Ας παραφράσουμε τον Καβάφη ή ας μη τον παραφράσουμε: «Και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς τους βαρβάρους»; Γιατί το Survivor - κι ας φαινόταν ότι πολλοί το έβριζαν, το 80% περίπου των Ελλήνων τηλεθεατών το έβλεπαν. Το γιατί το έβλεπαν έχει εξηγηθεί παντοιοτρόπως. Η τηλεόραση δεν είχε άλλα προγράμματα, ο κόσμος βλέπει κόσμο, δηλαδή κανονικούς ανθρώπους που δεν είναι μάγειροι σε ριάλιτι μαγειρικής, δεν είναι υποψήφιοι τραγουδιστές, είναι κανονικοί, είναι αυτοί που αποφάσισαν να ζήσουν μια περιπέτεια και ξεκίνησαν. Γιατί να μη ταυτιστεί κάποιος με αυτούς; Γιατί να μη ταυτιστεί κάποιος με αυτούς περισσότερο από ότι με άλλους; Μια και πολλά είπαμε για ελληνικό φαινόμενο χαμηλού επιπέδου, ας μην είμαστε ανακριβείς. Το ίδιο ισχύει και για τους Ισραηλινούς, τους Βρετανούς, τους Αμερικανούς και τους Ασιάτες τηλεθεατές. Συμπέρασμα: όλος ο πλανήτης είναι χαμηλού επιπέδου αν το θέλετε έτσι.
Γιατί κέρδισε ο Ντάνος τελικά; Αναρωτήθηκαν οι άντρες του γραφείου. Γιατί είχε κάτι από κάθε κατηγορία που αρέσει στις γυναίκες. Στην ανάλυση παίζουν τα αυτονόητα. Ο Ντάνος είναι μαχητής, αρκεί να δει κανείς τον τρόπο που αγωνίζεται, ξυπόλητος, δε μασάει τίποτα. Ο Ντάνος είναι θυμωμένος, αυτό ταιριάζει πολύ στο προφίλ του νεοέλληνα, είναι τσαμπουκάς, άρα μια γυναίκα προστατεύεται από αυτόν, είναι ωραίος, γαλανά μάτια, αθλητικό σώμα, είναι θρήσκος, βαρύς, πατριώτης και αγαπά πάνω από όλους τη μητέρα του. Αυτά είναι αρκετά. Ο Ντάνος είναι το παιδί του μέσου όρου, αλλά λίγο πιο πέρα από το μέσο όρο. Ήταν και αρχηγός, πρώτος έμπαινε στη βάρκα, πρώτος και στο στίβο, η αρχηγία φαινόταν φυσικό του δικαίωμα. Είναι αυτός που τέσσερις φορές την εβδομάδα επί πέντε μήνες, κέρδιζε αγωνίσματα και σταυροκοπιόταν ατελείωτα.
Αλήθεια πώς η ελληνική κοινωνία διαλέγει τον αγαπημένο της παίκτη; Γιατί δε διάλεξε τον ωραιότερο Βασσάλο ή τον Χανταμπάκη; Η αλήθεια μπορεί να κρύβεται πίσω από τις λέξεις ή στις λέξεις. Ο Ντάνος μιλούσε όσο έπρεπε. Ούτε θυμός –για έναν άνθρωπο που είναι διαρκώς θυμωμένος- ούτε νεύρα στην κάμερα. Ο Βασσάλος δε μίλησε καθόλου ή σχεδόν καθόλου και ο Χανταμπάκης μίλησε πολύ.
Γιατί μιλάμε για τους άντρες και όχι για τις γυναίκες; Γιατί με την κοινωνία να έχει αυτή τη διαμόρφωση δύσκολα μια γυναίκα θα φτάσει στον τελικό. Όποιος παρακολουθούσε τα σχόλια για τις παίκτριες μπορούσε να το καταλάβει ότι θα φύγουν νύχτα. Γιατί ο τελικός άξιζε μόνο στους νέους και ωραίους άντρες. Και γιατί το κοινό δε σταμάτησε να τις βλέπει σαν τον αδύναμο κρίκο, με καμία δεν ήθελε να ταυτιστεί. Για το κοινό που αποτελείται από γυναίκες κυρίως, οι ομόφυλές τους ήταν σαν βαρίδια, φανταστικές τους ανταγωνίστριες στην καρδιά των παικτών.
Οι άνθρωποι που παρακολουθούν ριάλιτι σε όλο τον κόσμο, παθιάζονται με έναν παίκτη γιατί τον ερωτεύονται ή ταυτίζονται λένε οι ειδικοί. Με τον Τσανγκ, ένα παιδάκι στην ουσία, μπορούσαν να ταυτιστούν λιγότερο, με τον Μπο, έτσι κι έτσι, με τους πιο διάσημους ούτε λόγος. Γιατί και ο Ντάνος από την δεξαμενή των Μαχητών προέρχεται, την σαφώς πιο αγαπητή στο κοινό. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Γιατί οι «διάσημοι» στην Ελλάδα είναι για τα μπάζα, αυτό λένε στα σόσιαλ μίντια οι εικοσάχρονοι. Αν ήταν αληθινά Διάσημοι δε θα είχαν πάει στο παιχνίδι. Η λογική του να υπάρχουν διάσημοι στα Survivors είναι απλή: θεαματικότητα από την πρώτη μέρα. Δε χάνεσαι στο πέλαγος των 25 άγνωστων παικτών, κάποιους τους γνωρίζεις οπότε αυτό δημιουργεί μια οικειότητα. Κατά τη γνώμη όμως των πολλών πολλών τηλεθεατών οι διάσημοι απολαμβάνουν μια φήμη χωρίς να κάνουν και πολλά πολλά, μάλλον τίποτα σημαντικό. Στην ανθρωπογεωγραφία των Διασήμων του Survivor υπήρχε μια γυμνάστρια, ένας ηθοποιός, ένα μοντέλο ηθοποιός, ένας ράπερ, ένας πρώην ποδοσφαιριστής, ένας πρώην ολυμπιονίκης, ένα μοντέλο, μια αθλητικογράφος και ο ...Ντάνος.
Ο οποίος κέρδισε τις πρώτες συμπάθειες ως αποσυνάγωγος. Είναι κακό να σε διώχνουν από την πρώτη μέρα από την ομάδα σου, είναι κακό να σε διώχνουν γενικώς και η εποχή μας επιτρέπει αυτές τις ταυτίσεις, ειδικά αν ο λόγος δεν είναι προφανής και το όλο πράγμα φαίνεται άδικο. Ο Ντάνος ήταν ο καλύτερος ανάμεσα στους διάσημους, ούτε αυτοί τον ήθελαν, δεύτερη φορά ανεπιθύμητος. Ο κόσμος που φωνάζει να φύγει ο ανεπιθύμητος για παράδειγμα πρόσφυγας, εδώ ταυτίζεται με τον ανεπιθύμητο γιατί του μοιάζει. Σε μια προσομοίωση, οι διάσημοι δε θα του έλεγαν ούτε καλημέρα. Θα τους τιμωρήσει με την ψήφο του λοιπόν.
Με ποιά σειρά λοιπόν αποφασίζει το κοινό να βγάλει έξω τους παίκτες; Με τη σειρά αντιπάθειας. Όποιος μηχανορραφεί φεύγει, όποιος κάνει κλίκα φεύγει, όποιος δεν είναι καλός αγωνιστικά φεύγει. Κανονικά αυτό είναι ένα δείγμα μιας τέλειας δημοκρατικής κοινωνίας. Που βασίζεται στην αξιοκρατία. Αυτό θέλει ο τηλεθεατής στον καναπέ του, αλλά στην αληθινή ζωή, στην Ελλάδα του 2017 η λέξη είναι δυσεύρετη, ο κόσμος έχει τόση καχυποψία που δεν πιστεύει ότι μπορεί να γίνει κάτι με αυτό τον τρόπο. Άλλωστε αυτός που λαχταρά για δικαιοσύνη, έχει βάλει σίγουρα ένα μέσο, ακόμα και για να σβήσει μια κλήση, έχει κάνει τα πάντα για να ξεπεράσει την «αδικία του συστήματος». Όμως αυτή η αντίφαση αφορά την ελληνική κοινωνία, όχι τους 25 πεινασμένους στον Άγιο Δομίνικο, που αν δε φαίνονταν τα παΐδια τους δε θα πίστευε κανείς ότι πεινάνε αληθινά.
Οι φανατικοί επικριτές του παιχνιδιού μιλούν για εντελώς αγράμματους ανθρώπους, οι δηλώσεις τους είναι θάνατος της γλώσσας. Θα υπερασπιστώ τους παίκτες, την απόρροια της ελληνικής παιδείας, του ελληνικού σχολείου, της ελληνικής οικογένειας που έχει αποσυνδεθεί από τη γλώσσα εδώ και δεκαετίες. Καθόλου δε διαφέρουν από τον τρόπο που γράφουν και διαβάζουν οι συνομήλικοί τους στα σόσιαλ μίντια, από τον τρόπο που μιλάνε δίπλα μας στα ΜΜΜ και τα μπαρ. Άλλωστε στο Survivor, δεν περνάς εξετάσεις γλώσσας, αυτές τις περνάς στο ελληνικό σχολείο, άλλων δουλειά δεν έχει γίνει καλά. Ο θάνατος της τρίτης κλίσης έχει συντελεστεί εδώ και πολλά χρόνια, από παρουσιαστές, συνομιλητές, και γενιές που και μόνο η φράση τρίτη κλίση τους κάνει να κοιτάζουν αλλού.
Τι είναι το Survivor που τόσο άρεσε; Δεν είναι τόσο δυσερμήνευτο. Μια υποκουλτούρα, μια εκπροσώπηση της μεσαίας τάξης, αυτή είναι η μεσαία ή η μικροαστική τάξη αν θέλετε κι ας μη μας αρέσει. Ο τύπος που παίζει ρακέτες, πάει στα ελληνάδικα, αγαπάει το ωραίο σώμα και τη γυμναστική, θέλει μια ευκαιρία να ξεχωρίσει. Λάθος μας που δε το αποδεχόμαστε. Σε ένα μελλοντικό Survivor, που όλοι θα μιλάνε σωστά ελληνικά και θα ανταλλάσσουν φιλοσοφικές σκέψεις η τηλεθέαση θα φτάσει το 2% άνετα.
Γιατί η μόνη ταύτιση που μπορεί να έχει ο θεατής είναι με κάποιον που τον πολέμησαν αλλά βγήκε μπροστά. Με κάποιον που με τις νίκες τάιζε την ομάδα του. Ποιός δε θέλει να ξεχωρίσει ένα λαϊκό παιδί;
Το Survivor που είναι από σήμερα παρελθόν, πολλοί εμίσησαν, άλλοι τόσοι το έβλεπαν κρυφά. Δημοσίως μπορεί να το έβριζαν, αλλά αν όλοι όσοι το έβριζαν δε το έβλεπαν μπαίνουμε στη σφαίρα του μυστηρίου. Ποιός τελικά έβλεπε το Survivor;
Όσο πιο πολύ τσακίζεται μια κοινωνία, τόσο περισσότερο αυτό που υφαίνεται μέσα στον ιστό της, πέστε το κι έτσι, το δεύτερο, το λούμπεν, η αμορφωσιά, θα είναι και βασικό χαρακτηριστικό της. Γιατί το Survivor είναι απλώς η κοινωνία στην οποία βρισκόμαστε, με άσπρες και μαύρες περιοχές, πολλές μαύρες τρύπες και ένα αύριο εντελώς απρόσμενο και ανησυχητικό.