Ήταν φθινόπωρο του 2006 όταν στο γερμανικό περιοδικό Spiegel έβγαινε στο φως το πρώτο δημοσίευμα για το σκάνδαλο Siemens με ελληνικές αναφορές.
Ο γερμανικός κολοσσός είχε δωροδοκήσει με ποσά τουλάχιστον 1,3 δισ. ευρώ πολιτικούς και κρατικούς αξιωματούχους σε διάφορες χώρες (π.χ. Νιγηρία, Ελλάδα, κράτη της πρώην ΕΣΣΔ), προκειμένου να παίρνει προνομιακά δουλειές.
Όπως φάνηκε και στη συνέχεια, η πηγή προέλευσης του σκανδάλου πιθανότατα ήταν αμερικανικής προέλευσης, όταν οι ανταγωνιστές της γερμανικής εταιρείας στις ΗΠΑ δεν είδαν με καλό μάτι την αύξηση του μεριδίου αγοράς της Siemens στην άλλη άκρη του Ατλαντικού και άρχισαν οι καταγγελίες που κατέληξαν στις αποκαλύψεις για το σκάνδαλο. Γι' αυτό και η αμερικανική επιτροπή κεφαλαιαγοράς της επέβαλε ένα πρόστιμο μαμούθ 800 εκατ. δολαρίων.
Στην Ελλάδα, το μεγάλο πάρτι έγινε γύρω από τις προμήθειες του ΟΤΕ, τις ψηφιακές παροχές και όχι μόνο. Η Εξεταστική Επιτροπή της ελληνικής Βουλής υπό τον αίμνηστο Σήφη Βαλυράκη (ΠΑΣΟΚ) υπολόγιζε τη ζημία του ελληνικού Δημοσίου σε δύο δισ. ευρώ. Βάσει στοιχείων της απόφασης από το δικαστήριο του Μονάχου για τον τρόπο δράσης της εταιρείας, ποσό 2% από την κάθε σύμβαση πήγαινε σε πολιτικούς και κόμματα και 8% σε κρατικούς αξιωματούχους, κατά κύριο λόγο στελέχη του ΟΤΕ και άλλους. Οι υποθέσεις αυτές αφορούν κυρίως τη δεκαετία του '90 και του 2000.
Η ελληνική δικαιοσύνη ξεκίνησε την έρευνα το 2008, η Βουλή συμμετείχε στην έρευνα με την εξεταστική το 2010-11 και σχεδόν 15 χρόνια αργότερα βγήκε η απόφαση σε δεύτερο βαθμό: Σχεδόν όλοι αθώοι για τη μεγαλύτερη προμήθεια της εποχής, τα ψηφιακά κέντρα του ΟΤΕ.
Αθώοι είτε λόγω παραγραφής πλέον, είτε λόγω αμφιβολιών. Κάποιοι έχουν αποβιώσει, άλλοι την κοπάνησαν στο εξωτερικό, όπως ο πρώην ισχυρός άνδρας της Siemens Hellas Μιχάλης Χριστοφοράκος (σ.σ. και αυτός αθωώθηκε), άλλοι είναι άγνωστο που βρίσκονται.
Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι σε πρώτο βαθμό είχαν μοιραστεί καμιά... 250αριά χρόνια φυλακή, ενώ και η ίδια η εταιρεία, πέρα από την Βουλή των Ελλήνων, έχει παραδεχτεί τη διαφθορά.
Με τον τρόπο αυτό, έπεσαν οι τίτλοι τέλους σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της Μεταπολίτευσης. Το αποτέλεσμα μετά από 15 χρόνια ερευνών, ανακρίσεων, δικών κλπ; Όλοι αθώοι και μια τρύπα στο νερό. Για μίζες και δωροδοκίες που τις έχουν παραδεχτεί ακόμη και όσοι τις έδιναν, όπως π.χ. ο ενορχηστρωτής των μαύρων ταμείων της εταιρείας Ράινχαρντ Σίκατσεκ (σ.σ. και αυτός αθώος σύμφωνα με την ελληνική δικαιοσύνη, σε αντίθεση με τη γερμανική).
Τι έμεινε λοιπόν στην κοινή γνώμη και από αυτή την -τεράστια- υπόθεση; Για άλλη μια φορά η αίσθηση της ατιμωρησίας και της συγκάλυψης. Η -συχνά σκόπιμη- ανικανότητα του ελληνικού κράτους να χειριστεί την υπόθεση, η απίστευτη καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης, η "ομερτά" και η διαφυγή πολλών εμπλεκομένων οδήγησαν στο αποτέλεσμα αυτό.
Ειδικά όσοι ασχοληθήκαμε δημοσιογραφικά άπειρες ώρες με το συγκεκριμένο σκάνδαλο τα προηγούμενα χρόνια, η αίσθηση πικρίας είναι ακόμη μεγαλύτερη.
Αυτό όμως που πρέπει να αναλογιστούν οι πολιτικές ηγεσίες είναι ότι η αίσθηση της ατιμωρησίας οδηγεί ένα μέρος του εκλογικού σώματος σε συλλήβδην απόρριψη του πολιτικού συστήματος, σε αντισυστημικές ψήφους, σε πολιτικούς "σωτήρες" ή τσαρλατάνους των άκρων που υπόσχονται "κάθαρση", βάζοντας βόμβα στα θεμέλια του δημοκρατικού συστήματος.
Γι' αυτό και στα -κάθε λογής- σκάνδαλα πρέπει πάντα να υπάρχει κάθαρση και απόδοση ευθυνών. Όχι κοροϊδία.