Η πρώτη στάση ήταν στην Κωνσταντινούπολη. Όχι στο όμορφο τουριστικό κέντρο της Πόλης, στα μακρινά και αδιάφορα προάστια όπου πολλοί ξεριζωμένοι Κούρδοι βρήκαν καταφύγιο σε μικρά κακοχτισμένα διαμερίσματα. Εκεί που μου έδειχναν με καμάρι τα παιδιά τους, όσα πιο πολλά είχε ένας οικογενειάρχης τόσο μεγάλωνε το κύρος του στην κοινότητα. Παρότι, το μέλλον τους δεν φάνταζε ευοίωνο. Εκεί που, όπως μου έλεγαν, Τούρκοι αστυνομικοί τους ξυλοφόρτωναν και τους πέταγαν στη φυλακή με κάθε απίθανη δικαιολογία, αν είχαν την παραμικρή υποψία ότι συμμετείχαν σε φιλοκουρδικές πολιτικές οργανώσεις.
Το ημερολόγιο έγραφε 2002, το PKK (Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν) δεν σκεφτόταν να διαλυθεί και να καταθέσει τα όπλα, όπως ανακοίνωσε πριν λίγες μέρες. Ο Οτσαλάν ήταν στη φυλακή εδώ και τρία χρόνια, οι οπαδοί του δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι ο ηγέτης τους θα τους καλούσε μια μέρα να σταματήσουν τον ένοπλο αγώνα για την απόκτηση της δικής τους ανεξάρτητης πατρίδας. Μόλις άκουγαν ότι ήμουν Έλληνας δημοσιογράφος ξίνιζαν τα πρόσωπά τους, μας θεωρούσαν υπεύθυνους για την περιπετειώδη σύλληψη του "Άπο”.
Η δεύτερη στάση ήταν στην Άγκυρα. Μόλις προσγειώθηκα, κατάλαβα ότι είχα φτάσει σε μια άλλη Τουρκία. Ο αέρας πιο βαρύς, τα πρόσωπα πιο σκυθρωπά, όλα διαφορετικά σε σύγκριση με την ευρωπαϊκή πλευρά του Βοσπόρου. Παρά το ζεϊμπέκικο του Γιώργου Παπανδρέου το 2001 με τον Τούρκο υπουργό εξωτερικών, Ισμαήλ Τζεμ να του βαράει παλαμάκια, νιώθαμε να μας "καρφώνουν” όχι και τόσο φιλικά βλέμματα όταν βγήκαμε να τραβήξουμε πλάνα της τουρκικής πρωτεύουσας. Να τριγυρνάει Γιουνάν από κανάλι της Αθήνας στους δρόμους, ήταν πρωτόγνωρο.
Οι ερωτήσεις μου στους Τούρκους αξιωματούχους για τα μέλη του PKK ενοχλούσαν, ήταν τρομοκράτες και έπρεπε να εξοντωθούν, τελεία. Τουλάχιστον τους αποκαλούσαν Κούρδους, πρόοδος αν σκεφτεί κανείς ότι μέχρι το 1991 για τις επίσημες Αρχές ήταν οι "ορεινοί Τούρκοι”. Στα γραφεία των "Γκρίζων Λύκων”, βρήκα πιο ακραίους αλλά και πιο ομιλητικούς. Μου έκαναν μάθημα Ιστορίας, οι Κούρδοι έκαναν το λάθος να πιστέψουν τους Συμμάχους μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τους υποσχέθηκαν ότι θα αποκτήσουν τη δική τους χώρα. Τους εξαπάτησαν, όπως το ίδιο θα έκαναν μερικές δεκαετίες αργότερα και οι Αμερικανοί. Η προδοσία ενός λαού που βρέθηκε διαμελισμένος σε τέσσερα διαφορετικά κράτη.
Η τρίτη στάση ήταν στο Ντιγιάρμπακιρ. Έφτασα βράδυ και πήγα απευθείας σε ένα σπίτι που άκουγες τα μοιρολόγια προτού ανοίξεις την πόρτα, για να μπεις στην αυλή. Ο νεκρός, πολιτικό στέλεχος. Τον είχε σκοτώσει τουρκική σφαίρα, σε μια διαδήλωση διαμαρτυρίας που κατέληξε, ως συνήθως, σε μάχες σώμα με σώμα. Η γυναίκα του έριχνε από το μπαλκόνι κατάρες στους Τούρκους στρατιώτες, ήταν παντού στην πόλη με το δάχτυλο στη σκανδάλη και έδειχναν αγριεμένοι. Δύο μέρες μετά έφυγα ξημερώματα, για τον λόγο που πήρα το αεροπλάνο από την Ελλάδα. Να ανέβω στα βουνά, να δω από κοντά μερικά από τα 3.000 με 4.000 χωριά που έκαψε και αιματοκύλισε ο τουρκικός στρατός επειδή, όπως ισχυριζόταν, ανεφοδίαζαν τους αντάρτες του PKK. Το επίσημο τουρκικό κράτος, ωστόσο, χαρακτήριζε ασύστολα ψεύδη τις βιαιοπραγίες.
Ο fixer, διερμηνέας και δημοσιογραφικός παραγωγός που είχαμε κλείσει από το γραφείο μας στην Αθήνα, ήταν και ταξιτζής. Με το ταξί, λοιπόν, αρχίσαμε να ανεβαίνουμε. Δημοσιογραφική τύχη, σε ένα από τα πρώτα χωριά που συναντήσαμε. Ένας Κούρδος καθάριζε το καλάσνικόφ του, στη σκιά ενός δέντρου, έξω από το σπίτι του. Τα χιόνια είχαν λιώσει, έκανε ζέστη στα βουνά. Κουβέντα στην κουβέντα, αποδείχθηκε ότι υπηρετούσε στο σώμα πολιτοφυλακής με Κούρδους συνεργάτες της Άγκυρας. Γνωστοί για τη βαρβαρότητα τους, απέναντι στους συμπατριώτες τους. Οι Τούρκοι διέψευδαν, κατηγορηματικά, την ύπαρξή τους. Ο Κούρδος "ταγματασφαλίτης” δέχτηκε να μου μιλήσει με την κάμερα ανοιχτή, με τη στολή του και το όπλο του. Ήταν εξοργισμένος, τον είχαν αφήσει απλήρωτο για μήνες. Στη συνέχεια, η ανάβαση συνεχίστηκε με τους αντάρτες του PKK να μας παρακολουθούν διακριτικά. Δεν ήθελαν να μιλήσουν σε Έλληνα. Δεν είχαμε καλό όνομα εκείνη την εποχή. Μας άφησαν, όμως, να φτάσουμε μέχρι το σημείο όπου οι εικόνες μιλούσαν από μόνες τους.
Σε ένα από τα χωριά όπου ήταν εμφανής η τουρκική στρατιωτική βαναυσότητα, ανοίξαμε πάλι την κάμερα. Ένας κάτοικος μας πλησίασε, ήθελε να μάθει τι κάνουμε. Όταν κατάλαβε μας ξενάγησε ο ίδιος στην περιοχή, περιγράφοντάς μας πώς μια μέρα τα τανκς τους περικύκλωσαν και άρχισαν να ρίχνουν μαζικά πυρά στα σπίτια. Τα σημάδια, αδιάψευστος μάρτυρας. Όσοι γλίτωσαν έφυγαν μετά την επίθεση, εκείνος έμεινε μαζί με την οικογένειά του. Να πάει πού; Εκεί ήταν το σπίτι του, στο οποίο μας προσκάλεσε και μας κέρασε τσάι, ζεστό ζυμωτό ψωμί και τυρί που είχε φτιάξει με τα χέρια του. Βοσκός ήταν. Οι αντάρτες, ναι, κατέβαιναν σποραδικά για καθαρό νερό και προμήθειες, αλλά δεν τον ρωτούσαν, απλώς έπαιρναν ότι έβρισκαν.
Όσο τον άκουγα τόσο σκεφτόμουν ότι το ρεπορτάζ θα το έβλεπαν και στην τουρκική πρεσβεία της Αθήνας, και μπορεί για ευνόητους λόγους να κινδύνευε. Του πρότεινα, για την ασφάλειά του, να αλλοιώσω το πρόσωπο και τη φωνή του. Θύμωσε. Αν είναι έτσι, μην με δείξεις καθόλου. Την αλήθεια θα την πω με το πρόσωπό μου να φαίνεται, για να ξέρουν τα παιδιά μας ποιος είναι αυτός που τα λέει. Τότε, έχει αξία. Σπουδαία λόγια από έναν γενναίο άνθρωπο.
Αυτός ο χωρικός μου ήρθε αμέσως στο μυαλό, μόλις διάβασα πριν λίγες μέρες την είδηση για τη διάλυση του PKK μετά από 40.000 νεκρούς, μιας σύγκρουσης που άρχισε το 1984. Ζει ακόμα; Και αν ναι, τι σημαίνει γι’ αυτόν και την οικογένειά του αυτή η ιστορική εξέλιξη. Γιατί είναι τέλος εποχής. Το δημοσιογραφικό κλισέ, αυτή τη φορά, αποτυπώνει την πραγματικότητα.