Η συζήτηση δεν ξεκίνησε με τις εκλογές της Κεντροαριστεράς. Προηγήθηκαν οι ιταλικές, οι γαλλικές και προσφάτως οι αυστριακές εκλογές. Προηγήθηκαν, επίσης, οι πολιτικές ανακατατάξεις στην Ισπανία και φυσικά οι ελληνικές εκλογές του ’15 με τη σαρωτική νίκη του 38άρη τότε Αλέξη Τσίπρα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις –αλλού λιγότερο κι αλλού περισσότερο- ένα από τα ζητήματα που απασχόλησαν αναλυτές και κοινή γνώμη ήταν η νεότητα των υποψηφίων.
Τα ερωτήματα πολλά: το νεαρό της ηλικίας αυξάνει τις πιθανότητες επικράτησης σε εκλογές; Συνδέεται η νεότητα με την ουσιαστική ανανέωση σε πρακτικές και αντιλήψεις; Είναι ρατσιστική η εκδήλωση προτίμησης σε συγκεκριμένο πολιτικό λόγω (και) της μικρής του ηλικίας;
Σε ό,τι αφορά το πρώτο ερώτημα, η απάντηση είναι σαφέστατα θετική. Ιδιαίτερα όταν ο νέος υποψήφιος είναι ταυτοχρόνως και άφθαρτος. Δεν υπάρχει, νομίζω, παγκοσμίως παράδειγμα τέτοιου υποψηφίου που να μην κέρδισε τις εκλογές ή έστω να μην απέσπασε ποσοστό σημαντικά μεγαλύτερο από αυτό που αρχικά ανεμένετο. Η εξήγηση απλή: ο κόσμος έχει κουραστεί από τα παλιά συστήματα εξουσίας τα οποία αποδείχθηκαν εν πολλοίς ανεπαρκή στην αντιμετώπιση των σύγχρονων προβλημάτων και αναζητά κάτι φρέσκο και διαφορετικό. Κι επειδή ως γνωστόν στην πολιτική η εικόνα είναι –δυστυχώς ή ευτυχώς- καθοριστική, κανείς δεν μπορεί να ικανοποιήσει περισσότερο αυτήν την ανάγκη των πολιτών από ένα νέο και αδοκίμαστο πρόσωπο. Ακόμα κι αν επί της ουσίας το πρόσωπο αυτό εκφράζει κάτι το παρωχημένο. Συν τοις άλλοις, ένας νέος υποψήφιος είναι φυσιογνωμία ασύγκριτα πιο οικεία κι ελκυστική σε ανθρώπους κάτω των 40 κι ως εκ τούτου έχει τη δυνατότητα να κινητοποιήσει ένα κοινό το οποίο υπό άλλες συνθήκες θα παρακολουθούσε τις εξελίξεις αμέτοχο και θα απείχε εκλογικά.
Φυσικά, η νεότητα δεν αποτελεί πάντα εγγύηση ουσιαστικής ανανέωσης και νεωτερικότητας. Εξάλλου, η πρόσφατη εμπειρία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ απέδειξε πως το ηλικιακά νέο μπορεί να συνιστά απλώς ένα περιτύλιγμα, ικανό να προσφέρει τη βολική και ψυχολογικά απαραίτητη ψευδαίσθηση της προόδου σε μια χώρα άκρως συντηρητική που τρέμει τις πραγματικές αλλαγές. Είναι επίσης γνωστό πως πολλοί σπουδαίοι ηγέτες που έμειναν στην Ιστορία για τις ριζοσπαστικές πολιτικές που ακολούθησαν ανέλαβαν την εξουσία σε μεγάλη ηλικία. Παρολαυτά, με βάση την κοινή λογική ένας νέος άνθρωπος που δεν έχει προλάβει να μολυνθεί από τις παθογένειες του χθες και τους πειρασμούς της εξουσίας, είναι πιθανότερο να κομίζει κάτι το γνήσια καινοτόμο και προοδευτικό.
Το κρισιμότερο, όμως, είναι άλλο: κακά τα ψέματα όπως ο κάθε βουλευτής εκφράζει ως επί το πλείστον τα συμφέροντα του τόπου του, έτσι και ο κάθε πολιτικός εκπροσωπεί κυρίως τα συμφέροντα της γενιάς του. Ηθελημένα ή μη ως προσωπικότητα έχει διαμορφωθεί από τους προβληματισμούς της δικής του εποχής, οι επιρροές που δέχεται –πολιτικές και κοινωνικές- προέρχονται κατά κανόνα από ανθρώπους της δικιάς του γενιάς και βάσει των παραπάνω γίνεται και η αντίστοιχη ιεράρχηση των πολιτικών του προτεραιοτήτων. Δεν είναι καθόλου ρατσιστικό ούτε απολίτικο συνεπώς το αίτημα να αναλάβει τα ηνία η γενιά της κρίσης. Η γενιά δηλαδή με τα περισσότερα εφόδια και τις πιο γκρίζες προοπτικές. Η γενιά που καλείται να πληρώσει «τα σπασμένα» των προηγούμενων. Η γενιά που στο κάτω κάτω αποτελεί το μέλλον του τόπου.
Πρέπει λοιπόν επιτέλους να αντιληφθούν όλοι πως η παράδοση της σκυτάλης στους νέους δεν συνιστά μόνον έξυπνη επικοινωνιακή τακτική. Αλλά και βασικό εργαλείο ώστε να βρεθούν στην κορυφή της αντζέντας τα προβλήματα και τα αιτήματα των ανθρώπων που θα κουβαλήσουν στις πλάτες τους την χώρα τις επόμενες δεκαετίες.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr