
Αδιαμφισβήτητη διαχρονική διαπίστωση, πιστοποιημένη από έρευνες ανά την υφήλιο, είναι ότι τοποθετούμε τον πήχη των προσδοκιών μας τόσο ψηλά όσο μας επιτρέπουν οι δικές μας μνήμες και όχι οι προφορικές ή καταγεγραμμένες μνήμες ανθρώπων που έζησαν σε άλλες εποχές, καλύτερες ή χειρότερες. Εάν φέρουμε μνήμες ή τραύματα (συχνά αυτά τα δύο ταυτίζονται) από το μεγάλο λιμό του 1941-1942 ή τα πυρπολημένα χωριά του Εμφυλίου, μπορεί να μας είναι αρκετή μια φραντζόλα πάνω στο τραπέζι μας ή ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας. Εάν πάλι έχουμε βιώσει την περίοδο των "παχιών αγελάδων" κατά τη δεκαετία του 1990 είναι σχεδόν των αδυνάτων αδύνατον να μην βιώνουμε τη δεκαετία που διανύουμε ως μια διαρκή διολίσθηση.
Πόσοι από εμάς δεν έχουμε μπει στον πειρασμό να τρομοκρατήσουμε τα "κακομαθημένα" παιδάκια μας συγκρίνοντας την καθημερινότητά τους με την καθημερινότητα στην οποία υπόκεινται τα "παιδάκια στη Σομαλία"; Έτσι εξηγείται και το φαινομενικά δημοσκοπικό παράδοξο, κατά την αυγή της νέας χιλιετίας, οι περισσότεροι Αλβανοί να έχουν
δηλώσει υψηλότερο "προσδόκιμο ευτυχίας" από τους περισσότερους Έλληνες: οι πρώτοι αισθάνονταν ότι έχουν αφήσει οριστικά και αμετάκλητα τις χειρότερες ημέρες πίσω τους, ενώ οι δεύτεροι, αλίμονο, ότι θα τις βρουν μπροστά τους.
Μην πάτε μακριά. Μια απλή σύγκριση της πεντηκονταετίας που συμπληρώνουμε εφέτος με την αμέσως προηγούμενη (1924-1974) οδηγεί αναπόφευκτα σε συντριπτικά συμπεράσματα. Χάριν του fair play, ας καμωθούμε πως λησμονούμε ότι και η αμέσως προηγούμενη δεν μπήκε με το δεξί· φορτώθηκε στην καμπούρα της τη βαριά κληρονομιά δύο βαλκανικών πολέμων, ενός παγκόσμιου και μιας μικρασιατικής καταστροφής. Ας ξεκινήσουμε από ένα σημείο επίπλαστης έστω νηνεμίας, την επαύριον της Συνθήκης της Λωζάνης (1923), όταν οι δύο προαιώνιοι εχθροί της Ανατολικής Μεσογείου αποφασίζουν να τακτοποιήσουν τα του οίκου τους με την κατά σειρά δεύτερη (μετά την ένοπλη σύρραξη) πιο επώδυνη μέθοδο –τη μαζική μετακίνηση πληθυσμών- και δεν ξαναπιάνουν τα όπλα ο ένας εναντίον του άλλου παρά μισόν αιώνα αργότερα, ύστερα από το μοιραίο ελλαδικό πραξικόπημα στην επικράτεια της Κύπρου και την παρεπόμενη βάρβαρη τουρκική εισβολή.
Από το 1924 έως το 1974 δεν παίρνουμε ανάσα. Κινήματα και αντικινήματα βενιζελικών και μοναρχικών κατεβάζουν κάθε λίγο και λιγάκι το στρατό στους δρόμους και υπονομεύουν μια εύθραυστη προεδρική δημοκρατία (1924-1935) προτού ανατραπεί με το πιο νόθο από τα νόθα δημοψηφίσματα και ο Ιωάννης Μεταξάς ένα χρόνο κατόπιν, με τη συναίνεση ή/και την παρότρυνση του βασιλιά, θέσει πάνω από το μνήμα της την οριστική ταφόπλακα. Παίρνουμε τουλάχιστον ανάσα τώρα; Θα αστειεύεστε. Ακολουθεί στο καπάκι ο δεύτερος παγκόσμιος
πόλεμος, η θυσία στην Αλβανία, η τριπλή Κατοχή, εν μέσω Κατοχής ο Εμφύλιος που θα παρατείνει την εθνική μας αλληλοσφαγή έως τα τέλη της δεκαετίας του 1940, η τσάτρα-πάτρα κολοβή μεταπολεμική βασιλευόμενη δημοκρατία και το κερασάκι στην τούρτα, η επτάχρονη
δικτατορία των συνταγματαρχών με ολίγη από αόρατο ταξίαρχο. Όποιον στοιχειωδώς καλόπιστο πολιτικό αναλυτή και αν ρωτήσεις, θα σου πει ότι δεν συγκρίνεται ο φόρος αίματος που καταβάλαμε την πεντηκονταετία 1924-1974 με τον αντίστοιχο φόρο την πεντηκονταετία 1974-2024. Απλώς δεν είναι μεγέθη συγκρίσιμα.
Είπαμε όμως: κανέναν δεν παρηγορεί η ιδέα ότι άλλοι άνθρωποι, σε άλλες εποχές, πέρασαν δεινά που μονάχα αμυδρά, εκ των υστέρων κι εκ του ασφαλούς μπορούμε σήμερα να εικάσουμε. Κάθε εποχή φέρει το βάρος και την ευθύνη να υπερασπιστεί τον εαυτό της και τα επιτεύγματά της –και κυρίως: να μην θεωρήσει τίποτε δεδομένο, χαρισμένο δια παντός. Μια σταθερή προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία μισού αιώνα μπορεί να εντάσσει (και δικαίως) στα σενάρια νοσηρής πολιτικής φαντασίας την ιδέα ότι τα τεθωρακισμένα ίσως μια μέρα ξανασκάσουν μύτη, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως όσοι επιβουλεύονται το εύρος και τα δικαιώματά μας έχουν φορέσει τις πιτζάμες τους κι έχουν αποσυρθεί από το προσκήνιο ανεπιστρεπτί. Τουναντίον. Οι χολερικές φωνές πληθαίνουν στον δημόσιο διάλογο κι εκείνοι που επιθυμούν να μας υπαγορεύσουν πώς πρέπει να ζούμε βρίσκουν στήριγμα στα δυσώδη υπόγεια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Στην τελική, ίσως και να μη χρειαστούν αυτή τη φορά τα τεθωρακισμένα, εάν κατορθώσουν να διαβρώσουν "τις καρδιές και τον νου" των συμπατριωτών μας εθίζοντάς τους σε ολοένα και πιο ισχυρές δόσεις δυσανεξίας, έναν ιδιότυπο μιθριδατισμό που θα κληθούμε να πληρώσουμε όλοι μας. Η μάχη δεν κρίθηκε ακόμη. Εάν δεν αντισταθούμε οι ίδιοι, κανένας δεν θα αντισταθεί για λογαριασμό μας.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr