X

Χωρίς δεύτερο κόμμα

Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα –και άλλα τέτοια στερεότυπα, με τα οποία διαχρονικά σας (μας) έχουν φλομώσει.

Γράφει: Πετρος Τατσοπουλος

Η πολυδιάσπαση του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, με όρους τραγωδίας για τις πληγωμένες αριστερές καρδιές και όρους φάρσας για τις χαιρέκακες δεξιές αντίστοιχες, αφήνει ένα πολιτικό κενό που πλείστοι μνηστήρες καλούνται να καλύψουν. Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα –και άλλα τέτοια στερεότυπα, με τα οποία διαχρονικά σας (μας) έχουν φλομώσει. Οφθαλμοφανές γεγονός πάντως είναι πως ο ζωτικός χώρος που δεν καλύπτεται από την Αριστερά αφήνει τα νώτα του ακάλυπτα στη Δεξιά. Δεν χρειάζεται σπάνιο πολιτικό κριτήριο για να διαπιστώσεις ότι, από τις τραγελαφικές εξελίξεις στο μέτωπο του ΣΥΡΙΖΑ, ωφελείται, όχι μονάχα ο Μητσοτάκης, αλλά και όλοι όσοι διαγκωνίζονται –σπρώχνονται, όπως λέμε στα χωριά μας- εκ δεξιών του.

Τι γίνονται, αλήθεια, αυτά τα παιδιά; Δείχνουμε να τα έχουμε ξεχάσει. Μια από τις παρενέργειες της επικολυρικής Κασσελακειάδας ήταν και ότι απέσπασε την προσοχή μας από τα δρώμενα στην επικράτεια της άκρας δεξιάς. Τα τρία κόμματα που εισήλθαν θορυβωδώς στο ελληνικό κοινοβούλιο τον περασμένο Ιούνιο – οι "Σπαρτιάτες", η "Ελληνική Λύση" (για δεύτερη σεζόν) και η "Νίκη"- αποσπώντας αθροιστικά ένα εκλογικό ποσοστό πρωτοφανές, μην σας πω και σκανδαλώδες για τη μεταπολιτευτική μας δημοκρατία, πέρασαν από τη μια μέρα στην άλλη στο επικοινωνιακό περιθώριο: κανένας δεν ενδιαφέρεται για το τι κάνουν, εάν κάνουν κάτι, εάν αυτό που κάνουν ή δεν κάνουν θα έχει ευρύτερες επιπτώσεις στην αναδιάταξη του κομματικού μας σκηνικού την επόμενη μέρα.

Πράγματι, αυτή η "μαγική εικόνα" (να εξαφανίζεσαι ενόσω βρίσκεσαι στο προσκήνιο) μπορεί να είναι πρωτόφαντη, αλλά κάτι τέτοιο δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι και ανεπιθύμητη από τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Η "Ελληνική Λύση" αναπαύεται στα σταθερά δημοσκοπικά της ποσοστά, πιστή στις δοκιμασμένες παραδοσιακές αρχές "μην κάνεις σήμερα ό,τι μπορείς να κάνεις αύριο" και "δεν φθείρεσαι όταν δεν κάνεις τίποτε". Η "Νίκη" ψάχνει ακόμη να βρει το βηματισμό της και τη σωστή αντικυβερνητική δοσολογία ασκώντας προς το παρόν αντιπολίτευση χαμηλών τόνων, περιορισμένη στην κατακραυγή εναντίον των τηλεοπτικών σειρών που δεν προάγουν τα χρηστά μας ήθη και το υψηλό ορθόδοξο φρόνημα, τύπου "Μάγισσα", "Φόνοι στο Καμπαναριό" και "Milky Way" ("πιο χαμηλά, Λόλα, πιο χαμηλά"· αθάνατε Μαραβέγια).

Τέλος, οι "Σπαρτιάτες" ανάβουν ένα κερί ίσαμε το μπόι του Λεωνίδα –του αρχαίου, του αυθεντικού, του πρόστυχου- διότι, την ώρα ακριβώς που μια κοινοβουλευτική ομάδα παραπέμπεται σύσσωμη (για πρώτη φορά στα ελληνικά χρονικά, αν όχι στα παγκόσμια) ενώπιον της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου προκειμένου να απολογηθεί για προμελετημένη παραπλάνηση του εκλογικού σώματος, η κοινή γνώμη περί άλλων τυρβάζει: εάν και πότε θα σταματήσει το φυλλορρόημα του ΣΥΡΙΖΑ, ποιος άλλος πάμπλουτος θα ενδιαφερθεί για την ηγεσία της ριζοσπαστικής αριστεράς, μπας και κερδίσουν τελικά το κόκκινο στέμμα στη δημοπρασία τα "Jumbo" κ.ο.κ. Τετριμμένες καταστάσεις σε μια χώρα που, κατά βάθος, δεν πήρε ποτέ στα σοβαρά τον εαυτό της.

Πέρα από τα καλαμπούρια, τα δημοσκοπικά δεδομένα είναι αμείλικτα: για πρώτη φορά από το 1974 κι εντεύθεν ξεμείναμε από αξιωματική αντιπολίτευση. Δεύτερο κόμμα, πάπαλα. Μπορεί τυπικά ο ΣΥΡΙΖΑ να διατηρεί αυτόν τον τίτλο μέσα στη Βουλή, ως μελαγχολικό σουβενίρ μιας εκλογικής αναμέτρησης που ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο κοντά και τόσο μακριά ταυτόχρονα, αλλά έξω, σε πραγματικό πολιτικό χρόνο, το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής παίρνει ήδη κεφάλι στην κούρσα και το ΚΚΕ ξεπροβάλλει από τη γωνία.

Μπορεί επίσης αυτή η "σαλαμοποίηση" (για να θυμηθούμε και μια ορολογία από την πέτρινη περίοδο της "Αποστασίας") να βολεύει μια χαρά την κυβέρνηση, αλλά, είπαμε, κενός πολιτικός χώρος δεν υφίσταται, ό,τι δεν θα μπορέσει να καλύψει η ριζοσπαστική αριστερά, θα το καλύψει η άκρα δεξιά. Ήδη τα μηνύματα από την Αργεντινή και την Ολλανδία είναι παραπάνω από εκκωφαντικά. Οι "τρελάρες" και οι "φοβικοί" προελαύνουν. Είναι και αυτό ένα τίμημα που καλείται να πληρώσει η δημοκρατία όποτε αποφασίζει να το τσούξει και λίγο. Κάτι σαν hangover, ας πούμε.