα, τι συμφέρει την Αθήνα. Η επανεκλογή του Ερντογάν, του διαβόλου που γνωρίζουμε (the devil we know) ή η νίκη της αντιπολίτευσης; Το ερώτημα δεν έχει φυσικά πια αξία, αφού γνωρίζουμε κατά πάσα βεβαιότητα τον νικητή του δεύτερου γύρου, αλλά έχει αξία να δούμε τα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν. Και κυρίως εκείνα, αυτά ειδικά, που αποσιωπήθηκαν.
Η μία άποψη, μάλλον μειοψηφική, έλεγε ότι είναι προτιμότερος ο Ερντογάν, όχι φυσικά γιατί μπορούμε να προβλέψουμε τις αντιδράσεις του τόσο απρόβλεπτου Τούρκου προέδρου, αλλά γιατί και μόνο η παρουσία του και η αντιδυτική ρητορική του, αναβαθμίζει την ελληνική διπλωματία και τις διεθνείς μας συμμαχίες. Οσο ο Ερντογάν καλλιεργούσε τους δεσμούς του με τη Μόσχα, επέμενε στους S400 και έβαζε βέτο στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ ή συνέχιζε την καταπιεστική του πολιτική στο εσωτερικό και τις διώξεις των αντιφρονούντων, τόσο ανέβαιναν οι μετοχές της Ελλάδας στην Ουάσινγκτον, το Βερολίνο και το Παρίσι. Η Ελλάδα ήταν ο απαραίτητος σύμμαχος, το "προκεχωρημένο φυλάκιο" της Δύσης στην περιοχή.
Αν πάλι ο Τούρκος πρόεδρος αναγκαζόταν -λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει- να αναζητήσει τη βοήθεια της Δύσης και έκανε στροφή, πάλι κερδισμένη θα ήταν η Αθήνα, αφού η στροφή θα τον υποχρέωνε να δώσει τέλος στις απειλές περί εισβολής στην Ελλάδα και να περιορίσει την πολεμοχαρή ρητορική του. Τώρα αν αυτό δεν ήταν προς το συμφέρον της δημοκρατίας και των Τούρκων ψηφοφόρων, θεωρούνταν παράπλευρη απώλεια. Ερντογάν λοιπόν, "όσο κυνικό και αν ακούγεται" έγραψε στην Καθημερινή ο Αλέξης Παπαχελάς -παρά την ασφυξία που νιώθουν "πολλοί φίλοι Τούρκοι" από τον αυταρχισμό του Σουλτάνου αφού αν η Δύση έκανε τα στραβά μάτια στον Ερντογάν και ανέχθηκε τα καπρίτσια του, σκεφτείτε σε τι παραχωρήσεις θα προχωρήσουν για να ικανοποιήσουν τον "πιο φιλοδυτικό" διάδοχό του, ήταν το (βάσιμο) επιχείρημά του.
Η άλλη άποψη ήθελε νίκη του Κιλιτσντάρογλου, που μέχρι πρόσφατα φαινόταν και πολύ πιθανή, αφού η υπόσχεσή του να βελτιώσει τις σχέσεις του με τη Δύση και τις ΗΠΑ, υπαγόρευε υποτίθεται και μια βελτίωση των σχέσεων με την Ελλάδα. Η αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας στο εσωτερικό της Τουρκίας, θα απομάκρυνε την Άγκυρα από τα νεοοθωμανικά όνειρα του Ερντογάν και θα αναδιαμόρφωνε την εξωτερική της πολιτική, πιο κοντά στις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και τις αξίες του δυτικού κόσμου. Ενώ η βελτίωση των σχέσεων με την Ευρώπη, ακόμα και η (γιατί όχι;) αναθέρμανση της ενταξιακής προοπτικής της Τουρκίας, θα επέτρεπε στην Αθήνα να έχει λόγο και να πάρει πρωτοβουλίες.
Αυτό που συνήθως έλειπε από τις αναλύσεις, είναι η ανταπόκριση της Αθήνας. Ποια θα μπορούσε ή θα έπρεπε να είναι δηλαδή η αντίδραση της Αθήνας στην επανέναρξη του διαλόγου και των διαπραγματεύσεων, ανάλογα με το ποιος θα εκλεγεί πρόεδρος της Τουρκίας. Εξηγούμαι:
Στην περίπτωση του Ερντογάν, η πολεμοχαρής και αντιδυτική ρητορική του, επέτρεψε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, χωρίς κόστος, να μην ανταποκρίνεται στις προτάσεις για διαπραγμάτευση, αφού οι εκκλήσεις για διάλογο συνοδεύονταν από απειλές για θερμό επεισόδιο και πόλεμο και συνεπώς ο Ερντογάν ήταν a priori αναξιόπιστος. Το πάγωμα των σχέσεων επέτρεπε έτσι και το (βολικό) πάγωμα των διαπραγματεύσεων.
Αντίθετα, τυχόν εκλογή του Κιλιτσντάρογλου θα δημιουργούσε μια θετική προοπτική και θα έδινε αφορμή στους δυτικούς συμμάχους να πιέσουν για λύσεις και διαπραγμάτευση, απαιτώντας πιθανώς από την Αθήνα να δείξει και περισσότερη ευελιξία.
Η επιλογή του "διαβόλου που γνωρίζουμε" δηλαδή, ήταν μια ασφαλής επιλογή για να αποφύγουμε αυτό που δεν θα είναι δυνατόν να αποφύγουμε για πάντα. Τη διαπραγμάτευση με την Τουρκία για τις υπαρκτές διαφορές μας στο Αιγαίο και τις θαλάσσιες ζώνες, διαφορές που μπορούν να λυθούν μόνο (ελπίζω…) με διαπραγμάτευση ή με διεθνή διαιτησία.
Η κληρονομημένη σοφία στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, θέλει την οποιαδήποτε κυβέρνηση τολμήσει να ανοίξει τη διαπραγμάτευση με την Τουρκία και να αναζητήσει πραγματικά λύσεις, να αυτοκτονεί πολιτικά. Γι αυτό και βολεύει ο διάβολος άλλωστε.
Αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι αυτή είναι μια ασφαλής πολιτική για τα ελληνικά συμφέροντα. Αλλωστε όσο ο χρόνος περνάει, σε μια προσπάθεια πίεσης προς την Αθήνα, η Αγκυρα διαρκώς διευρύνει τις διεκδικήσεις της και προσθέτει θέματα προς διαπραγμάτευση. Με η χωρίς τον διάβολο, πρέπει κάποτε να αποφασίσουμε. Θέλουμε λύση; Και αν ναι, πώς θα την επιδιώξουμε;