Θέλω να σας το δώσω με μια εικόνα. Να σας το ζωγραφίσω, που λένε. Πείτε πως είναι μία από τις ημέρες που έχω τα νεύρα μου. Αυτές οι ημέρες ολοένα και σπανίζουν πλέον –ιδίως από τότε, προ τετραετίας, που ένα παρά τρίχα μοιραίο καρδιακό επεισόδιο σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση κόντεψε να με στείλει κάτω από το γρασίδι.
Έκτοτε, οι γιατροί με συμβούλευσαν να μην νευριάζω για ψύλλου πήδημα και να επισπεύσω περαιτέρω την αναχώρησή μου για τους επουράνιους λειμώνες, μια αναχώρηση που έτσι κι αλλιώς, μετά το καρδιακό επεισόδιο, έχω επισπεύσει ήδη αισθητά. Ωστόσο, επειδή ο εκνευρισμός, όπως στο γνωστό ανέκδοτο με το σκορπιό και το βάτραχο, είναι "στη φύση μου", αραιά και πού παρασπονδώ και γράφω τις ιατρικές συμβουλές εκεί που δεν πιάνει μελάνι.
Πείτε λοιπόν –επανέρχομαι στην εικόνα- πως είναι μία από αυτές τις ημέρες. Βρίσκομαι στο σπίτι μόνος μου και τρώγομαι με τα ρούχα μου. Μου φταίνε όλοι και κανένας. Θέλω κάπου να ξεσπάσω. Μια ασθενική φωνή λογικής, που ακούγεται από το πίσω μέρος του μυαλού μου ακόμη και όταν είμαι έξω φρενών, μου συνιστά να μην ξεσπάσω πάνω στα έπιπλα και πληρώσω αύριο ακριβά την ενστικτώδη παρόρμησή μου.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή χτυπάει το κουδούνι. Ανοίγω την πόρτα και αντικρίζω έναν πρόσχαρο κύριο με ένα πλατύ επαγγελματικό χαμόγελο. Θα μπορούσε να είναι πλασιέ –και, υπό μία έννοια, είναι.
Κρατάει ένα ντοσιέ και, το πιο περίεργο, δείχνει να είναι ενήμερος για τη ψυχολογική μου ταραχή, λες και όλη αυτή την ώρα στεκόταν έξω από την πόρτα μου και αφουγκραζόταν τον ηλεκτρισμό στην ατμόσφαιρα.
Ξεφυλλίζει το ντοσιέ του και, δίχως λεπτό να αποχωρίζεται το επαγγελματικό του χαμόγελο, μου προτείνει μια σειρά από λύσεις εκτόνωσης: ένα Ούζι, ένα Καλάσνικοφ, μια καραμπίνα, ένα περίστροφο… Μήπως προτιμώ κάτι λιγότερο δραστικό; Ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ, ας πούμε, σαν αυτά που προμόταρε ο βουλευτής της Χρυσής Αυγής Ηλίας Παναγιώταρος σε μια συνέντευξή του στην αυστραλιανή τηλεόραση προ δεκαετίας –"είναι τόσο διαδεδομένο το μπέιζμπολ στην Ελλάδα;", ρωτούσε έκπληκτος ο δημοσιογράφος-, ένα στειλιάρι, μια σιδερογροθιά, μια βόμβα Μολότοφ ή μια ναυτική φωτοβολίδα; Στην εύλογη απορία μου εναντίον ποίου να χρησιμοποιήσω όλο αυτό το οπλοστάσιο, ο πάντοτε χαμογελαστός και σταθερά ετοιμόλογος πλασιέ θα μου αποκρινόταν: "Α, δεν έχει σημασία. Εναντίον της γυναίκας σας όταν θα επιστρέψει από το γραφείο της. Της κόρης σας μόλις γυρίσει από
το λύκειο. Του γιου σας στο απογευματινό σας ραντεβού. Του γείτονα. Ακόμη κι εναντίον του πρώτου τυχόντα περαστικού που θα σημαδέψετε από το μπαλκόνι σας".
Ήμουνα νιος και γέρασα. Εδώ και πάνω από σαράντα χρόνια βρίσκομαι στο ίδιο έργο θεατής. Ακούω και ξανακούω το ίδιο τροπάρι: την οπαδική βία και τα μέτρα εναντίον της οπαδικής βίας. Διαβάζω μακροσκελή σεντόνια στους υπότιτλους για όλους τους συντελεστές της εξίσωσης –τους εγκεφαλικά ακατοίκητους χούλιγκαν, τους καθοδηγητές τους, τους υψηλά ιστάμενους καθοδηγητές των καθοδηγητών τους- και, καθώς βγαίνω από την κινηματογραφική αίθουσα, αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να μας διαφεύγει (ή να καμωνόμαστε ότι δεν την βλέπουμε) η κύρια μεταβλητή: η πρόσβαση.
Η ευκολία στην πρόσβαση. Ο πρόθυμος πλασιέ στην είσοδο. Δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή ποιος σοφός είχε δώσει τον ιδανικό ορισμό για τη νοημοσύνη του όχλου –"η νοημοσύνη του όχλου ισούται με τη χαμηλότερη νοημοσύνη ενός μέλους του, διαιρεμένη με τον αριθμό των μελών που τον απαρτίζουν"- αλλά ακόμη κι έτσι, ένας άοπλος όχλος δεν συγκρίνεται σε επικινδυνότητα με έναν όχλο που έχει ευκολία πρόσβασης σε οπλισμό ανάλογη με τη δική μας για ραδίκια στο διπλανό μπακάλικο. Νομίζω.