
Τα απομνημονεύματα του πρίγκιπα Χάρι είναι μια υπέροχη ευκαιρία να δούμε από άλλη οπτική την ιστορία της πιο αγαπημένης πριγκίπισσας στον κόσμο που έφυγε από τη ζωή τόσο άδικα και τόσο πρόωρα. Μέσα από τα μάτια του γιου της που τότε ήταν ένα μικρό παιδί που αναγκάστηκε να ενηλικιωθεί απότομα. Πρώτα είδε τον γάμο των γονιών του να διαλύεται, τη μητέρα του να περνάει άσχημα και τελικά να χάνεται έτσι ξαφνικά από τη ζωή του.
Μέσα από την αφήγησή του για τη μητέρα του, καταλαβαίνει κανείς πόσο πληγώθηκε όταν εκείνη σκοτώθηκε στο Παρίσι, αφήνοντάς του πληγές που δεν έκλεισαν ποτέ.
Στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου "Ρεζέρβα", ο Χάρι μεταξύ άλλων μιλάει για την πιο δύσκολη ημέρα της ζωής του, την κηδεία της μητέρας του, πριγκίπισσας Νταϊάνα και αποκαλύπτει την φωτογραφία που κρατούσε στα χέρια της όταν την έθαψαν.

Στο παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του πρίγκιπα Χάρι "Ρεζέρβα" που κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πεδίο, ο ίδιος περιγράφει εκείνο το πρωινό που ο πατέρας του του τον ξύπνησε και του είπε ότι η μητέρα του σκοτώθηκε, προσπαθώντας να δείξει σε όλους τι συνέβη τότε στο 12χρονο μυαλό του και πώς προσπάθησε να το διαχειριστεί χωρίς ουσιαστική βοήθεια.

Ουσιαστικά αναφέρει ότι κάτι μέσα του τον έκανε ότι να πιστεύει ότι η μητέρα του δεν πέθανε στα αλήθεια αλλά προσποιήθηκε τον θάνατό της για να ζήσει ήρεμα μακριά από όλους και όλα. Και αυτό ήταν μια παρηγοριά για τον ίδιο.
Σε άλλο σημείο, ο Χάρι επιστρέφει στην κηδεία της Νταϊάνα, μια τραυματική δοκιμασία για ένα 12χρονο αγόρι όπως εκείνος. Ο ίδιος έπρεπε να ακολουθήσει το φέρετρό της με τον αδερφό του, πρίγκιπα Γουίλιαμ, μια σκηνή που έμεινε στην ιστορία και που τους τραυμάτισε για πάντα.
Αλλά στο βιβλίο του ο Χάρι μοιράζεται και μια άγνωστη λεπτομέρεια της ταφής της πριγκίπισσας Νταϊάνα. Συγκεκριμένα, την στιγμή της ταφής της Νταϊάνα στην τελευταία της κατοικία στο Άλθορπ.
Σύμφωνα με όσα γράφει ο Χάρι, η πριγκίπισσα της Ουαλίας κηδεύτηκε κρατώντας μια φωτογραφία των δύο πιο αγαπημένων ανθρώπων της ζωής της.
Διαβάστε το απόσπασμα από το βιβλίο Ρεζέρβα:
Η στιγμή που έμαθε ότι η μητέρα του σκοτώθηκε
"Μπαμπά;
Στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι και με κοίταζε. Με το λευκό νυχτικό του έμοιαζε με φάντασμα σε θεατρικό έργο.
- Ναι αγαπητό μου παιδί.
Με κοίταξε με ένα μισοχαμόγελο, μετά απέστρεψε το βλέμμα.
Το δωμάτιο δεν ήταν σκοτεινό πια. Δεν ήταν ούτε φωτεινό. Μια παράξενη ενδιάμεση κατάσταση, σχεδόν καστανωπή, σχεδόν σαν το νερό στην παλιά μπανιέρα.
Με κοίταξε με τρόπο παράξενο, με έναν τρόπο που δεν με είχε ξανακοιτάξει ποτέ. Με... φόβο;
-Τι είναι μπαμπά;
Κάθισε στο κρεβάτι. Έφερε το χέρι του στα γόνατά μου.
-Αγαπητό μου παιδί, η μαμά τράκαρε με το αυτοκίνητο.
Θυμάμαι να σκέφτομαι, Τράκαρε... Έντάξει, Αλλά είναι καλά, σωστά;
Θυμάμαι έντονα εκείνη τη σκέψη που πέρασε από το μυαλό μου.
-Υπήρξαν επιπλοκές. Η μαμά τραυματίστηκε πολύ άσχημα και την πήγαν στο νοσοκομείο, αγαπητό μου παιδί.
Πάντα με αποκαλούσε αγαπητό μου παιδί, αλλά τώρα το έλεγε συνέχεια.
Η φωνή του ήταν σιγανή. Φαινόταν σοκαρισμένος.
-Στο νοσοκομείο;
-Ναι. Με κακώσεις στο κεφάλι.
Μίλησε καθόλου για παπαράτσι; Είπε ότι την κυνηγούσαν; Δεν νομίζω. Δεν παίρνω όρκο, αλλά κατά πάσα πιθανότητα όχι. Οι παπαράτσι ήταν τόσο μεγάλο πρόβλημα για τη μαμά, για όλους, που δεν χρειαζόταν να το πει.
Σκέφτηκα πάλι: Τραυματίστηκε αλλά είναι εντάξει. Την πήγαν στο νοσοκομείο, θα την κάνουν καλά και θα πάμε να την δούμε. Σήμερα. Ή το αργότερο μέχρι το βράδυ.
- Προσπάθησαν αγαπητό μου παιδί. Δυστυχώς δεν κατάφεραν να την σώσουν.
Αυτές οι φράσεις παραμένουν στο νου μου σαν βελάκια καρφωμένα σε στόχο. Έτσι ακριβώς το είπε, είμαι σίγουρος για αυτό. Δεν κατάφεραν να την σώσουν. Και μετά μου φάνηκε ότι όλα σταμάτησαν. Τα πάντα σταμάτησαν. Δεν υπάρχει πλέον τίποτα στη μνήμη μου απ' ό,τι του είπα. Εκείνο που θυμάμαι με εντυπωσιακή διαύγεια είναι ότι δεν έκλαψα. Ούτε ένα δάκρυ.
...
Σορός. Χρησιμοποιούσαν συνέχεια αυτή τη λέξη. Ήταν σαν γροθιά στον λαιμό. Ένα ξεδιάντροπο ψέμα γιατί η μαμά δεν ήταν νεκρή.
Αυτό συνειδητοποίησα ξαφνικά. Όλα αυτά ήταν ένα κόλπο. Και για μια φορά το κόλπο αυτό δεν το έστησαν οι άνθρωποι γύρω μου ή οι δημοσιογράφοι, αλλά η μαμά.
Η ζωή της ήταν άθλια, την κυνηγούσαν, την ταλαιπωρούσαν, της έλεγαν ψέματα, την συκοφαντούσαν. Γι'αυτό σκηνοθέτησε το ατύχημα σαν αντιπερισπασμό και εξαφανίστηκε".
Οι στιγμές της ταφής στο Άλθορπ
"Όταν έφτασε η νεκροφόρα στο Άλθορπ, έβγαλαν το φέρετρο και από μια μια πράσινη σιδερένια γέφυρα που είχαν κατασκευάσει εσπευσμένα μηχανικοί του στρατού, το μετέφεραν σε ένα μικρό νησί μέσα στη λίμνη, όπου το τοποθέτησαν σε μία πλατφόρμα. Ο Γουίλι κι εγώ πήγαμε στο νησί από την ίδια γέφυρα. Έλεγαν ότι τα χέρια της μαμάς ήταν σταυρωμένα στο στήθος της και ανάμεσά τους είχαν βάλει μια φωτογραφία με εμένα και τον Γουίλι, ίσως τους μοναδικούς δύο άνδρες που την αγαπούσαν αληθινά - σίγουρα τους δύο που την αγαπούσαν περισσότερο. Θα της χαμογελούσαμε μέσα στο σκοτάδι ως την αιωνιότητα και καθώς έβγαλαν τη σημαία και χαμήλωσαν το φέρετρο στον λάκκο, ήταν ίσως αυτή η εικόνα που με έκανε τελικά να σπάσω.
Το σώμα μου τραντάχτηκε και το στόμα μου άνοιξε, κι άρχισα να κλαίω με ασυγκράτητους λυγμούς, κρύβοντας το πρόσωπο στα χέρια μου. Ντρεπόμουν που παραβίαζα τον κανόνα της οικογένειας, αλλά δεν μπορούσα να το κρατήσω άλλο μέσα μου. Δεν πειράζει, καθησύχαζα τον εαυτό μου. Δεν πειράζει. Δεν υπάρχουν φωτογραφικές μηχανές. Άλλωστε δεν έκλαιγα επειδή πίστευα ότι η μητέρα μου ήταν μέσα σε εκείνο τον λάκκο. Ή σε εκείνο το φέρετρο. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην το πιστέψω ποτέ αυτο, ό,τι κι αν έλεγαν όλοι. Όχι, έκλαιγα με την ιδέα και μόνο ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Θα ήταν αφόρητα τραγικό, σκέφτηκα, αν ήταν αλήθεια. "
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr