Τι είναι ο Δημήτρης Κουφοντίνας στο δικό του μυαλό; Ένας ένοπλος επαναστάτης. Ένας λαϊκός αγωνιστής. Ένας αντάρτης πόλεων.
Τι είναι στην πραγματικότητα; Κάποιος που αφιέρωσε τα καλύτερα του χρόνια στο να σκοτώνει και να κρύβεται, να κρύβεται και να σκοτώνει. Ένας μασκοφόρος δήμιος με σχηματική -στα όρια του παιδαριώδους- πολιτική σκέψη και με εντονότατη εγωπάθεια. Με τα λεφτά από τις ληστείες έκτισε ένα ωραίο σπίτι, παραθέρισε, απέφυγε ό,τι τον ενοχλούσε περισσότερο: το μεροδούλι-μεροφάι. Τον μικροαστικό κάματο. Φίλοι μου, που τον είχαν γνωρίσει στη Γαύδο να παριστάνει τον καθηγητή μαθηματικών σε διακοπές, μού τον περιέγραφαν ως τον πληκτικότερο των ανθρώπων. Νύσταζαν -λέει- στη συναναστροφή του καθώς ό,τι έλεγε ήταν προφανές και τετριμμένο. Βαρεμάρα τον έλεγαν μεταξύ τους. Έπαιζε όμως στα δάχτυλα τα κόλπα της κατασκηνωτικής ζωής. Να δένει κόμπους, να ανάβει φωτιές, να ψαρεύει...
Στο φως ένας βαρεμάρας. Στο σκοτάδι ένας σταρ. Απολάμβανε πράγματι, επί μια τουλάχιστον δεκαετία, μία τεράστια ιδιότυπη φήμη. Μπορεί κανένας έξω από την "οργάνωση" να μην ήξερε το όνομα του και τη φάτσα του, πολλοί όμως τον μνημόνευαν ως το τιμωρό χέρι της "17 Νοέμβρη". Ακόμα και οι αστυνομικοί εντυπωσιάζονταν με την ακρίβεια και με την αποτελεσματικότητα του και τον αποκαλούσαν μεταξύ τους "το ταλέντο". Κι ανησυχούσαν για το επόμενο χτύπημα.
Η αίγλη της "17 Νοέμβρη" απέδραμε μαζί με τη δεκαετία του 1980.
Η δολοφονία του Μπακογιάννη την καταβαράθρωσε στα μάτια των Ελλήνων. Γιατί; Όχι λόγω τής συγγένειας με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Αλλά επειδή ο Μπακογιάννης, η ζωή του, έστεκε στους αντίποδες των ιδεοληψιών τους. Ο Μπακογιάννης ήταν το φτωχό παιδί από την κακοτράχαλη ύπαιθρο που πρόκοψε με τις δυνάμεις του. Που σπούδασε, ανεδείχθη επαγγελματικά, αντιστάθηκε γενναία στη Χούντα. Ο γάμος με την Ντόρα ακολούθησε. Έγινε δε όταν ο πεθερός του εθεωρείτο πολιτικά ξοφλημένος...
Συνέβαινε και κάτι ακόμα, ευρύτερο. Κατά τη δεκαετία του 1990 και του 2000 -ίσαμε τη χρεοκοπία του 2009-, τα μικρομεσαία στρώματα, η ραχοκοκκαλιά της ελληνικής κοινωνίας, απολάμβαναν μια πρωτοφανή ευμάρεια. Η τόσο συκοφαντημένη εποχή του "life style” έκανε τούς πάντες σχεδόν αισιόδοξους, χαρούμενους, δοσμένους στις μικρές και τις μεγάλες απολαύσεις, οι οποίες ήταν ήδη εδώ. Πομφόλυγας, θα μού πείτε. Φούσκα. Και τι με αυτό, εφόσον ο κόσμος τότε πίστευε και γλεντούσε;
Στα ‘90ς και στα ‘00ς, ο εκδικητικός μεσσιανισμός της "17 Νοέμβρη" φάνταζε οριστικά παρωχημένος. Ποιος νοιαζόταν για τις προκηρύξεις τους; Ποιος δεν τούς θεωρούσε κάτι εγκληματικά ψώνια που πυροβολούσαν από κόμπλεξ; Εξ’ου και όταν συνελήφθησαν, στην κοινή γνώμη φάνηκαν "ανθρωπάκια". Κατώτεροι πάσης προσδοκίας. Η κοινή γνώμη, στην πραγματικότητα, αποτροπίαζε αναγνωρίζοντας στους καθ’ημάς "αντάρτες πόλεων" τη χειρότερη εκδοχή του εαυτού της.
Η οποία χειρότερη εκδοχή βρυκολάκιασε στις πλατείες της "Αγανάκτησης". Με τις κρεμάλες, με τις μούτζες στη Βουλή, με τους προπηλακισμούς όσων δεν συμμερίζονταν την αντίληψη ότι αρκεί να σκίσουμε τα μνημόνια για να εξαφανίσουμε το πρόβλημα. Ο ηθικολόγος λαϊκισμός -που κυριάρχησε και που κυβέρνησε από το 2015 μέχρι το 2019- ένοιωθε τον Δημήτρη Κουφοντίνα πεπτωκότα άγγελο. Πεπλανημένο σύντροφο. ("Ένοπλους συντρόφους" είχε προσφωνήσει, πολλά χρόνια νωρίτερα, τα μέλη της "17 Νοέμβρη" ένας καλός δημοσιογράφος…) Τού έδινε άδειες από τη φυλακή, τον ανεχόταν να σουλατσάρει στο κέντρο της Αθήνας. Συγκεκριμένοι κύκλοι τον αντιμετώπιζαν σχεδόν σαν γκουρού.
Κανένα θαύμα δεν διαρκεί. Την επομένη των εκλογών του 2019, έγινε σαφές στον Κουφοντίνα ότι επέπρωτο να περάσει τα υπόλοιπα χρόνια του πίσω απ’τα κάγκελα δίχως ανάπαυλες-ανάσες, φωταγωγημένες από τα τηλεοπτικά κανάλια. Το πολύ να αποφυλακιζόταν όταν θα είχε εντελώς στραβογεράσει, με την ατιμωτική για τον ίδιο αιτιολογία της ανήκεστης βλάβης. Αφόρητη μία τέτοια προοπτική. Η απόδραση στους ουρανούς, η απεργία πείνας μέχρις εσχάτων αποτελούσε τη μόνη λύση του. Έμενε να βρεθεί το πρόσχημα.
Τι κάνει εδώ και εβδομάδες ο Δημήτρης Κουφοντίνας; Κρατάει ένα μαχαίρι και απειλεί να κόψει τον λαιμό του για να λεκιάσει με το αίμα του τη δημοκρατία.
Φαντασιώνεται ηδονιζόμενος την κηδεία του. Να τον τυλίξουν με κόκκινα λάβαρα και να ορκιστούν στο ξόδι του γδικιωμό. Να περάσει στην Ιστορία με γράμματα μεγαλύτερα από τους ηγέτες της μεταπολιτευτικής Αριστεράς - τον Φλωράκη, τον Κύρκο, τον Μίκη Θεοδωράκη, οι οποίοι είχαν διαρρήδην αναθεματίσει τη δράση του. Η νόμιμη, συγκροτημένη, πεπαιδευμένη Αριστερά στάθηκε ο μεγαλύτερος εχθρός της τρομοκρατίας. Διότι όχι απλώς είχε στο πετσί της τις μνήμες του Εμφυλίου μα και τις είχε επεξεργαστεί και είχε αντλήσει ορθά συμπεράσματα...
Στη θέση της κυβέρνησης -το λέω ευθαρσώς- θα φρέναρα τη μακάβρια απόδραση που αποπειράται ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Θα επινοούσα ένα νομικό τερτίπι για να τον πείσω να δεχθεί τροφή, να τον συνεφέρω και να τον επιστρέψω στο κελί του – τι στον Κορυδαλλό, τι στον Δομοκό; σιγά τη διαφορά... Ένας κίνδυνος υπάρχει. Ότι εν ευθέτω χρόνο, ο Κουφοντίνας θα ξανάκανε τα ίδια. Όπως ο Πέπε, το Ισπανάκι στον Αστερίξ, που κάθε λίγο κρατάει την ανάσα του και απειλεί να σκάσει.
Άλλο όμως με εντυπωσιάζει εξαιρετικά δυσάρεστα. Πώς τόσοι νέοι άνθρωποι - γεννημένοι στο γύρισμα της χιλιετίας- εντυπωσιάζονται, συγχωρούν, είναι έτοιμοι να αγιοποιήσουν τον Δημήτρη Κουφοντίνα.
Δεν έχουν δει -θα πείτε- όπως είδα εγώ το αίμα τού Παύλου Μπακογιάννη, νωπό, στο πεζοδρόμιο της οδού Ομήρου... Δεν ξέρουν καν τι σημαίνει ταξική σύγκρουση, οι "αγωνιστικές" τους μνήμες είναι οι καταλήψεις στα σχολεία –"ρόδα, τσάντα και κοπάνα"- και τα μπάχαλα στα Εξάρχεια.
Και όμως, ο λόγος, η παρουσία συνολικά του Κουφοντίνα είναι τόσο εκτός εποχής, τόσο εκτός θέματος...
Ενώ η ψηφιακή επανάσταση επελαύνει. Ενώ οι αναδυθείσες οικονομίες και ελίτ της Κίνας, της Ινδίας απειλούν να κυριαρχήσουν στον πλανήτη. Ενώ η καθημερινότητα μεταμορφώνεται ραγδαία - και πριν και μετά από την πανδημία… Κάποιοι έχουν για σημείο αναφοράς ένα φάντασμα του Ψυχρού Πολέμου! Και με το πρόσχημα τού ανθρωπισμού (ο οποίος τούς λείπει εντελώς σε πλείστες άλλες περιπτώσεις) ετοιμάζονται -σε περίπτωση θανάτου του- να κάψουν την Αθήνα.
Θα ήταν κωμικοτραγικό, αν δεν ήταν τόσο θλιβερό. Για τους ίδιους. Νοσταλγία για κάτι που δεν υπήρξε ποτέ. Στρουθοκαμηλισμός, φόβος να αντικρύσεις κατάματα το σήμερα, το αύριο που καλπάζει κατά πάνω σου.
Τι χειρότερο από το να είσαι είκοσι-τριάντα χρονών και η Ιστορία να σε έχει κιόλας ξεπεράσει;
* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας
Πηγή: capital.gr
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr