X

Τον καιρό του "λογιστή"

Ο Πέτρος Τατσόπουλος για τον Κώστα Σημίτη, τον Άκη Τσοχατζόπουλο, τον Ευάγγελο Βενιζέλο και το ευρώ

Γράφει: Πετρος Τατσοπουλος

Πριν από είκοσι χρόνια, αρχές Φεβρουαρίου του 2005, παρουσίασα στον "Ιανό" της Θεσσαλονίκης το μυθιστόρημά μου "Τιμής ένεκεν". Είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Καστανιώτη τρεις μήνες νωρίτερα και από την πρώτη στιγμή είχε εκληφθεί, τόσο από τους κριτικούς λογοτεχνίας όσο και από τους δημοσιογράφους του πολιτιστικού ρεπορτάζ, ως roman à clef [μυθιστόρημα με κλειδί] –όπως αποκαλούν οι Γάλλοι τα μυθιστορήματα όπου, κάτω από προσχηματικές φανταστικές περσόνες, κρύβονται υπαρκτά πρόσωπα.

Η πιο "διάτρητη" από αυτές τις περσόνες στο "Τιμής ένεκεν" ήταν του Βασίλη Διαμαντάκου, υποτιθέμενου υπουργού Πολιτισμού. Παρότι είχα ανακατέψει στο μίξερ αρκετά μυθοπλαστικά στοιχεία μαζί με τα πραγματικά, ακόμη κι ένας στοιχειωδώς ενημερωμένος αναγνώστης αντιλαμβανόταν ότι "φωτογράφιζα" τον τέως υπουργό Πολιτισμού Βαγγέλη Βενιζέλο (στο ένα από τα επτά υπουργεία που είχε προλάβει να θητεύσει προτού καν πενηνταρίσει) και η "φωτογραφία" του δεν ήταν διόλου κολακευτική, κάτι για το οποίο μετάνιωσα όταν έτυχε αργότερα να τον γνωρίσω καλύτερα, τόσο εντός όσο κι εκτός βουλής (πέραν των άλλων, ήταν και προσφιλής καθηγητής της γυναίκας μου στο Αριστοτέλειο).

Εν πάση περιπτώσει, την ημέρα της παρουσίασης στη Θεσσαλονίκη, συνόδευε το βιβλίο η όχι εντελώς άδικη φήμη του βιτριολικού "αντιβενιζελικού" λιβελογραφήματος, με αποτέλεσμα να σκάσουν μύτη στον "Ιανό" και πολιτικοί παράγοντες που ολοφάνερα δεν "συμπαθούσαν" τον Βαγγέλη, με πρώτους και καλύτερους τους εσωκομματικούς του αντιπάλους. Primus inter pares, ένας ευσταλής και ευειδής εξηνταπεντάρης, το αρχέτυπο του γόη με τους γκρίζους κροτάφους (δεν τον συνέκριναν τυχαία οι εφημερίδες στο εξωτερικό με τον θρυλικό "ωραίο Μπρούμελ") που, εκείνες τις ημέρες, συμπεριφερόταν δημόσια ως το εσωκομματικό "αντίπαλον δέος" του Βενιζέλου: ο Άκης Τσοχατζόπουλος.

Εξωστρεφής, ενθουσιώδης και ανοιχτόκαρδος –κυριολεκτικά "η ψυχή του πάρτι"- ο Άκης μας ακολούθησε και στο "τραπέζωμα" μετά την παρουσίαση. Έχω μείνει με την εντύπωση ότι απογοητεύτηκε κάπως μόλις διαπίστωσε ότι ο "αντιβενιζελισμός" μου δεν σήμαινε αυτομάτως ότι είμαι "τσοχατζοπουλικός" (δεν ήμουν ούτε καν ΠΑΣΟΚ, ρε φίλε, για όνομα), μα φρόντισε να μην χαλάσει το κέφι της παρέας με την απογοήτευσή του και σίγουρα, έπειτα από τη χιονοστιβάδα των αποκαλύψεων που τον καταπλάκωσε την επόμενη δεκαετία και σημάδεψε με τόσο σκληρό τρόπο το πεπρωμένο του, δεν θα του απέμεινε όρεξη ή/και περιθώριο ενασχόλησης με τόσο ασήμαντες απογοητεύσεις. Εγώ πάλι, πιο ανυποψίαστος το 2005 και από γιουσουφάκι στη Βαγδάτη, αναρωτήθηκα τότε ποια θα ήταν η πορεία του ΠΑΣΟΚ αλλά και της χώρας εάν εννέα χρόνια νωρίτερα δεν είχε χάσει το στέμμα ο "ωραίος Μπρούμελ" στα εσωκομματικά καλλιστεία από το απόλυτο αουτσάιντερ: τον Κώστα Σημίτη. Με τον Ανδρέα Παπανδρέου βαριά άρρωστο (θα πεθάνει το ίδιο καλοκαίρι), ο Τσοχατζόπουλος έχασε από τον Σημίτη σε δύο γύρους: πρώτα τον Ιανουάριο (την πρωθυπουργία) και ύστερα τον Ιούνιο (την προεδρία του κόμματος). Ουσιαστικά όμως έχασε το μοναδικό αδιάβροχο που θα μπορούσε ίσως να τον προστατεύσει κατόπιν από τη μπόρα των σκανδάλων.

Μια φορά όλη κι όλη είχα την ευκαιρία να σφίξω το χέρι του Κώστα Σημίτη, προσκεκλημένος στο Μέγαρο Μαξίμου μαζί με το υπόλοιπο προεδρείο της Εταιρείας Συγγραφέων, αλλά θυμάμαι ακόμη τη χειραψία του ως μία από τις ψυχρότερες στη ζωή μου. Ναι, ο εκλιπών δεν ήταν θερμός άνθρωπος, παρόλο που, δεν μπορεί, όλο και κάποια υπόγεια φλόγα θα ανέβαζε τη θερμοκρασία του, τουλάχιστον τον καιρό που έβαζε βόμβες στο στρατιωτικό καθεστώς. Τον χαρακτήριζε ένα είδος κοινωνικής συστολής, κοινωνικής αμηχανίας, μολονότι ήταν υποχρεωμένος –όπως όλοι οι πολιτικοί του δικού του επιπέδου- να την καταπολεμάει με αυτό που πάλι οι φίλοι μας οι Γάλλοι ονομάζουν "μπάνιο στο πλήθος". Θυμάμαι, ξανά τέτοιες μέρες, χρονιάρες, των Θεοφανίων, είχε κατέβει στον Πειραιά, στην πλατεία του Δημοτικού Θεάτρου, ώστε να ανακατέψει τα μαλλιά σε περαστικούς μπόμπιρες και να εξασφαλίσει μερικά πλάνα "ανθρώπινων στιγμών" για τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων. Ανάμεσα στους μπόμπιρες που ξεμάλλιασε ήταν και ο τότε πεντάχρονος γιος μου Γιάννης που βόλταρε αμέριμνος με τη μητέρα του. Ενόσω καμάρωνε τον εαυτό του στο γυαλί το ίδιο βράδυ, τον ρώτησα δήθεν αδιάφορα: "Πώς σου φάνηκε, μωρό μου, ο πρωθυπουργός μας;". – "Έχει ελιές", απάντησε ο Γιαννάκης αμείλικτος. – "Ευτυχώς που δεν του το είπες", πανικοβλήθηκα και μόνο στην ιδέα.

Ελιές, πράγματι, είχε μπόλικες στο πρόσωπο, αλλά τίποτε άλλο αξιοσημείωτο. Μικρός το δέμας, θα μπορούσε κάλλιστα να περνάει απαρατήρητος, ενόσω την ένρινη φωνή του επιβάρυναν και τα συχνά σαρδάμ που τόσο ανελέητα σατίριζε η αείμνηστη Μαλβίνα Κάραλη: όλοι θυμόμαστε το "μοκέτο". Δεν διέθετε κανένα από τα παραδοσιακά χαρίσματα των "μπαλκονάτων" πολιτικών, συμπεριλαμβανομένης της ρητορικής δεινότητας. Ωστόσο, το χειρότερο ήταν πως ένιωθε "ξένος" μέσα στο ίδιο του το κόμμα, του οποίου είχε υπάρξει ιδρυτικό στέλεχος. Ο Παπανδρέου αυτοπροσώπως τον θεωρούσε "δεξιό" και ανάλογη απαξία για το άτομό του συμμεριζόταν ο διαχρονικός στενός σύμβουλος του Ανδρέα, ο Αντώνης Λιβάνης, καθώς και τα δύο παιδιά του, η Γιώτα και ο Ηλίας, με τα οποία συνεργαζόμουν ένα βραχύ διάστημα ως σύμβουλος εκδόσεων. Τον συνόδευαν όλοι οι περιφρονητικοί χαρακτηρισμοί της εποχής –"κουλτουριάρης", "εκσυγχρονιστής", "διαχειριστής"- με επικρατέστερον τον "λογιστή", συνώνυμο του ανέμπνευστου και του προσωρινού. Άλλωστε, από την οκταετία της δικής του πρωθυπουργίας χρονολογείται ο διχασμός του ΠΑΣΟΚ σε "δεξιό" και "αριστερό", που θα οδηγήσει αργότερα το "δεξιό" ΠΑΣΟΚ στη συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία και το "αριστερό" ΠΑΣΟΚ στην αμάσητη κατάποσή του από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Δεν θα μάθουμε ποτέ τι θα συνέβαινε εάν τότε, το κρίσιμο 1996, ο "ωραίος Μπρούμελ" είχε επικρατήσει του άχαρου "λογιστή", αν και με σχετική ακρίβεια μπορούμε να το εικάσουμε: το "πάρτι" θα είχε παραταθεί πέρα από κάθε ανεκτό όριο και το hangover μετά το "πάρτι" -καθώς και η "λυπητερή"- θα ήταν ασυγκρίτως πιο επονείδιστο. Με τον ίδιο τρόπο που δεν θα μάθουμε ποτέ (όπως μου εκμυστηρεύτηκε ο Βαγγέλης Βενιζέλος πολύ αργότερα) τι θα συνέβαινε εάν βγαίναμε από τη ζώνη του ευρώ το παρά τρίχα μοιραίο καλοκαίρι του 2015, δεν θα μάθουμε ποτέ τι θα συνέβαινε και αν δεν μπαίναμε στη ζώνη του ευρώ. Ειδικά το τελευταίο, μάλιστα, δεν θέλουμε καν να το εικάσουμε.