
Είναι σίγουρα νωρίς για να καταλήξει κανείς σε τελεσίδικα συμπεράσματα. Οι μέχρι τώρα αναλύσεις βασίζονται σε δημοσκοπικές μετρήσεις οι οποίες, ως γνωστόν, συχνά ανατρέπονται ή «πέφτουν έξω». Επίσης, η κάθε περίπτωση είναι διαφορετική: άλλο Γαλλία, άλλο Γερμανία και άλλο Ελλάδα.
Παρολαυτά, η εντυπωσιακή δυναμική που παρουσιάζει η ανεξάρτητη υποψηφιότητα Μακρόν δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε μία διαπίστωση και ένα ερώτημα.
Πρώτον, ο Μακρόν ήταν υπουργός των Σοσιαλιστών κι εκφραστής συγκεκριμένης τάσης στο εσωτερικό του κόμματός του. Αποχωρώντας, θα περίμεναν πολλοί ότι το ποσοστό του στην καλύτερη περίπτωση να άγγιζε τον αριθμό ψήφων που του διασφάλιζε το μερίδιό του στην εσωκομματική πίτα των Σοσιαλιστών. Γύρω στο 5 - 10% το πολύ δηλαδή. Αυτή η στενή λογιστική λογική «του κομματικού γραφειοκράτη» φαίνεται πως διαψεύδεται από την πραγματικότητα.
Ακόμα κι αν ο Μακρόν δεν τα καταφέρει μέχρι τον δεύτερο γύρο. Ως εκ τούτου, ανακύπτει αναπόφευκτα το ερώτημα: μήπως η ενότητα δεν επιφέρει πάντα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα; Μήπως ενίοτε εγκλωβίζει φωνές και ψαλιδίζει τη δυναμική που αυτές θα ανέπτυσσαν αν ήταν πλήρως απελευθερωμένες; Μήπως αντί για μεσοβέζικες λύσεις και ασκήσεις αντοχής – ανοχής είναι προτιμότερο για όλους να διαμορφώνονται ξεκάθαρες προγραμματικές πλατφόρμες που θα κρίνονται ξεχωριστά από τον κόσμο;
Διότι η αλήθεια είναι ότι στην προσπάθεια να συγκεράσεις απόψεις μάλλον ασυμβίβαστες χάριν της ενότητας, συχνά, θολώνεις το στίγμα και τελικά δεν πείθεις κανέναν. Εξάλλου, ας το εξετάσουμε και αριθμητικά: Μακρόν και Αμόν συγκεντρώνουν αθροιστικά γύρω στο 35%. Αν παρέμεναν στο ίδιο κόμμα –όποιος κι αν ήταν επικεφαλής- θα υπήρχε περίπτωση οι Σοσιαλιστές έστω να προσεγγίσουν αυτό το ποσοστό; Απίθανο.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, υπάρχει το ελληνικό αντιπαράδειγμα, όπου ο κατακερματισμός των δυνάμεων του προοδευτικού χώρου ενίσχυσε τα άκρα και καταρράκωσε τη δυναμική των κομμάτων της Κεντροαριστεράς. Ή το γερμανικό: όπου μια ενωτική, ισχυρή υποψηφιότητα ξαναέδωσε προοπτική πρώτης θέσης στους Σοσιαλδημοκράτες μετά από μια δεκαετία.
Κι έπειτα, είναι και η μόνιμη απορία – παράπονο των απανταχού κεντροαριστερών: γιατί ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας πολυδιασπάται διαρκώς, ενώ η Κεντροδεξιά παραμένει κατά κανόνα συμπαγής, κατορθώνοντας να συστεγάζει από σκληροπυρηνικούς της λαϊκής Δεξιάς μέχρι φιλελεύθερους ευρωπαϊστές; Πέρα από ατυχείς συγκυρίες και μωροφιλοδοξίες προσώπων, πέρα από έννοιες όπως αυτή του έθνους ή της θρησκείας που λειτουργούν ως δραστικότατες συγκολλητικές ουσίες στο χώρο της συντηρητικής παράταξης, η γενεσιουργός αιτία του διχασμού κομμάτων και χώρων είναι κατά βάση μία: η αδυναμία τους να συμφωνήσουν σε ένα προγραμματικό πλαίσιο που να απαντά πειστικά κι αποτελεσματικά στις καθημερινές αγωνίες των πολιτών· μεταξύ άλλων διότι η αδυναμία αυτή τους στερεί και την προοπτική εξουσίας.
Και ποιες είναι οι αγωνίες αυτές σήμερα στην Ευρώπη; Η οικονομία και το προσφυγικό. Όσο οι διάφορες τάσεις στο εσωτερικό της Κεντροδεξιάς κινούνται περίπου στο ίδιο μήκος κύματος και μπορούν «κουτσά στραβά» να διαχειριστούν τα ζητήματα αυτά, δεν πρόκειται να «τα σπάσουν» για κανένα σύμφωνο συμβίωσης και κανένα τάμα του Έθνους.
Αντίθετα, όσο τα κεντροαριστερά κόμματα παραμένουν δέσμια κρατικίστικων εμμονών και δήθεν αριστερών φαντασιώσεων που είτε δεν πείθουν εξ αρχής είτε παραπλανούν πρόσκαιρα αλλά στην πράξη οδηγούν χώρες και χώρους σε αυτοκαταστροφικά αποτελέσματα, όσο αδυνατούν να διαμορφώσουν μια αντζέντα ισορροπημένης και δίκαιης κατανομής των βαρών και το κυριότερο: όσο δεν πιέζουν να επιταχυνθεί η ευρωπαϊκή ενοποίηση, αναδεικνύοντας τον θετικό ρόλο των κοινών κανόνων ως προς την προστασία των αδυνάμων και τη δημιουργία νέων ευκαιριών, ούτε light κοινωνικά ζητήματα ούτε κοινές ιστορικές αναφορές θα κατορθώνουν να προασπίζουν την ενότητα. Κι ακόμη κι αν το καταφέρνουν θα είναι δώρον άδωρον. Διότι αυτή θα αφορά μόνο μερικά στελέχη κι όχι τις πλατιές κοινωνικές μάζες, καθώς δεν θα δίνει λύσεις στα προβλήματά τους.
Και για να επιστρέψουμε στο αρχικό ερώτημα: ναι, η ενότητα είναι σαφώς επιθυμητή και αποτελεί βασικό παράγοντα στην εξίσωση της ανασύνταξης του προοδευτικού χώρου. Αρκεί να επιτυγχάνεται στη βάση ενός ξεκάθαρου και συγκροτημένου πολιτικού αφηγήματος που πείθει κι όχι στη βάση οργανωτίστικων συγκολλήσεων δίχως συγκεκριμένο περιεχόμενο που δεν «λένε τίποτα σε κανέναν». Αν είναι έτσι, καλύτερα ο καθένας μόνος του…
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr