Στις 26 Νοεμβρίου, η Christine Lagarde και ο Luis de Guindos παρουσίασαν την Ετήσια Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΕΚΤ, με μία από τις πιο έντονες προειδοποιήσεις της τελευταίας δεκαετίας. Η χαρακτηριστική φράση ήταν ότι η Ευρώπη παραμένει "προσανατολισμένη σε έναν κόσμο που εξαφανίζεται". Οι προβλέψεις για αύξηση εξαγωγών κατά 8% έως το 2025 έχουν μηδενιστεί, ενώ σύμφωνα με την Eurostat η βιομηχανική παραγωγή της Ευρωζώνης παραμένει στάσιμη, καταγράφοντας μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης μόλις 0,6% μεταξύ 2000–2025.
Το παλιό ευρωπαϊκό μοντέλο ευημερίας — βασισμένο στη μεταποίηση υψηλής ποιότητας, στις εξαγωγές, στην πρόσβαση σε φθηνή ενέργεια και στη σταθερότητα των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας (global supply chains) — δεν τελεί πλέον απλώς υπό πίεση. Είναι παρωχημένο. Η Ευρώπη έχτισε την ανταγωνιστικότητά της πάνω σε συνθήκες που δεν υφίστανται: φθηνό Ρωσικό φυσικό αέριο, ανοιχτό εμπόριο, προβλέψιμη γεωοικονομία και μία Κίνα που λειτουργούσε περισσότερο ως αγορά αντί να ανταγωνίζεται ευθέως. Αυτά έχουν ανατραπεί. Γι’ αυτό, παρά την τεχνολογική επανάσταση, η παραγωγικότητα και η βιομηχανική ισχύς της Ευρωζώνης παραμένουν στάσιμες. Ακόμη και η Γερμανία καταγράφει επίπεδα παραγωγής που θυμίζουν τις αρχές του αιώνα.
Την ίδια στιγμή, οι αγορές κινούνται σαν να βρίσκονται σε παράλληλο σύμπαν. Η Nvidia αύξησε τον τζίρο της κατά 73 δισ. δολάρια μέσα σε έναν χρόνο —αύξηση που ξεπερνά τα ετήσια έσοδα της Morgan Stanley ή της IBM. Η εταιρεία αγγίζει αποτίμηση 5 τρισ. δολαρίων. Παράλληλα, τέσσερις Aμερικανικοί τεχνολογικοί κολοσσοί επενδύουν παραπάνω από 100 δισ.
δολάρια ανά τρίμηνο σε data centers και AI compute, ενώ η OpenAI έχει δεσμεύσει υποδομές άνω του 1,5 τρισ. δολαρίων. Σε αυτό το περιβάλλον, τα animal spirits έχουν επιστρέψει. Ο Keynes χρησιμοποιούσε τον όρο για να περιγράψει την ανθρώπινη τάση στην αισιοδοξία που μετατρέπεται σε ενθουσιασμό — και συχνά σε υπερβολή.
Είναι η ψυχολογία που ωθεί τις αγορές να τρέχουν μπροστά από τα θεμελιώδη, μέχρι να τις προλάβει η πραγματικότητα. Στην τεχνητή νοημοσύνη (Artificial Intelligence – AI), αυτή η δυναμική είναι εμφανής. Η αγορά στηρίζεται σε τεράστιες προσδοκίες γύρω από τα LLM (λ.χ. GPT, Claude, Gemini — δηλαδή μεγάλα γλωσσικά μοντέλα που λειτουργούν βάσει τεράστιων όγκων δεδομένων και απαιτούν εξαιρετικά υψηλή υπολογιστική ισχύ). Αλλά η τεχνολογία κινείται γρήγορα: η κινεζική DeepSeek παρουσιάζει φθηνότερα και ενεργειακά αποδοτικότερα μοντέλα ενώ ο Yann LeCun εγκαταλείπει τη Meta για να αναπτύξει μια τελείως διαφορετική αρχιτεκτονική ("world models"), υποστηρίζοντας ότι τα σημερινά LLMs "δεν οδηγούν στην ανθρώπινη νοημοσύνη". Αν τέτοιες τεχνολογίες ωριμάσουν, ένα σημαντικό μέρος των σημερινών επενδύσεων μπορεί να αποδειχθεί υπερβολικό.
Αυτές οι αλλαγές δεν είναι θεωρητικές. Τα megadeals άνω των 10 δισ. δολαρίων έφτασαν σε ιστορικό ρεκόρ κυρίως σε τεχνολογία και υποδομές AI. Ο Siemiatkowski της Klarna εκφράζει "νευρικότητα" απέναντι στην υπερσυσσώρευση υποδομών AI, ενώ ο Michael Burry έκλεισε το fund του, προειδοποιώντας ότι "η αγορά έχει αποκοπεί από τα θεμελιώδη".
Το μοτίβο ταιριάζει στη διάσημη καμπύλη του Charles P. Kindleberger για τις φάσεις μιας φούσκας: καινοτομία → ευφορία → υπερβολή → ρήγματα → αναστροφή.
Για την Ευρώπη, όμως, ο κίνδυνος είναι βαθύτερος. Αν – ή όταν – το AI-boom διορθωθεί απότομα, οι ΗΠΑ θα εξακολουθούν να διαθέτουν υποδομές, κεφάλαια και τεχνολογική ηγεσία για να επανεκκινήσουν την οικονομία τους. Η Ευρώπη κινδυνεύει διπλά.
1. δεν έχει προλάβει να αναπτύξει σοβαρή εγχώρια και ενδογενή τεχνολογική βάση.
2. η ημιτελής αρχιτεκτονική της ΟΝΕ — χωρίς μία ουσιώδη τραπεζική ένωση, χωρίς ενιαίες και ενοποιημένες κεφαλαιαγορές, σχεδόν μηδενική δημοσιονομική ικανότητα και μια ενιαία αγορά που λειτουργεί με εσωτερικά εμπόδια που, όπως σημειώνει η ίδια η ΕΚΤ, ισοδυναμούν με "αόρατους δασμούς" 100% στις υπηρεσίες και 65% στα αγαθά.
Η ίδια η ΕΚΤ προειδοποιεί ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος δεν είναι μια θεαματική κρίση, αλλά η "σιωπηλή διάβρωση" παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Η ειρωνεία είναι ότι η ανάπτυξη της Ευρωζώνης φέτος ξεπέρασε τις προβλέψεις της ΕΚΤ — αλλά χάρη στην εγχώρια ζήτηση, όχι στην παραγωγικότητα ή την τεχνολογική αναβάθμιση. Η Ελλάδα αποτελεί μικρογραφία αυτής της εικόνας: βραχυπρόθεσμη ανθεκτικότητα, με διαρθρωτικά όρια που προμηνύουν "σιωπηλή διάβρωση".
Από το dot-com έως σήμερα, οι φούσκες δεν ήταν ποτέ απλώς ιστορίες κερδοσκοπίας. Ήταν – και παραμένουν – τεστ θεσμικής ανθεκτικότητας. Οι ΗΠΑ μπορούν να αντέξουν ακόμη και μια περίοδο τεχνολογικής υπερθέρμανσης (τύπου dot-com). Η Ευρώπη όμως όχι — όχι με την υπάρχουσα αρχιτεκτονική.
Γι’ αυτό το θεμελιώδες ερώτημα της εποχής παραμένει απλό και αμείλικτο:
Ζούμε μια νέα φούσκα; Πιθανότατα.
Είναι η Ευρώπη έτοιμη; Ασφαλώς όχι.
Ο Κωνσταντίνος Κανελλόπουλος είναι διδάκτωρ Οικονομολόγος-Πολιτικός Επιστήμων, Postdoctoral Research Fellow & Project Manager, Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα "Ariane Condellis" του ΕΛΙΑΜΕΠ (2024-2025), απόφοιτος του SAIS, The Johns Hopkins University. Συγγραφέας του βιβλίου "ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΕΣ ΧΩΡΙΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑ: από τη χρεοκοπία του 1932 στο τρίτο μνημόνιο — Η Ελλάδα μεταξύ Κρίσης και Μεταρρύθμισης" (εκδ. Παπαζήση), που επίκειται να κυκλοφορήσει το 2026