X

Διονύσης Σαββόπουλος: Η τραγική ειρωνεία πίσω από την ημέρα θανάτου του σπουδαίου τραγουδοποιού

Η 21η Οκτωβρίου υπήρξε μία ξεχωριστή ημερομηνία για τον Διονύση Σαββόπουλο αλλά και την ελληνική μουσική

Γράφει: TheToc team
NDP

Φτωχότεροι αισθανόμαστε από το βράδυ της Τρίτης 21 Οκτωβρίου, όπου ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο δικός μας Νιόνιος έφυγε από τη ζωή, στα 81 του χρόνια. Η 21η Οκτωβρίου υπήρξε μία ξεχωριστή ημερομηνία για τον Διονύση Σαββόπουλο αλλά και την ελληνική μουσική, καθώς μία τέτοια ημέρα, δεκαετίες πριν, είχε κυκλοφορήσει τον εμβληματικό δίσκο "Το περιβόλι του τρελού".

Πίσω στην 21η Οκτωβρίου του 1969, επί Χούντας, ο Διονύσης Σαββόπουλος κυκλοφορεί τη δεύτερη δισκογραφική δουλειά του, με τραγούδια εμβληματικά για τη δισκογραφία, που καθοδηγούσαν σε νέους δρόμους για τους μετέπειτα δημιουργούς και γράφτηκαν μέσα στη φυλακή. Τραγούδια που έγιναν κοινό μας κτήμα και μας έβαλαν στη σκέψη του Διονύση Σαββόπουλου, όπως "Η θεία Μάνου", "Το περιβόλι", "Θαλασσογραφία", "Οι πίσω μου σελίδες", "Η συννεφούλα", "Σαν ρεμπέτικο παλιό", "Είδα την Άννα κάποτε", "Ντιρλαντά", "Τα παιδιά που χάθηκαν", "Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη".

"Το ‘Περιβόλι του τρελού’ το έγραψα στην Ιταλία, ΄68 – ’69. Το στοιχείο που κυβερνά αυτόν τον δίσκο είναι η νοσταλγία. Νοσταλγία όμως για ποιο πράγμα; Για κανένα συγκεκριμένα. Έτσι γενικά, νοσταλγία. Όπως όταν είμαστε άρρωστοι πολύ και νοσταλγούμε, όχι βέβαια τη ζωή που ήμασταν γεροί και άλλο από ρουτίνα δεν ξέραμε, αλλά τη ζωή γενικά, στην πιο καθαρή και υγιή της έννοια", είχε πει σε συνέντευξή του στα τέλη της δεκαετίας του 70'.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος νεαρός - Πηγή Facebook

Μία ημέρα του Οκτώβρη όμως είχε παντρευτεί και τη γυναίκα της ζωής του, την Άσπα. Την 28η Οκτωβρίου του 1969, ο Διονύσης Σαββόπουλος και η Άσπα, ενώθηκαν με τα ιερά δεσμά του γάμου. Εκείνος ήταν 23 ετών και εκείνος 18 ετών. Φέτος, θα γιόρταζαν 58 χρόνια γάμου και όπως αποκαλύφθηκε στην εκπομπή "Πρωινό", ο Διονύσης Σαββόπουλος τις ημέρες που νοσηλευόταν στο ιδιωτικό θεραπευτήριο, ζητούσε να βγει για να γιορτάσει την επέτειο με την οικογένειά του.

Η γυναίκα της ζωής του η Άσπα

Η Άσπα ήταν ο άνθρωπος στον οποίο είχε αφιερώσει την αυτοβιογραφία του "Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα", η οποία κυκλοφόρησε το 2024 από τις εκδόσεις Πατάκη. Στο βιβλίο του, μίλησε ανοιχτά για κεφάλαια της οικογενειακής τους ζωής, τη γνωριμία τους, τον γάμο τους, τις δοκιμασίες που παραλίγο να τους οδηγήσουν στο χωρισμό.

"Ήταν μαθήτρια της τρίτης λυκείου τότε. Αμίλητη και κλειστή σαν όστρακο. Και τόσο όμορφη, που το βράδυ φωσφόριζε. Αλλά εγώ τότε τρέκλιζα ακόμη και μια με τους μπάφους, μια με τις απογοητεύσεις, δεν καταλάβαινα τον ρόλο που θα έπαιζε στη ζωή μου αυτό το πλάσμα.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος με τη γυναίκα της ζωής του

"Με την Άσπα καλά ταιριάξαμε. Κοντεύουμε εξήντα χρόνια παντρεμένοι. Τη θέλω ακόμα"

"Με την Άσπα καλά ταιριάξαμε. Κοντεύουμε εξήντα χρόνια παντρεμένοι. Ισόβια να μας είχαν καταδικάσει, θα μας είχαν πια αφήσει. Αλλά όχι. Τη θέλω ακόμα.

"Πώς είναι να είσαι παντρεμένος τόσα χρόνια;", μας ρωτάνε. "Σκεφθήκατε ποτέ να χωρίσετε;" "Όχι!" λέει αμέσως η Άσπα. Εγώ όμως λέω: " Αχ, Άσπα μου, το σκεφτήκαμε πολλές φορές, γλυκιά μου".

Μερικές φορές κοντέψαμε, αλλά ξαναπέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Κι άλλοτε ήταν μέρες που έπεφτε πάλι βαριά επάνω μας η ταφόπλακα της καθημερινότητας. Δούλευα σε κλαμπ γεμάτα από νεαρές γυναίκες, σεξουαλικά πρόθυμες και επιπλέον ερωτευμένες με τον πρωταγωνιστή. Αισθανόμουν σαν μικρό παιδί που το βάζεις σε ένα δωμάτιο όπου τρέχουν τρενάκια, ρομπότ που μιλάνε, ένα σωρό λουσάτα παιχνίδια, αλλά δεν έπρεπε να αγγίξω τίποτα. Μόνο να βλέπω. Παντρειές μου ήθελες…" σκεφτόμουνα, "να τώρα!”.

Της το χρέωνα ο γελοίος. Μα κι αν μπήκα στον πειρασμό κι αν εξόκειλα καμιά φορά, της το ομολόγησα. Δεν μπορώ να κρατάω μυστικά απ’ τη γυναίκα μου. Με πνίγουν. Τι να κάνω; Της τα λέω όλα. Εξάλλου, άνδρας είμαι, δεν είχα κανένα ελαφρυντικό; Όχι, δεν είχα κανένα ελαφρυντικό. Το άκουγα στην παγερή σιωπή της. Το έβλεπα σ’ αυτό το παγερό πράσινο στο βλέμμα της.

Ήμουν ένα πατριαρχικός τύπος που βασανιζόταν απ’ την ίδια του την πατριαρχικότητα. Έτσι ήμουν τότε. Βουλιάζαμε. Απομακρυνόμασταν και δεν το ομολογούσαμε, για να μην απομακρυνθούμε ακόμα περισσότερο. Το κλαμπ έκλεινε κατά τις τρεις. Δεν μπορούσα να πάω να κοιμηθώ, έπρεπε να σβήσω μηχανές. Πήγαινα με τους μουσικούς για καμιά μακαρονάδα, κανένα ποτό και γυρνούσα σπίτι ξημερώματα.

Αργούσα, κι εσύ μωρό μου, έπαιρνες τηλέφωνο τα στέκια. Σε είχαν μάθει πια όλα τα μπαρ. "Όχι, κυρία Σαββοπούλου, δε φάνηκε απόψε κύριος Διονύσης”. Ξυπνούσα το απομεσήμερο. Εσύ μαγείρευες και περίμενες τα παιδιά να γυρίσουν από το σχολείο, και εγώ κλεινόμουν στο γραφείο με τα ακουστικά και όλο κάτι έγραφα, ανίκανος να μπω στη θέση σου έστω για λίγο. Ήσουν νέα, ήσουν μόνη. Τα βράδια που δεν δούλευα καθόμασταν όλοι να φάμε, αμίλητοι. Υπήρχε μια βουβή ένταση στο σπίτι, ύστερα τα παιδιά κοιμόντουσαν, κι εμείς πέφταμε στο κρεβάτι και αγκαλιαζόμασταν σαν ναυαγοί, σαν δύο πλάσματα που γυρεύουν τη σωτηρία τους το ένα μέσα στο άλλο.

Όσο να’ ναι, πάντα βοηθάει αυτό. Σιγά μη βοηθάει. Μας ξεφύτρωσε ένας τζιτζιφιόγκος κάποια στιγμή. Που σ’ έχανα, που σ’ έβρισκα πότε με τον τζιτζιτζοφιογκο στο τηλέφωνο, πότε "πήγαμε μια βόλτα", πότε "να τον καλέσουμε στο σπίτι μας, Διονύση μου, γιατί χωρίζει κι είναι πολύ μόνος". Όλο κάτι τέτοια.

Ένα απόγευμα που ανεβήκαμε στην Κηφισιά κι πέσαμε πάνω του, τον προσπέρασες στην ψύχρα, χωρίς καν να τον χαιρετήσεις. Κι εκείνος το ίδιο. Κοκκίνισε κιόλας. Έσκυψε το κεφάλι του. Μούγγα κι οι δυο σας.

-Έγινε κάτι; σε ρώτησα.
– Όχι.
-Και γιατί δεν τον χαιρέτησες;
-Δεν τον είδα (!)
-Συνέβη κάτι μεταξύ σας;
-Δεν τον είδα, σου λέω!

Δεν την ξαναρώτησα. Ύστερα μέλι-γάλα. Κι όταν πήραμε και το σπίτι στο Πήλιο κι εσύ ανέλαβες να το φτιάξεις, ήσουν μες στην τρελή χαρά. Ποτέ δεν σε είδα τόσο ευτυχισμένη ρε Ασπουλα. Τέλειο το είχες φτιάξει. Ήταν το πρώτο δικό μας σπίτι. Στην Αθήνα, ακόμα στο ενοίκιο ήμασταν. Αλλά χρόνια μετά, στα Τραπεζάκια έξω, τι μας βρήκε πάλι;

Εν τω μεταξύ, τα Τραπεζάκια πούλησαν εκατό χιλιάδες αντίτυπα μέσα στην πρώτη βδομάδα και συνέχιζαν. Γκραν σουξέ! Μήπως καβάλησα κανένα καλάμι και σ’ άφησα πίσω; Ένιωσες σαν να σ’ έφτυνα πάλι; Σιωπούσες. Καθόσουν αμίλητη και ρεμβαστική. Σε ρώτησα:
-Τι τρέχει;
-Τίποτα
Σιωπή…
Εγώ γνώρισα μια κοπέλα απ’ τη δουλειά. Ωραία, χαρούμενη και με ταλέντο. Η κουβέντα μαζί της ήταν απόλαυση. Βγαίναμε και οι τρεις μας αλλά εσύ πάντα δυσφορούσες. Κι από που ξεφύτρωσε εκείνος ο φουσκωτός που μας κουβάλησες στην παρέα ένα βράδυ; Κάθε τρεις και λίγο "να πάρουμε μαζί μας και τον Μπόμπ, είναι πολύ καλός για παρέα". Μια άλλη φορά σ’ ένα συνέδριο που ήμουν κοτζάμ ομιλητής, μου’ρθες καθυστερημένη:
-Άργησα; Τελειώσατε; Βρήκα τον Μπόμπ στο δρόμο και τσιμπήσαμε κάτι έξω.

Ασορτί με τον άνεμο της Αλλαγής, η Ασπούλα! Επιστρατεύτηκαν κι όλες οι φιλενάδες. Μαζευόσασταν και "Ψου, ψου, ψου" για τον Μπόμπο και "κακακα" τα γέλια. Με παίρνανε τηλέφωνο όλες μαζί: "Είπε η Ασπα δεν θα’ρθουμε στο πρώτο μέρος της παράστασης που το είχαμε πρόγραμμα, θα’ ρθουμε στο διάλειμμα για το δεύτερο μέρος". Πάει όμως το διάλειμμα, πάει και το δεύτερο μέρος, τελείωσε κι η παράσταση, κι ούτε Άσπα, ούτε κολλητές. Μου τηλεφωνήσατε να έρθω να σας βρω κατευθείαν στον "Ηριδανό". Ήρθα και σας βλέπω γύρω γύρω από τον Μπόμπο, εκείνος καμαρωτός κι αγέρωχος κι εσείς όλο χαριτωμενιές πια.

Εγκατέστησα τότε και εγώ στις καθημερινές συναναστροφές μας την χαρούμενη και ομιλητική συνάδελφο, που ήταν σοβαρή γυναίκα και μ’ άρεζε. Ήμαστε πάτσι. Ναι, αλλά ήμασταν με τα καλά μας; Η λες να μας τρέλανε και τους δυο μας στο ΠΑΣΟΚ; Από ποιά τρύπα θέλαμε να βγούμε; Από τι ήμασταν απόκληροι; Θέλησα να τα συζητήσουμε όλα αυτά. Τι μας συμβαίνει;

"Τίποτα", μου απάντησες. Σιωπή πάλι. Αυτή βουβαμάρα σου μου την έσπαγε τελείως ρε Άσπα. Καλά σε έλεγε "Μουγκοθόδωρο" η αδερφή σου όταν ήσασταν μικρές. Είμαι άνθρωπος του μπλα-μπλά. Άνθρωπος της αφήγησης, της εξομολόγησης. Ο μακαρίτης ο Ιωάννου έλεγε: " Η εξομολόγηση είναι μεγάλη παρηγοριά της ψυχής". Δεν την αντέχω τη σιωπή σου, μωρό μου. Δεν αντέχω πια να είσαι ολόκληρη ένα αίνιγμα.

"Ο σύντομος χωρισμός"

Έριξα μερικά ρούχα σε μία βαλίτσα και σε απαράτησα, κι εσένα και τα καλά σου και το σπίτι. Έπιασα δωμάτιο στο ξενοδοχείο. Πέρασαν μήνες. Άλλες παρέες έκανα εγώ, άλλες εσύ. Δε βλεπόμασταν. Μια φορά μόνο, που ήρθες ξαφνικά στο ξενοδοχείο και κάναμε έρωτα. Αλλά ήταν πολύ λυπημένο εκείνο το σμίξιμό μας, πουλάκι μου. Πολύ λυπημένο… Ύστερα πέρασαν πάλι μήνες.

Και ξαφνικά ξυπνάω ένα πρωί και μου έλειπες φρικτά! Μου έλειπαν τα μάτια σου, μου έλειπε η φωνή σου. Ήσουν στο Πήλιο. Άρπαξα ένα ταξί μπροστά από την πλατεία και ήρθα κατευθείαν επάνω. Τα παιδιά ήταν στην κατασκήνωση του σχολείου τους, θυμάμαι. Τα είπαμε, τα ξομολογηθήκαμε, τρομάξαμε με τα ίδια μας τα λόγια, σπάσαμε ποτήρια, σπάσαμε πιάτα, ώσπου σπάσαμε κι εμείς οι ίδιοι, κι ανοίξαμε τις ψυχές μας επιτέλους μαζί με τις μελανιές τους.

Και ύστερα, όπως απότομα τελειώνει καταιγίδα, και η θάλασσα, που τόση ώρα μαινόταν, βγάζει τώρα προβατάκια και ηρεμεί σιγά-σιγά, έτσι κι εμείς χαμηλώσαμε τα κεφαλάκια μας, και αμίλητοι και χαζούληδες πια γυρίσαμε στην Αθήνα.
Κοντεύουν σαράντα χρόνια από τότε.

Και συνεχίζουμε εν πλω, κοιτώντας πίσω τον αφρό ώσπου η ζωή να βασιλέψει, εγώ θα σ’ αγαπώ".