Ελάχιστοι ανάμεσά μας θα βρεθούν να διαφωνήσουν ότι το 1974 ήταν για την Ελλάδα μια συγκλονιστική χρονιά. Κατ’ αρχάς μηδένισε το κοντέρ μιας επτάχρονης δικτατορίας που πολλοί -ιδίως ύστερα από τη "σκληρή" αναδίπλωση του Ιωαννίδη- πίστευαν πως θα κρατούσε ακόμη καμιά τριανταριά χρόνια, σύμφωνα με τα "δεδικασμένα" του Φράνκο και του Σαλαζάρ (λησμονούμε συνήθως ότι εκείνον τον καιρό η μεσογειακή Ευρώπη δεν είχε ούτε μία, ούτε δύο, αλλά τρεις δικτατορίες και με την Ιταλία στο τσακ, παρά τρίχα τέσσερις). Κατά δεύτερον εγκαινίασε την περίοδο της Μεταπολίτευσης, την πιο μακρόβια και θαλερή περίοδο δημοκρατίας από συστάσεως του ελληνικού κράτους.
Καμία άλλη χρονιά δεν συμπύκνωσε με τόσο δραματικό τρόπο την "ύβριν" και την "νέμεσιν", την τραγωδία και την κάθαρση, με προπομπό το προηγούμενο έτος την εξέγερση του Πολυτεχνείου (μια εξέγερση που μπορεί να μην "έριξε" το καθεστώς, αλλά εμπόδισε αποτελεσματικά τη μετεξέλιξη της παπαδοπούλειας "φιλελευθεροποίησης" με το πείραμα Μαρκεζίνη σε κολοβό κοινοβουλευτισμό α λα Τούρκα) και φυσικά με το αίμα της Κύπρου. Χωρίς αυτό το αίμα ίσως να εξακολουθούσαμε μέχρι σήμερα να συζητάμε εάν και υπό ποίες προϋποθέσεις ο στρατός δικαιούται να μπαινοβγαίνει στους στρατώνες.
Μολαταύτα, εάν ανατρέξουμε στις ταινίες της εποχής, θα μείνουμε μάλλον με την εντύπωση ότι ήταν μια τετριμμένη χρονιά, έως και βαρετή μη σας πω. Από τη μια μεριά είχαμε τον παλιό εμπορικό κινηματογράφο, έναν κινηματογράφο που ψυχορραγούσε (κυρίως μετά από το μοιραίο χτύπημα της ακόμη τότε κρατικής τηλεόρασης), σύντομα θα ακολουθούσε στο μνήμα τον σημαντικότερο στυλοβάτη του (ο Φιλοποίμην Φίνος πέθανε τον Ιανουάριο του 1977) και δεν θα γνώριζε νεκρανάσταση παρά είκοσι χρόνια αργότερα, με τη βοήθεια αυτή τη φορά της ιδιωτικής τηλεόρασης και αφού πρώτα περνούσε από το σκοτεινό τούνελ των βιντεοταινιών: ένας κινηματογράφος ανάλαφρος, επιδερμικός, ενίοτε σαχλός, που μεταπολιτευτικά πασπάλιζε την "απολιτική" θεματολογία του με ψήγματα ανώδυνης "πολιτικοποίησης" (χαρακτηριστικό δείγμα το "Ένα τανκς στο… κρεβάτι μου" που γύρισε το 1975 ο Γιάννης Δαλιανίδης). Από την άλλη μεριά, είχαμε τον παραμορφωτικό φακό ενός "στρατευμένου" κινηματογράφου που σε παραμύθιαζε ότι η Ελλάδα ήταν η πιο κομμουνιστική από τις κομμουνιστικές χώρες του πλανήτη, ασχέτως εάν η κομμουνιστική Αριστερά είχε αποσπάσει στις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές το λυμφατικό 9,5%· το γεγονός, μάλιστα, ότι είχε κατέβει ως "Ενωμένη", μόλις έξι χρόνια μετά τη διάσπασή της κι ενόσω το χάσμα ανάμεσα στα δύο κομμουνιστικά κόμματα φάνταζε πιο αβυσσαλέο από ποτέ, προσέδιδε στην ειρωνεία μια πρόσθετη σουρεαλιστική διάσταση.
Το κερασάκι όμως στην τούρτα ήταν ένας υποτιθέμενος "στοχαστικός" κινηματογράφος, κάπως σαν "μουσική δωματίου" -τουλάχιστον στην πρόθεση- που δοκίμαζε τις αντοχές του νευρικού μας συστήματος με στατικά κάδρα σχοινοτενούς διάρκειας, ερμηνείες ηθοποιών με το απλανές βλέμμα τους καρφωμένο στο φακό (το διαβόητο συναισθηματικά αποστασιοποιημένο "μπρεχτικό" παίξιμο) και μονολόγους ξεπατικωμένους από μεταφράσεις δοκιμίων του Ντεριντά, των τυπογραφικών αβλεψιών μη εξαιρουμένων. Είναι αυτός ακριβώς ο κινηματογράφος, με την αδρή και ουσιαστικά ανεξέλεγκτη χορηγία του κρατικού Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, σε συνδυασμό με τον "στρατευμένο" (συχνά προχωρούσαν α λα μπρατσέτα), που υποκίνησε τον Διονύση Σαββόπουλο το 1983 για να γράψει τους έκτοτε δημοφιλείς στίχους: "Οι εμπνεύσεις μου είναι γλωσσοδέτες/ νιώθω συχνά σαν τους τριγύρω σκηνοθέτες/ που οδηγήσαν μια γενιά/ στα πιο βαθιά χασμουρητά".
Μια απλή αντιπαραβολή με κινηματογραφικά επιτεύγματα σε άλλες πολύπαθες χώρες –όπως την Ιρλανδία, το Ιράν ή τη Ρουμανία- δεν μπορεί παρά να μας εκμαιεύσει μελαγχολικά συμπεράσματα. Μήπως κάτι τρέχει με το νερό που πίνουμε; Δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά για το νερό, αλλά είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ευθύνεται κάποιας μορφής πνευματική νωθρότητα.
Η περιλάλητη ιδεολογική ηγεμονία –κατ’ άλλους, αλαζονεία ή/και αυταρέσκεια- της Αριστεράς, επικουρούμενη από την ενσυνείδητη ιδεολογική φυγομαχία της Δεξιάς, συνέβαλαν ώστε η ποιότητα του δημοσίου διαλόγου στην Ελλάδα να παραμείνει σταθερά υποβαθμισμένη και αφόρητα προβλέψιμη. Δεν ξέρω, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα και πιθανόν να κρίνω εξ ιδίων τα αλλότρια, αλλά μου είναι πλέον των αδυνάτων αδύνατον να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά στα συντριπτικά περισσότερα από τα προεκλογικά τηλεοπτικά πολιτικά πάνελ. Δεν είναι επίσης διόλου τυχαίο ότι γίνονται viral στο YouTube μονάχα εκείνα τα αποσπάσματα όπου οι υποψήφιοι πολιτευτές χάνουν τη ψυχραιμία τους, ξεγλιστρούν από τον ταρτούφικο καθωσπρεπισμό του κομματικού τους ποιήματος και περιλούζουν με ακατονόμαστα υβρεολόγια τους πολιτικούς τους αντιπάλους· θα έλεγες ότι οι τηλεθεατές, σαν συμπλεγματικά σχολιαρόπαιδα, αναμένουν πώς και πώς τη "βρόμικη" λέξη που θα γαργαλίσει την προσοχή τους.
Εξίσου σημαντική είναι και η "πλάνη του αχυρανθρώπου", μια τεχνική γνωστή εδώ και δεκαετίες τόσο στη ψυχολογία όσο και στην πολιτική επιστήμη: πώς να αγνοείς επιδεικτικά τον πραγματικό πολιτικό αντίπαλο που στέκεται απέναντί σου, να κατασκευάζεις στη θέση του έναν "αχυράνθρωπο" (να τον κατεβάζεις στο ιδεολογικό σου ανάστημα, με άλλα λόγια, να τον καθιστάς ευάλωτο στο όποιο επαρκές ή ανεπαρκές οπλοστάσιο επιχειρημάτων διαθέτεις) και σε αυτό το "σκιάχτρο" να επιτίθεσαι με όλες σου τις δυνάμεις.
Εάν όμως στη θέση δύο αληθινών πολιτικών μονομάχων παρακολουθούμε επί ώρες, μέρα μπαίνει – μέρα βγαίνει, να σκιαμαχούν δύο μαριονέτες που διαγκωνίζονται ποια από τις δύο θα αμολήσει την πιο αναμενόμενη κοινοτοπία ή θα εκτοξεύσει την πιο πομπώδη πομφόλυγα, αργά ή γρήγορα (και συνήθως γρήγορα) τα βλέφαρά μας θα βαρύνουν. Στοιχειώδες.