Με εξαίρεση τον Αλέξη Τσίπρα, όλοι συμφωνούμε ότι η συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν ήταν μια επιτυχία και μια επωφελής για την Ελλάδα συνάντηση. Αρκεί να σκεφτούμε τι ζήσαμε τον προηγούμενο χρόνο στις θάλασσες του Αιγαίου και της Μεσογείου και στα σύνορα στον Εβρο, για να ζυγίσουμε και να μετρήσουμε σωστά, τις δηλώσεις για εκτόνωση, διάλογο, απευθείας επαφές και ήρεμα νερά στα ελληνοτουρκικά, που είναι τα συμπεράσματα από την πρώτη - ουσιαστικά - συνάντηση του Ελληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο Πρόεδρο.
Επίσης σχεδόν όλοι συμφωνούμε, με εξαίρεση κάτι ακραίους, ότι οι διπλωματικές επαφές και ο διάλογος με την Τουρκία πρέπει να είναι ζωντανές διαδικασίες, όσο μεγάλη κι αν είναι η ένταση ανάμεσα στις δυο χώρες και όσο και αν δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, λύση στα προβλήματα. Για την ελληνική πολιτική σκέψη -και πολύ σωστά- ο ελληνοτουρκικός διάλογος έχει αξία per se. Γιατί όταν σταματήσουν οι επαφές και ο διάλογος, είναι πολύ πιθανό να μιλήσουν τα όπλα. Και αυτό φυσικά δεν συμφέρει κανέναν, πάντως σίγουρα όχι την Ελλάδα.
Αυτό που ίσως δεν είναι ευρέως γνωστό, είναι ότι η αντίληψη αυτή για την εξωτερική πολιτική και τις σχέσεις με την Τουρκία, η αντίληψη ότι όσο σοβαρά και δύσκολα και αν είναι τα προβλήματα, όσο κι αν υπάρχει ένταση στις σχέσεις των δυο χωρών, χρειάζεται να υπάρχει πάντα επαφή και διάλογος, είναι μια σοφή κληρονομιά του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Του Κωνσταντίνου Καραμανλή που δεν δίστασε να ξεκινήσει ως πρωθυπουργός τον διάλογο με την Τουρκία και τις απευθείας επαφές με τους Τούρκους ομολόγους του, όταν λίγους μήνες πριν (1974) είχε γίνει η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και η κατοχή του 35% του εδάφους της μεγαλονήσου και όταν από το 1975 και μετά, η Τουρκία διευρύνει τον κατάλογο των διεκδικήσεών της και προσθέτει στο μείζων θέμα της υφαλοκρηπίδας, το καθεστώς των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου -που ζητά την αποστρατικοποίησή τους- το θέμα του FIR, αλλά και της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, σε μια εποχή μάλιστα που οι σχέσεις των δυο χωρών έχουν φθάσει στο ναδίρ λόγω της εισβολής, εγκαινιάζει αυτή τη διαδικασία της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, που θα γίνει μια σταθερά στην ελληνική εξωτερική πολιτική, παρά τα σκαμπανεβάσματα στη δεκαετία του '80. Μάλιστα ο τότε πρωθυπουργός, δεν διστάζει να αναλάβει πρωτοβουλία και για την παραπομπή του θέματος της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ακόμα και μονομερώς -μετά την υπαναχώρηση της Τουρκίας- έστω και αν η πρωτοβουλία δεν ευοδώνεται.
Δεν είναι όμως μόνο η διαδικασία, που είναι η εξαιρετικά σημαντική κληρονομιά του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Είναι και ο τρόπος της διαπραγμάτευσης, που γίνεται πλέον με γνώμονα και βάση το Διεθνές Δίκαιο. Οπως σημειώνει στο βιβλίο του "Οι Ελληνοτουρκικές Σχέσεις και το Δίκαιο της Θάλασσας” (εκδόσεις Πόλις), ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης, "από πλευράς ουσίας, τα κεντρικά επιχειρήματα της διαπραγμάτευσης στηρίχθηκαν στο Διεθνές Δίκαιο. Απέναντι σε μια Τουρκία που ευνοούσε την καθαρά πολιτική επιχειρηματολογία, η Ελλάδα αντέταξε κανόνες Δικαίου... Και είναι αξιοσημείωτο, ότι η εμμονή της Ελλάδας στο δίκαιο, οδήγησε βαθμιαία στην τροποποίηση της τουρκικής αντιμετώπισης, με τη χρήση νομικών πλέον επιχειρημάτων. Διαμετρικά βέβαια αντίθετων με τα ελληνικά -γεωλογικά επιχειρήματα, άρνηση του γεγονότος ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα- αλλά τα οποία καθιέρωναν μια εύληπτη γλώσσα κατανόησης ανάμεσα στις δυο πλευρές.”
Αυτή η σημαντική παρακαταθήκη, επιτρέπει στη σημερινή κυβέρνηση (όπως και στις προηγούμενες), να συνεχίζουν τον διάλογο και την αναζήτηση διπλωματικών λύσεων. Απομακρύνοντας το ενδεχόμενο της πολεμικής αναμέτρησης. Για να υπάρξει breakthrough και να υπάρξουν λύσεις, δεν αρκεί φυσικά η διαδικασία. Χρειάζεται να υπάρξει η σύμπτωση ενός θετικού διεθνούς περιβάλλοντος και η βούληση και των δυο πλευρών να μπει τέλος στην αντιπαράθεση και να αποδεχθούν το πολιτικό κόστος του συμβιβασμού. Είμαστε ακόμα μακριά…
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr