
H σχέση ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία αλλάζει. Οι πολιτικοί στις προηγμένες χώρες βρίσκονται 'εγκλωβισμένοι' σε παράξενες, συχνά τοξικές, συγκρούσεις, αντί να δουλεύουν προς μια οικονομική συναίνεση για το πώς θα ξεφύγουν από μια παρατεταμένη περίοδο χαμηλής και άνισης ανάπτυξης. Αυτή η τάση πρέπει να αντιστραφεί, πριν παραλύσει δομικά τον αναπτυγμένο κόσμο, σαρώνοντας και τις αναδυόμενες οικονομίες.
Προφανώς, η πολιτική φαγωμάρα δεν είναι κάτι νέο. Όμως, μέχρι πρόσφατα, η προσδοκία ήταν ότι αν οι επαγγελματίες οικονομολόγοι έφταναν σε μια τεχνοκρατική συναίνεση γύρω από μια δεδομένη πολιτική προσέγγιση, οι πολιτικοί ηγέτες θα τους άκουγαν. Ακόμα και όταν πιο ριζοσπαστικά πολιτικά κόμματα προσπάθησαν να προωθήσουν μια διαφορετική ατζέντα, ισχυρές δυνάμεις – είτε πρόκειται για ηθική πίεση από τις κυβερνήσεις της G7, τις ιδιωτικές αγορές κεφαλαίων, είτε για τις προϋποθέσεις δανεισμού από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα - σχεδόν πάντα διασφάλιζαν την επικράτηση της συναινετικής προσέγγισης.
η προσδοκία ήταν ότι αν οι επαγγελματίες οικονομολόγοι έφταναν σε μια τεχνοκρατική συναίνεση, οι πολιτικοί ηγέτες θα τους άκουγαν
Στη δεκαετία του 1990 και του 2000, για παράδειγμα, η αποκαλούμενη και Συναίνεση της Ουάσιγκτον κυριάρχησε στην χάραξη πολιτικής, σε πολλά μέρη του κόσμου, καθώς όλοι, από τις Ηνωμένες Πολιτείες ως τις αναδυόμενες οικονομίες, επιδίωξαν την απελευθέρωση του εμπορίου, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη μεγαλύτερη χρήση των μηχανισμών των τιμών, την απορρύθμιση του χρηματοοικονομικού τομέα και δημοσιονομικές και νομισματικές μεταρρυθμίσεις με έμφαση στην πλευρά της προσφοράς. Η υιοθεσία της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον από πολυμερείς οργανισμούς ενίσχυσε την διάδοσή της, προωθώντας την ευρύτερη διαδικασία της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης.
Νέες κυβερνήσεις - ιδιαίτερα εκείνες με επικεφαλής μη-παραδοσιακά κινήματα, που ανέβηκαν στην εξουσία ως αποτέλεσμα δυσφορίας και απογοήτευσης με τα παραδοσιακά κόμματα - μερικές φορές διαφώνησαν με την καταλληλότητα και τη συνάφεια της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον. Όμως, όπως απέδειξε και ο πρόεδρος της Βραζιλίας Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα με την περίφημη στροφή της πολιτικής του, το 2002, η συναίνεση σε μεγάλο βαθμό επικρατούσε. Και συνέχισε να κυριαρχεί μέχρι πρόσφατα, όταν σχεδόν πριν από δύο χρόνια, ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έκανε μια εξίσου αξιοσημείωτη αναστροφή.
Όμως μετά από χρόνια ασυνήθιστα αργής ανάπτυξης, η συναίνεση καταρρέει. Οι πολίτες των προηγμένων χωρών είναι απογοητευμένοι με ένα «κατεστημένο» - συμπεριλαμβανομένων των «ειδικών» για τα οικονομικά, των mainstream πολιτικών ηγετών και των κυρίαρχων πολυεθνικών εταιρειών – το οποίο όλο και περισσότερο κατηγορούν για τις οικονομικές τους ωδίνες.
σχεδόν πριν από δύο χρόνια, ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έκανε μια εξίσου αξιοσημείωτη αναστροφή.
Τα κινήματα εναντίον του κατεστημένου και οι πρωταγωνιστές τους πάτησαν πάνω σε αυτή την απογοήτευση, χρησιμοποιώντας εμπρηστική ακόμα και επιθετική ρητορεία για να κερδίσουν υποστήριξη. Δεν χρειάζεται καν να κερδίσουν τις εκλογές για να διαταράξουν το μηχανισμό μετάδοσης μεταξύ οικονομίας και πολιτικής. Όπως απέδειξε και το Ηνωμένο Βασίλειο, τον Ιούνιο, με την ψήφο για Brexit - μια απόφαση που αψήφησε άμεσα την ευρεία οικονομική συναίνεση παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως συμφέρουσα για την Βρετανία.
Οι πολίτες των προηγμένων χωρών είναι απογοητευμένοι με ένα «κατεστημένο»...που κατηγορούν για τις οικονομικές τους ωδίνες.
Το δημοψήφισμα έγινε για ένα λόγο: το 2013, ο τότε πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον φοβόταν ότι δεν θα έβρισκε ανταπόκριση στη βάση του Συντηρητικού Κόμματος στις γενικές εκλογές του ίδιου έτους. Έτσι 'χάιδεψε' τους ευρωσκεπτικιστές ψηφοφόρους με την υπόσχεση ενός δημοψηφίσματος. Ποια ήταν η πηγή του φόβου για τον Κάμερον; Η πολιτική αναστάτωση που προκλήθηκε από το Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου - ένα κόμμα που εναντιώθηκε στο κατεστημένο, αλλά κατέληξε να κερδίσει μόνο μία έδρα στο Κοινοβούλιο και στη συνέχεια βρέθηκε ακέφαλο και υπό διάλυση.
Τώρα, όπως φαίνεται, έσπασε το φράγμα. Στο πρόσφατο ετήσιο συνέδριο του Συντηρητικού Κόμματος, οι ομιλίες της Πρωθυπουργού Τερέζα Μέι αλλά και μελών του υπουργικού συμβουλίου αποκάλυψαν την πρόθεσή τους να κυνηγήσουν ένα “σκληρό Brexit”, που θα διαλύσει εμπορικές συμφωνίες οι οποίες έχουν υπηρετήσει την οικονομία καλά. Περιλάμβαναν, επίσης, επιθέσεις σε “διεθνείς ελίτ” αλλά και κριτική των πολιτικών της Τράπεζας της Αγγλίας, πολιτικές που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην σταθεροποίηση της βρετανικής οικονομίας στον άμεσο απόηχο του δημοψηφίσματος - δίνοντας έτσι στη νέα κυβέρνηση της Μέι χρόνο για να διαμορφώσει μια συνεκτική στρατηγική για το Brexit.
Αρκετές άλλες προηγμένες οικονομίες αντιμετωπίζουν ανάλογες πολιτικές εξελίξεις. Στη Γερμανία, η εντυπωσιακή απήχηση του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για την Γερμανία σε πρόσφατες πολιτειακές εκλογές φαίνεται ότι ήδη επηρεάζει τη συμπεριφορά της κυβέρνησης.
Στις ΗΠΑ, ακόμη και αν ο Ντόναλντ Τραμπ αποτύχει τελικά να κερδίσει τον Λευκό Οίκο (όπως φαίνεται όλο και πιο πιθανό, δεδομένου ότι, στην τελευταία στροφή αυτής της εξαιρετικά ασυνήθιστης εκστρατείας, πολλοί Ρεπουμπλικανοί ηγέτες έχουν πλέον αποκηρύξει τον υποψήφιο του κόμματός τους), η υποψηφιότητά του πιθανώς να έχει διαρκή αντίκτυπο στην αμερικανική πολιτική σκηνή. Με τη λάθος διαχείριση, το συνταγματικό δημοψήφισμα της Ιταλίας, τον Δεκέμβριο - ένα επικίνδυνο στοίχημα του πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι για να εδραιώσει την υποστήριξη στο πρόσωπό του- θα μπορούσε να αποτύχει, όπως ακριβώς και το δημοψήφισμα του Κάμερον, προκαλώντας πολιτική αναστάτωση και υπονομεύοντας την αποτελεσματική δράση για αντιμετώπιση των οικονομικών προκλήσεων της χώρας.
Μην κάνετε λάθος: υπάρχουν σταθερές και αξιόπιστες επιλογές πολιτικής. Μετά από χρόνια μέτριας οικονομικής απόδοσης, υπάρχει ευρεία συμφωνία ότι είναι απαραίτητη η μετατόπιση μακριά από την υπερβολική εξάρτηση από αντισυμβατικές νομισματικές πολιτικές. Όπως το έθεσε και η Γενική Διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, “οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να είναι οι μόνοι παίκτες”.
Και όμως υπήρξαν. Όπως υποστηρίζω στο βιβλίο The Only Game in Town, που εκδόθηκε τον Ιανουάριο, οι χώρες χρειάζονται μια πιο ολοκληρωμένη πολιτική προσέγγιση, με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις υπέρ της ανάπτυξης, πιο ισορροπημένη διαχείριση της ζήτησης (συμπεριλαμβανομένων των υψηλότερων φορολογικών δαπανών για υποδομές) και καλύτερο συντονισμό της διασυνοριακής πολιτικής και αρχιτεκτονικής. Υπάρχει επίσης ανάγκη, όπως δείχνει η παρατεταμένη ελληνική κρίση, για την αντιμετώπιση των σοβαρά υπερχρεωμένων θυλάκων, οι οποίοι μπορεί να έχουν επιπτώσεις που εκτείνονται πολύ πέραν όσων επηρεάζονται άμεσα.
Η ανάδυση μιας νέας συναίνεσης γύρω από όλα αυτά είναι καλά νέα. Όμως, στο σημερινό πολιτικό περιβάλλον, η μετάβαση από τη συναίνεση στη δράση μπορεί να έρθει πολύ αργά, στην καλύτερη περίπτωση. Ο κίνδυνος είναι ότι, καθώς η κακή πολιτική θα καπελώνει τα ορθά οικονομικά, η λαϊκή οργή και απογοήτευση θα αυξηθούν, καθιστώντας την πολιτική ακόμη πιο τοξική. Μπορούμε να ελπίζουμε ότι φωτισμένες πολιτικές ηγεσίες θα πάρουν τα ηνία εγκαίρως για να κάνουν τις απαραίτητες διορθώσεις, πριν τα σαφή σημάδια μιας οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης τους αναγκάσουν να επέμβουν για να ελαχιστοποιήσουν τη ζημιά.
*Ο Μοχάμεντ Ελ Εριάν είναι πρόεδρος του Διεθνούς Συμβουλίου Ανάπτυξη που δημιούργησε ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα και οικονομικός σύμβουλος της Allianz
ΠΗΓΗ: Project Syndicate
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr