Λίγο μετά τον εμφύλιο, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ ταξίδεψε στη Μάνη. Περπατώντας εννοείται. Φθάνοντας αργά σε ένα χωριό, ίσως ήταν η Βάθεια δεν θυμάμαι - και παρά την προσπάθειά μου δεν κατάφερα να εντοπίσω το καταταλαιπωρημένο παλαιό βιβλίο από τις εκδόσεις Penguin στη βιβλιοθήκη μου - και το μόνο διαθέσιμο κατάλυμα ήταν η οροφή ενός μανιάτικου πύργου, στον οποίο έμενε μια χήρα με τα παιδιά της. Πού αλλού να τον έβαζε να κοιμηθεί; Τι θα έλεγε το χωριό;
Η γυναίκα έβγαζε τα προς το ζην μαζεύοντας αλάτι με το κουτάλι από τα βράχια. Πουλούσε το αλάτι για λίγες δεκάρες το κάθε σακί. Ζούσε δηλαδή στην απόλυτη φτώχεια, αλλά ίσως όχι και πολύ χειρότερα απ' ότι οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού. Καθώς ο Φέρμορ βολευόταν στην ταράτσα - από πάνω του είχε τον απέραντο ουρανό και μπροστά του τη θέα στη θάλασσα - είδε στο βάθος ένα κρουαζιερόπλοιο με τα φώτα του. Ίσως να ακουγόταν και η μουσική.
Είχαν αρχίσει τα πρώτα δρομολόγια προς Κύπρο και Ισραήλ. Και αναρωτήθηκε για το πόσο πολύ διέφερε η ζωή των ανθρώπων στη Μάνη, σε σχέση με τους ταξιδιώτες και τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, που είχαν αρχίσει να γεύονται τις απολαύσεις της μεταπολεμικής ανάπτυξης.
Αργότερα κατέγραψε τις οδοιπορικές αναμνήσεις του στο βιβλίο του "Μάνη", που ίσως μπορεί να βρεθεί ακόμα ένα αντίτυπο από την ιστορική ελληνική έκδοσή του από τον Κέδρο, ξεχασμένο σε κάποιο καλό βιβλιοπωλείο. Ένα συναρπαστικό βιβλίο που οδήγησε χιλιάδες ανθρώπους τα επόμενα χρόνια να επισκεφθούν την Ελλάδα και ειδικά τη Μάνη, δημιούργησε τον μύθο για το "ελληνικό καλοκαίρι" - το οποίο είχε πρώτος περιγράψει ο Jacques Lacarriere πριν από τον πόλεμο - ενώ για πολλούς από τη δική μου γενιά, ήταν μια εισαγωγή σε μια Ελλάδα που είχε ήδη χαθεί. Μια Ελλάδα πριν από τους τουρίστες, που εμείς αναζητούσαμε επιμόνως αργότερα στις καλοκαιρινές μας διακοπές, αποφεύγοντας τις τουριστικές παραλίες και επιλέγοντας τα πιο μακρινά νησιά και τα πιο μακρινά χωριά.
Ακόμα και σήμερα, επιμένουμε στις ψευδαισθήσεις. Ίσως γιατί είναι συνώνυμο των διακοπών. Η μόνη περίοδος που μας επιτρέπει να ονειρευόμαστε με άνεση χρόνου. Αλλά ίσως και να είναι μέρος της γοητείας των διακοπών.
Ας είμαστε όμως ειλικρινείς. Η γριά κυρία που μας σερβίρει στην ταβέρνα, κατά πάσα πιθανότητα δεν ζει στο νησί όπως θέλουμε να πιστεύουμε, αλλά στον Πειραιά, μαζί με τα παιδιά της και γυρίζει στο χωριό μόνο για την τουριστική σαιζόν. Η σαλάτα που μας σερβίρει, η νόστιμη και κατακόκκινη ντομάτα που τσιμπάμε όλοι μαζί μέσα από το πιάτο βγάζοντας στεναγμούς απόλαυσης, δεν είναι από το μποστάνι της όπως νομίζουμε, αλλά έρχεται από τον Πειραιά, μαζί με όλα τα άλλα προϊόντα που βρίσκουμε σε αφθονία στο νησί. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά; Υπάρχει ντόπια παραγωγή σε κανένα από τα νησιά του Αιγαίου που να μπορεί να συντηρήσει τους χιλιάδες τουρίστες; Ακόμα και οι αστακοί στο διπλανό τραπέζι, κατεψυγμένοι από την αρχή της σαιζόν που επιτρέπεται το ψάρεμα του αστακού είναι, αν δεν είναι εισαγωγής. Όπως είναι σίγουρα εισαγωγής και κατεψυγμένες, κατ' ευθείαν από τις θάλασσες της νοτιοανατολικής Ασίας, οι γαρίδες που απολαμβάνουν μαζί με μακαρόνια οι Έλληνες παραδίπλα, νομίζοντας ότι καταναλώνουν ό,τι πιο φρέσκο βγάζει η ελληνική θάλασσα.
Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Οι αριθμοί του τουρισμού δεν το επιτρέπουν. Και μπορεί εμείς να θέλουμε να ονειρευόμαστε ακόμα απλούς ανθρώπους αμόλυντους από τον τουρισμό, χωριά μέσα στη φύση, την απόλυτη σιωπή που διακόπτει μόνο το θρόισμα των φύλλων και το κύμα της θάλασσας, τρόφιμα κατ' ευθείαν από το χωράφι και ψάρια κατ' ευθείαν από τον ψαρά - μπορεί ενίοτε και να τα βρίσκουμε μάλιστα με λίγη τύχη και επίμονο ψάξιμο - αλλά το ελληνικό καλοκαίρι που ζούμε, ακόμα και εμείς που έχουμε διακόψει κάθε σχέση με την Πάρο και τη Σαντορίνη εδώ και δεκαετίες και επιμένουμε στα καράβια που κάνουν ταξίδι και 8 και 10 ώρες για να μας φθάσουν στον προορισμό μας, το ελληνικό καλοκαίρι που ζούμε, ακόμα και εκεί μακριά που φθάσαμε και φέτος, είναι ένα τουριστικό προϊόν. Δεν είναι η Ελλάδα του Φέρμορ.
Και αυτό το προϊόν χρειάζεται προστασία, όπως κάθε σοβαρή εταιρεία προστατεύει το trade mark των προϊόντων της. Αν το άρωμα που επιλέγεις, σου επιτρέπει να ονειρεύεσαι ότι ζεις τις απολαύσεις της υψηλής αριστοκρατίας, προφανώς θα έχει και υψηλή τιμή και δεν θα το βρίσκεις στα σούπερ μάρκετ, αλλά σε επιλεγμένα καταστήματα. Αν θέλουμε να συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε το ελληνικό καλοκαίρι (με ή χωρίς ψευδαισθήσεις), τις καθαρές θάλασσες, τη φύση και το ποιοτικό φαγητό, οφείλουμε να προστατεύσουμε το όνομά του και το περιεχόμενό του.
Η συζήτηση για τον "υπερ-τουρισμό" και τα όρια της τουριστικής ανάπτυξης μόλις ξεκίνησε και σίγουρα δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Το παραλιακό ταβερνάκι που εμείς θέλουμε με λίγα τραπέζια και χωρίς μουσική, ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας ονειρεύεται φυσικά να το επεκτείνει και να προσθέσει τραπέζια - ακόμα και μέσα στη θάλασσα ει δυνατόν - ώστε να αυξήσει το κέρδος του. Δεν τον ενδιαφέρουν οι ονειροπόλοι τουρίστες, αναγνώστες του Λη Φέρμορ, μια χαρά βολεύεται με τα γκρουπς των Άγγλων που θέλουν δυνατή μουσική και μπόλικο αλκοόλ. Ακόμα και μέσα στη θάλασσα. Δεν είναι ένας απαίσιος καταστροφέας των ονείρων μας. Ορθολογιστής είναι. Και ακόμα και αυτή η υπονόμευση του προϊόντος δεν τον ενδιαφέρει πολύ, γιατί αφορά το μέλλον. Και ως γνωστόν στον μέλλον, όλοι μας θα έχουμε πεθάνει.
Γι' αυτό η επιδίωξη της ισορροπίας ανάμεσα στην ανάπτυξη και την προστασία του περιβάλλοντος- το περιβάλλον θα μπορούσε να είναι και συνώνυμο του "ελληνικού καλοκαιριού" - είναι μια δύσκολη διαδικασία, πολύ απλά γιατί συγκρούονται αντίπαλα συμφέροντα.
Ακόμα πιο δύσκολη η συζήτηση για τις τιμές. Διαβάζω πολλούς συναδέλφους για τις υψηλές τιμές στις ταβέρνες και τα μοδάτα εστιατόρια στα νησιά - η φράση "αποδομημένος μουσακάς" έγινε σλόγκαν πλέον - τιμές που κάνουν απαγορευτικές τις διακοπές για τους Έλληνες τουρίστες. Δεν είναι υπερβολή και δεν αφορά μόνο τη Μύκονο. Όσο όμως το τουριστικό προϊόν ανεβαίνει πίστα, ένα διεθνές προϊόν που απευθύνεται σε μια παγκοσμιοποιημένη πελατεία, οι τιμές θα ανεβαίνουν. Πώς να γίνει διαφορετικά; Άλλωστε ακόμα και αν νοσταλγούμε τη "Μαριάννα" που μας πήγαινε κάποτε στα Κουφονήσια, τώρα απολαμβάνουμε τα super fast ferries και ουδείς ονειρεύεται ή προτείνει επιστροφή στο παρελθόν. Και προφανώς η τιμή, είναι διαφορετική.
Η συζήτηση για το τι είδους τουρισμό θέλουμε, πώς θα αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο του υπερτουρισμού έχει ξεκινήσει και είναι θετικό. Η πρώτη αντίδραση της κυβέρνησης Μητσοτάκη στο αίτημα της κοινωνίας των πολιτών να μπει τάξη στο φαινόμενο της αυθαιρεσίας με τις ομπρέλες στις παραλίες ήταν θετική. Αλλά αυτό ήταν ευκολάκι. Οι δύσκολες αποφάσεις είναι μπροστά.