X

Μάκης Χριστοδουλόπουλος: Ο μπαλαμός με το κλαρίνο που έγινε μύθος στο τραγούδι– Από τη Βάθης και τα σουξέ στην απόλυση και το "αμόρφωτος"

Η μητέρα του ήταν τσιγγάνα. Ο πατέρας του μουσικός. Τη γυναίκα του την έκλεψε και ο μεγάλος Βασίλης Σαλέας τον έριξε στο τραγούδι. Ο Τόλης, η μανία με τον Καζαντζίδη και ο Άγιος Διονύσιος.

Γράφει: TheToc team

"Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος"! Μόνο 4 λέξεις χρησιμοποίησε ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ακούστηκαν πολλά και βαριά. Δεν έφτανε μόνο η είδηση ότι μετά τις γιορτές απολύθηκε από το κέντρο που τραγουδούσε, ο επιχειρηματίας ξεστόμισε πολλά περισσότερα. Όπως είπε και η Γωγώ Τσαμπά: "Είναι μεγάλη ντροπή να πουν κουβέντα για τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο. Και μόνο που πιάνουν το όνομά του, το προσβάλουν και το λερώνουν. Δεν υπάρχει μεγαλύτερος τραγουδιστής και δάσκαλος στο χώρο μας. Εγώ θα τον ευγνωμονώ και θα τον προσκυνώ πάντα. Είναι άνθρωπος και κύριος".

Ο επιχειρηματίας του κέντρου, δικαιολόγησε την απόλυση, λέγοντας στα κανάλια: "Δεν κάνει αυτός ο άνθρωπος, δεν κάνει για να τραγουδάει. Τον πήραμε εμείς, τον "αναστήσαμε”. Ονοματάκι έτσι παλιό, αλλά δεν κάνει αυτός ο άνθρωπος. Περίμενα πώς και πώς να περάσουν οι γιορτές για να τον απολύσουμε. Δεν έκανε. Ανέβαινε πάνω στην πίστα… ασυναρτησίες!

Δηλαδή εγώ κάνα δυο φορές ήρθα σε κόντρα και του είπα "Μάκη, κοίταξε να δεις έτσι είναι, αυτό θα κάνεις" και μου έλεγε "ναι, ναι, ναι" και μετά από δύο μέρες έκανε πάλι τα ίδια".

Δεν έμεινε μόνο σε αυτά: "Είναι αμόρφωτος, χίλια δυο πράγματα, δεν μπορείς να συνεννοηθείς. Δεν είναι ο Μάκης που ήταν. Είναι ακατάλληλος, δεν κάνει για μαγαζί αυτός ο άνθρωπος. Αυτός ο άνθρωπος, τέτοια κακία που έχει μέσα του αυτός ο άνθρωπος και από πίσω να δεις πώς βρίζει, να επιτίθεται τώρα στους μουσικούς που οι μουσικοί "τον πήγαιναν" όλοι! Και του έλεγα: "Ρε εσύ κάτσε, οι άνθρωποι ήρθαν εδώ πέρα να πάρουν ένα μεροκάματο, δεν έρχονται εδώ να ακούνε τις βλακείες τις δικές σου". Καθόταν μιάμιση ώρα πάνω στην πίστα και από την μιάμιση ώρα τραγουδούσε 20 λεπτά. Λόγο, λες και ήταν στη Βουλή, δεν μιλάμε για πέντε λεπτά να πει ένα "καλησπέρα", λες και ήταν στη Βουλή".

Στο χωριό με άλογα, με λαούτο και κλαρίνο

Ναι, αμόρφωτος είναι. Ντροπή είναι; Το λέει και ο ίδιος. Ποτέ δεν έκρυψε ότι είναι μπαλαμός από τον Σώστι της Αμαλιάδας. Η μητέρα του ήταν τσιγγάνα. Γέννησε 8 παιδιά αλλά το ένα "έφυγε" πολύ νωρίς. Το σχολείο το άφησε σε ηλικία 12 ετών. Ο ίδιος τα έχει πει, στις ελάχιστες φορές που μίλησε για τον εαυτό του. Δεν ήθελε να μιλάει. Τι να πει; Τη φωνή την είχε να τραγουδάει και το στόμα για να παίζει με το αγαπημένο του κλαρίνο. Κλαρινιτζής ήθελε να γίνει και μάλιστα ήταν τρομερός. Δεν το λέμε εμείς: Ο Βασίλης Σαλέας το είπε. Ο μετρ του είδους. Στα πανηγύρια, για να καταλάβετε έσκυβαν και έγλειφαν τα σάλια που έφευγαν από το κλαρίνο του.

Ο πατέρας του Μάκη Χριστοδουλόπουλου ήταν μουσικός. Αυτός τον πήρε μαζί σε ένα χωριό, καβάλα στα άλογα να πάνε σε πανηγύρι. Ο πατέρας του έπαιζε κλαρίνο και είχε στο σπίτι κι ένα λαούτο, ένα σαντούρι, ένα βιολί. Όταν έφευγε ο πατέρας του από το σπίτι, έπαιρνε το λαούτο και σιγά-σιγά μάθαινε, αλλά το μεράκι του ήταν το κλαρίνο. Το "έκλεβε" από τα 10 του και έφευγε απ’ το σπίτι. Πήγαινε κι έπαιζε μακριά γιατί δεν τον άφηνε ο πατέρας του, μέχρι που είδε πως ήταν καλός…

Στα πανηγύρια και τους γάμους έπαιζαν τραγούδια απ’ τη Σμύρνη και απ’ τον Βόσπορο. Τρέλαιναν οι μελωδίες τα κορίτσια και ευθύς έπιαναν τα τσιφτετέλια. Κάποια στιγμή, τον έβαλε ο πατέρας του και έπαιξε ένα σόλο με το κλαρίνο. Αυτό ήταν… Μετά πήγαινε στις δουλειές μαζί του.

Ήθελε να γίνει φωτογράφος ή στρατιωτικός

Τον κράτησε το κλαρίνο. Μπορεί να είχε καψούρα να γίνει φωτογράφος ή στρατιωτικός- του άρεσε ο στρατός- αλλά το μεράκι με το κλαρίνο τον κέρδισε. Στα 17 του, κάπου στη Λιβαδειά, μία τραγουδίστρια που τον είχε ακούσει ζήτησε από τον Στάθη Κάβουρα να πει "ο μικρός κανένα τραγουδάκι, ξέρει να τραγουδάει". Την άκουσε… Αφού είπε μερικά, γύρισε και του είπε: "Μάκη, να το παρατήσεις το κλαρίνο”. "Τι λες μωρέ, άμα το παρατήσω αυτό, θα πεθάνω, είναι η ζωή μου”. "Να το παρατήσεις μου λέει και να γίνεις τραγουδιστής”.

Σε ένα υπόγειο στην πλατεία Βάθης τον άκουσε κατά τύχη ο Βασίλης Σαλέας. Ο μετρ του κλαρίνου. Έλειπε χρόνια στην Αμερική, ούτε που τον ήξερε φυσιογνωμικά, μόνο στο όνομα και εκστασιασμένος από αυτά που άκουσε τον γέμισε "χαρτούρα". Αυτή ήταν η πληρωμή τους τότε. Ότι έπαιρναν από τους πελάτες. Ότι τους πέταγαν ή τους κόλλαγαν στο κούτελο. Μεροκάματο δεν είχε.

Αφού μίλησαν, ο μεγάλος Βασίλης Σαλέας τον έψησε να αφήσει στο κλαρίνο και να τραγουδάει μόνο. Στα 44, τον Σαλέα τον βρήκε ο "λύκος", η παλιοαρρώστια και ο Μάκης είπε τότε: "Πέθανε ο δάσκαλος μου, δεν ξανατραγουδάω” και πήρε ξανά το κλαρίνο.

Μόνο που δεν τον ήθελε πλέον κανείς για κλαρινιτζή αλλά για τραγουδιστή. Αυτός επέμενε "δεν ξανατραγουδάω" μέχρι που η γυναίκα του, του είπε: "Μάκη, πεινάνε τα παιδιά".

Η πλούσια του φίλου του που αρνήθηκε

Με τη γυναίκα του κλέφτηκαν. Την πήρε από το Αίγιο, μέσα σε ένα φορτηγό με τσουβάλια και τράβηξαν για Αθήνα. Δεν την ήθελε η μάνα του. Ούτε οι δικοί της τον ήθελαν. Η μητέρα του ήθελε να πάρει μια πλούσια, αλλά αυτή τα είχε φτιάξει με έναν φίλο του. "Πώς να του το κάνω εγώ αυτό το πράγμα;".

Δεν είχε μάτια για άλλην. Και του την έπεφταν ένα σωρό. Και παντρεμένες. Έτσι βγήκε η σουξεδάρα "παντρεμένοι και οι δυο". Τον είχε πλαγιάσει μία κυρία, παντρεμένη όμως και του είπε, "θέλω να με βγάλεις έξω για καφέ". Της απάντησε, "δεν μπορώ και εγώ παντρεμένος είμαι" και επί τόπου το σκαρφίστηκε.

Κάπως έτσι βγήκε και το "βρε μελαχρινάκι". Κι αυτή παντρεμένη… αλλά μελαχρινή. Τραγουδίστρια. Ονόματα δεν λέει γιατί σέβεται τις κυρίες και πολύ καλά κάνει.

Τον πήγε στα λαϊκά η παρτενέρ του Βοσκόπουλου

Σε ένα μαγαζί που τραγουδούσε, στους θαμώνες από κάτω ήταν η παρτενέρ του Τόλη Βοσκόπουλου με την παρέα της. Όταν τελείωσε του είπε, "τι κάνεις εσύ εδώ; Να φύγεις και να πας στα λαϊκά”. Τον πήγε στο μαγαζί και του έδειξε τις γαρδένιες που έφευγαν στην πίστα βροχή, τον χαμό που γίνονταν. Τον έπεισε και το γύρισε στο λαϊκό. Ξεκίνησε να λέει τραγούδια του Καζαντζίδη που είχε μανία μαζί του.

"Έχτισε" όνομα βαρύ. Η φωνή του ήταν χαρακτηριστική. Έφτασε σε σημείο να του πηγαίνουν τραγούδια. Του έπαιξαν το "προσκλητήριο" και εκείνος τρελάθηκε. Το είχαν πάει πρώτα σε άλλον τραγουδιστή και ο αυτός απάντησε: Αυτό πρέπει να το τραγουδήσει ο Χριστοδουλόπουλος". Ποιος ήταν αυτός; Ο Γονίδης

Έφτασε να τραγουδήσει μαζί με τον εγγονό του, Μάκης και αυτός που μαθαίνει κλαρίνο. Ο άλλος είναι ψάλτης στην εκκλησία. Ο Μάκης δεν πηγαίνει γιατί φοβάται ότι θα τον κρατήσουν και αυτόν να ψέλνει μαζί του. Είναι θρήσκος πολύ όμως. Όλη η οικογένεια πιστεύει πολύ.

Όταν ήταν 40 ημερών είχε και στις 40 μέρες πυρετό. Η μητέρα του είδε στον ύπνο της τον Άγιο Διονύσιο και της είπε: "Φέρτε το παιδί να με προσκυνήσει γιατί θα πεθάνει”. Έτσι και έγινε… Τον πήγαν με το καΐκι, όπως του έχουν πει, και έγινε καλά. Κοιμάται πάντα με μια εικόνα δίπλα του.

Πάθη δεν είχε στη ζωή του. Ούτε τζόγο, ούτε ζάρια και χαρτιά. Στα ρούχα και στα παπούτσια τα έτρωγε αυτός. Πήγαινε στο Μιλάνο και ψώνιζε για να είναι σένιος στο μαγαζί. Σεβόταν το κοινό του και γι αυτό δεν έβγαινε ξεκούμπωτος στο σακάκι. Όπως έκανε και ο Βοσκόπουλος. Όπως λέει, αυτό δείχνει ότι σέβεσαι τον κόσμο που ήρθε να σε δει…

Όλα αυτά είναι ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος. Ένας αμόρφωτος κλαρινιτζής που έγινε μύθος!

Διαβάστε Επίσης