Το ερώτημα επανέρχεται κατά διαστήματα, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη σφοδρότητα: σε ποιον ανήκει η βουλευτική έδρα; Στον βουλευτή ή στο κόμμα; Η απάντηση στο ερώτημα είναι λιγότερο προφανής από όσο νομίζουμε οι περισσότεροι –κι εκεί μάλλον, στο δυσεπίλυτο του προβλήματος, πρέπει να προσανατολιστούμε, εάν θέλουμε να εντοπίσουμε την αιτία για τη δυσεξήγητη "αφηρημάδα" του νομοθέτη: ενώ σε άλλες περιπτώσεις, ελάσσονες, ο νομοθέτης ορίζει σαφώς τι υποχρεούται να πράξει ένας βουλευτής, στην περίπτωση (κάποιες φορές κομβικής σημασίας, ακόμη και για την διατήρηση ή την απώλεια της "δεδηλωμένης" από μια κυβέρνηση, τουτέστιν για την παραμονή ή την απομάκρυνσή της από την εξουσία) που ένας βουλευτής αποχωρήσει από την κοινοβουλευτική του ομάδα, ο νομοθέτης εναποθέτει στη διακριτική ευχέρεια του βουλευτή εάν θα πάρει μαζί του ή όχι και την έδρα του.
Γιατί "αμέλησε" να προβλέψει ή/και να επιβάλλει ο νομοθέτης το "τι δέον γενέσθαι"; Πρόκειται πράγματι για "αμέλεια" του νομοθέτη ή για εσκεμμένη "παράβλεψη"; Είτε "αμέλεια" είτε "παράβλεψη", το αποτέλεσμα είναι κοινό: στις συντριπτικά περισσότερες περιπτώσεις οι αποχωρήσαντες "προτιμούν" να κρατήσουν την έδρα τους (και την παρεπόμενη βουλευτική αποζημίωση, θα προσθέσουν οι κακεντρεχείς). Εάν δεν πέφτω πολύ έξω, τουλάχιστον μεταπολιτευτικά, δεν πρέπει να μετριούνται πάνω από τα δάχτυλα των δύο χεριών οι βουλευτές που πήραν το καπελάκι τους και ταυτοχρόνως παρέδωσαν την έδρα τους. Συνήθως αυτές τις "λαμπρές εξαιρέσεις" τις περιβάλλουμε με το φωτοστέφανο του "ηθικού πλεονεκτήματος", ασχέτως εάν δεν μπορούμε να τους στριμώξουμε όλους στο ίδιο καλάθι: άλλοι παραδίδουν την έδρα τους βέβαιοι πως δεν πρόκειται να την ξαναδούν –τους καταπίνει, με άλλα λόγια, το μαύρο κοινοβουλευτικό σκοτάδι- και άλλοι την ξεφορτώνονται σαν βαρίδι σταδιοδρομίας, βέβαιοι πως πάλι μια έδρα, πιο πολλά υποσχόμενη, τους περιμένει κατά την επόμενη κοινοβουλευτική περίοδο (ενίοτε σε λίγους μήνες ή/και σε λίγες εβδομάδες από την τρέχουσα) στη νέα κομματική τους στέγη.
Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο με τους βουλευτές Επικρατείας. Εκ πρώτης όψεως, αυτός ο θεσμός των εν συνόλω δεκαπέντε βουλευτών, εκλεγμένων σε συνάρτηση με την κοινοβουλευτική δύναμη των κομμάτων τους, δυσδιάκριτα διαφέρει από έναν τυπικό "διορισμό". Οι βουλευτές Επικρατείας δεν χρειάζεται να ιδρώσουν για να κερδίσουν ούτε μία ψήφο: θα εκλεγούν ή δεν θα εκλεγούν αναλόγως με τη θέση όπου έχουν τοποθετηθεί στο κομματικό ψηφοδέλτιο Επικρατείας και την επίδοση του κόμματός τους στις κάλπες, εξ ου και οι θέσεις αυτές χαρακτηρίζονται εκ των προτέρων, βάσει των δημοσκοπικών εκτιμήσεων, ως "εκλόγιμες" και "μη εκλόγιμες" (τα κόμματα, μάλιστα, προκειμένου να "χρυσώσουν το χάπι", χαρακτηρίζουν την τελευταία θέση στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας –εξ ορισμού "μη εκλόγιμη"- ως "τιμητική"). Βεβαίως, οι αρχηγοί των κομμάτων, που κατά κανόνα έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να καταρτίσουν τη λίστα των υποψηφίων στα ψηφοδέλτια Επικρατείας, δεν σε "διορίζουν" σε "εκλόγιμη" θέση ούτε για τα ωραία σου μάτια ούτε για το επιβλητικό σου παράστημα. Συνήθως, αν όχι πάντοτε, σε "διορίζουν" επειδή έχεις εκτόπισμα δημοτικότητας –"κάνεις γκελ", όπως λέμε στα χωριά μας- σε εκλογικά ακροατήρια ευρύτερα των παραδοσιακά στενών κομματικών. Σε "διορίζουν" για να τους φέρεις ψήφους, όχι για να τους διώξεις ή, εναλλακτικά, για να τους προσφέρεις πρόσβαση σε χώρους όπου η δική τους διείσδυση/επιρροή είναι διαχρονικά περιορισμένη ή/και προβληματική. Ένας από αυτούς τους χώρους, τουλάχιστον για τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, είναι και οι Ένοπλες Δυνάμεις.
Η πρόσφατη περίπτωση του Ευάγγελου Αποστολάκη είναι κάτι παραπάνω από ενδεικτική. Ο επίτιμος αρχηγός ΓΕΕΘΑ και πρώην υπουργός επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ "διορίστηκε" σε "εκλόγιμη" θέση στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας από τον Αλέξη Τσίπρα. Η άτιμη η ζωή τα έφερε έτσι ώστε ο ναύαρχος να διαπρέψει κατόπιν σε ασυνήθιστα πόστα, ακόμη και ως ξεναγός στην εξωτική Μακρόνησο ενός εξ Αμερικής θρησκευόμενου νεαρού ιδιοκτήτη αστακοκάραβων. Σε αντίθεση με τους περισσότερους πρόθυμους σφουγγοκωλάριους του ιδιοκτήτη, ο ναύαρχος δεν τον εγκατέλειψε την αποφράδα ημέρα που ο ιδιοκτήτης εξοστρακίστηκε από το κόμμα του ναυάρχου κι έφτιαξε δικό του. Τον ακολούθησε στο νέο τσαρδί που σεμνά και ταπεινά βαπτίστηκε "κίνημα", συμπαρασύροντας και την έδρα του στο κοινοβούλιο. Ξεσηκώθηκαν και οι πέτρες. Το πρώην κόμμα του τον κατήγγειλε για "ντροπιαστική αποστασία". Ο ίδιος ο Τσίπρας επικοινώνησε μαζί του και του υπενθύμισε ότι δεν έχει κανένα δικαίωμα να κρατήσει την έδρα του αφού "πολιτικά και ηθικά" δεν του ανήκει, προφανώς ως "διορισμένου" και όχι "εκλεγμένου". Ο Αποστολάκης ανταπάντησε σε επικολυρικούς τόνους: "Έχοντας υπηρετήσει την πατρίδα από υψηλές θέσεις ευθύνης και γνωρίζοντας πολύ καλά τι σημαίνει ''ευθύνη'', ''συνείδηση'' και ''τιμή'', δεν μπορώ να βρίσκομαι σε ένα κόμμα που λειτουργεί με αυτό τον τρόπο. Είμαι άλλωστε βέβαιος ότι η πλειοψηφία όσων το ψήφισαν συμμερίζονται αυτή τη στάση μου. Η απόφασή μου να παραμείνω ανεξάρτητος βουλευτής και να διατηρήσω την έδρα μου είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένη με την υποχρέωση που έχω απέναντι στους πολίτες και τη δημοκρατία. Ο θεσμός του βουλευτή Επικρατείας διασφαλίζει την συνολική εκπροσώπηση της κοινωνίας και όχι μικροκομματικές ισορροπίες. Συνεπώς είναι χρέος μου να συνεχίσω να εργάζομαι με ήθος, διαφάνεια και προσήλωση στο εθνικό συμφέρον, ανεπηρέαστος από μικροκομματικές σκοπιμότητες".
Μπορούμε να προσυπογράψουμε ή να χλευάσουμε τη διακήρυξη όψιμης ευαισθησίας του Ευάγγελου Αποστολάκη, αλλά αξίζει να αφιερώσουμε ένα λεπτό από τον χρόνο μας για να προσομοιώσουμε το "πολιτικό περιβάλλον", έτσι και ο "αφηρημένος" νομοθέτης επέβαλε να παραδίδουν όλοι οι βουλευτές την έδρα τους άμα τη αποχωρήσει. Τι θα συνέβαινε, αλήθεια, τότε; Μήπως θα είχαμε μια ατέρμονη σειρά με κομματικά κοινοβουλευτικά στρατεύματα, με στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα και αγέλαστα, αναλώσιμα κάθε στιγμή, στην παραμικρή τους παρέκκλιση από την κομματική πειθαρχία, ακόμη και στην περίπτωση που το ίδιο το κόμμα τους έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών από τις ιδεολογικές του αρχές ή/και κατέλυε κάθε μορφή ενδοκομματικής νομιμότητας; Μήπως λοιπόν εκείνος ο "αφηρημένος" νομοθέτης δεν ήταν και τόσο "αφηρημένος"; Λέω, μήπως.