Αρχές Ιουνίου, πριν ακόμη προκαλέσει τόσο πανελλήνιο όσο και διεθνή ντόρο το "κίνημα της πετσέτας", ο δημοσιογράφος Τάκης Χατζής ανέβασε στο Facebook μια έγχρωμη φωτογραφία ηλικίας μισού αιώνα.
Έγραφε στο συνοδευτικό του σχόλιο: "Παραλία το 1970. Δεν υπάρχουν υπέρβαροι, τατουάζ, πλαστικά στήθη κλπ. Δεν υπάρχουν ξαπλώστρες, ομπρέλες, γυαλιά ηλίου, καπέλα και αντιηλιακές κρέμες… Δεν υπάρχουν κινητά τηλέφωνα, ίντερνετ… Οι άνθρωποι κάνουν παρέα και μιλάνε. Δεν υπάρχει τίποτα, αλλά υπάρχουν όλα".
Λίγο παρακάτω, στην ίδια πάντα ανάρτηση, ένας φίλος του Χατζή έβαζε κι αυτός το λιθαράκι του στη νοσταλγία με πιο πρακτικό τρόπο: "Να προστεθεί επίσης, πέραν των ανωτέρω, το τεράστιο θέμα καθαρότητας ή καθαριότητας τόσο των ακτών όσο και της θαλάσσης εγγύς των ορίων του Λεκανοπεδίου, τμήματα δηλαδή για τα οποία, αν ανατρέξει κάποιος στις ανακοινώσεις του ΠΑΚΟΕ [Πανελλήνιο Κέντρο Οικολογικών Ερευνών] τα πρόσφατα χρόνια, μένει μόνο να τρομάξει. Ας αφήσουμε δε στην άκρη την προσβασιμότητα των λουομένων οπουδήποτε, τότε, ενώ σήμερα πολλές ακτές έγιναν μπίζνα, διάθεση στην κονόμα μερικών επιτήδειων, κολλητών δημάρχων κτλ, ο νοών νοείτω !".
Δεν αργεί όμως να σκάσει μύτη και ο αντίλογος: "Λίγο πολύ απλοποιημένη άποψη, μιλάμε για το 1970 όπου με βάση τα οικονομικά των πολιτών η αγοραστική τους δύναμη ήταν μέχρι αυτό που βλέπουμε [στη φωτογραφία της παραλίας] και αναφέρεται, αυτό δεν σημαίνει πως εκείνα τα χρόνια Ευρώπη, Αμερική και Ασία (Thailand, Singapore...) δεν είχαν ομπρέλες, ξαπλώστρες και αντιηλιακά, είχαν και απολάμβαναν μάλιστα· να μην πω για τα αεροπλάνα τους που έμπαινες και μοσχοβολούσαν ακόμα, όταν στα Ελληνικά κάθε άλλο παρά ωραία μυρωδιά είχαν.... Άλλα χρόνια, δεν λέω, ωραία, ωραία γιατί δεν γνωρίζαμε καλύτερα....".
Το τελευταίο σχόλιο μού θύμισε μια συζήτηση, προ οκταετίας περίπου, με τον νυν υπουργό Κυριάκο Πιερρακάκη, στο φιλόξενο τότε περιβάλλον του κοινού μας φίλου Απόστολου Δοξιάδη. Ο Πιερρακάκης υποστήριζε ένθερμα (και μνημόνευε σχετικές πανεπιστημιακές μελέτες, προς επίρρωσιν των ισχυρισμών του) ότι αυτό που οι περισσότεροι συμπολίτες μας αξιολογούν ως "ευτυχία" είναι πάντοτε σε άμεση συνάρτηση με τις εμπειρίες τους: γι’ αυτό και οι Αλβανοί, την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας, καθώς έβγαιναν από το μακρύ τούνελ της ανέχειας, ένιωθαν ότι η "ευτυχία" βρίσκεται μπροστά τους, ενώ αντίθετα οι Έλληνες, καθώς τον ίδιο καιρό έμπαιναν στο τούνελ, ύστερα από τη σημιτική περίοδο των παχιών αγελάδων, ένιωθαν πως η "ευτυχία" βρίσκεται πίσω τους.
Πράγματι, όσοι διατηρούμε ζωηρές αναμνήσεις από τη δεκαετία του 1970 (και ας μην συνυπολογίσουμε προς το παρόν, χάριν της κουβέντας, την έτσι κι αλλιώς βαριά σκιά της δικτατορίας) αντιστεκόμαστε τόσο στην εξιδανίκευση όσο και στη δαιμονολογία. Στην περίπτωσή μου η δεκαετία του 1970 συνέπεσε με την όψιμη παιδική μου ηλικία και την πρώιμη εφηβεία μου. Περνούσα ένα μεγάλο μέρος από τα καλοκαίρια στα Λουτρά της Αιδηψού, έναν παράδεισο για ηλικιωμένους και ανηλίκους, καθώς ήταν αισθητή η απουσία των ενδιάμεσων. Θα συμφωνήσω με τον Χατζή ότι τότε ο σωματότυπος των πιο πολλών συμπατριωτών μας συνέκλινε προς τον μέσο όρο, δεν πρόδιδε ούτε υπερβολική φροντίδα ούτε υπερβολική παραμέληση και, ως εκ τούτου, δεν ενθάρρυνε ούτε τον αυτοθαυμασμό ούτε την αυτολύπηση: ήμασταν, κατά τον στίχο του Πορτοκάλογλου, "μετρίως μέτριοι και πάντα μετρημένοι".
Σίγουρα δεν κατεβαίναμε στην πλαζ για να "μας δουν" αλλά για "να δούμε" και το βλέμμα μας συνήθως ήταν τόσο φορτικό, τόσο αδιάκριτο που, με τα σημερινά σταθμά, μάλλον θα ενέπιπτε στη σφαίρα της σεξουαλικής παρενόχλησης. Μολαταύτα, ούτε ο σωματότυπός μας ούτε το βλέμμα μας προέκυπταν ως απόρροια δικών μας συνειδητών επιλογών. Δίχως κινητά, υπολογιστές και λοιπά συμπράγκαλα, ζούσαμε σε έναν κόσμο με ασυγκρίτως μικρότερη δημόσια ηχορύπανση (με μόνη εξαίρεση εκείνα τα θηριώδη φορητά κασετόφωνα) αλλά και μια ζωή "στην αναμονή", ενίοτε μια ζωή αφόρητης μοναξιάς: δύσκολα να αντιληφθεί αυτή την αίσθηση ένας νέος σήμερα, εάν δεν έχει βιδωθεί με τις ώρες δίπλα σε ένα σταθερό τηλέφωνο δίχως τη δυνατότητα αναγνώρισης κλήσης. Το ρεζουμέ; Όσο και αν θέλουν να μας τρομοκρατήσουν εκείνοι που θα επιθυμούσαν να στήσουν στις παραλίες μέχρι και δώδεκα σειρές ξαπλώστρες, σαν αδιαπέραστα οχυρώματα των Γερμανών στη Νορμανδία εν αναμονή της απόβασης των Συμμάχων, γνωρίζουμε πως ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω και κανένα νόστο δεν τρέφουμε για κατσάβραχα, σκουπιδαριό και αχινούς. Ματαιοπονούν οι φραγκοφονιάδες.
Μπορεί εφέτος κακήν κακώς, με φορτηγά χωρίς πινακίδες και μέσα στο βαθύ σκοτάδι, να μάζεψαν τα ανεμομαζώματά τους, αλλά το ξέρουν πια καλά: ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα. Όπως θα έλεγε και η Σκάρλετ Ο’ Χάρα, ελαφρά παραφρασμένη για την περίσταση: "Του χρόνου θα είναι μια άλλη χρονιά". Η αισχροκέρδεια έχει και οροφή και ημερομηνία λήξης. Εγγυημένα.