Προσφυγική κρίση, οικονομική λιτότητα, κατάρρευση της Συνθήκης Σένγκεν, κλειστά σύνορα και νέες διαιρέσεις, άνοδος της ακροδεξιάς, δημοκρατικό έλλειμμα των ευρωπαϊκών θεσμών. Βρίσκεται άραγε η Ευρώπη αντιμέτωπη με μια νέα «Εποχή των Άκρων», ανάλογη με εκείνη που περιέγραφε ο μαρξιστής ιστορικός Eric Hobsbawm στο ομώνυμο βιβλίο του από τα μέσα της δεκαετίας του ’90; Και πως μπορεί να φανταστεί κανείς το μέλλον της Ένωσης σε 5 ή 10 χρόνια από τώρα, δεδομένων των έντονων αλλαγών και των βαθιών ανακατατάξεων που υφίσταται το ευρωπαϊκό οικοδόμημα; Με την ευκαιρία της επερχόμενης επανέκδοσης του βιβλίου του «Η Παγιδευμένη Ευρώπη» (Europe Entraped), το TheTOC ζήτησε από τον γερμανό κοινωνιολόγο Claus Offe, πρώην μαθητή του Jurgen Habermas, να τοποθετηθεί για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη.
Στο βιβλίο σας «Η Παγιδευμένη Ευρώπη» (Europe Entraped), υποστηρίζετε ότι κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης η Ευρώπη παγιδεύτηκε σε μια γραφειοκρατική λογική, γεγονός που δημιούργησε δυσκολίες στην αντιμετώπιση και τη διαχείριση της κρίσης. Μπορείτε να μας εξηγήσετε τη θέση σας; Νομίζετε ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι σήμερα με μια επανάληψη του ίδιου προβλήματος σε διαφορετικά πεδία;
Όταν γραφόταν το βιβλίο, τους πρώτους μήνες του 2014, η ευρωπαϊκή κρίση –η κρίση χρέους που δημιουργήθηκε από ένα κακώς δομημένο νομισματικό σύστημα μαζί με τις τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές παράπλευρες συνέπειες που προκάλεσε η υιοθέτησή του- έδειχνε ότι μπορούσε κατ’ αρχήν να λυθεί δια της αποδέσμευσης χρημάτων ως βασική μορφή διακανονισμού των συγκρούσεων συμφερόντων. Η ελάφρυνση χρέους, τα αναδιανεμητικά μέτρα που θα υπερέβαιναν τα εθνικά σύνορα, τους ταξικούς διαχωρισμούς και τις γενιές, σε συνδυασμό με τα επενδυτικά προγράμματα έμοιαζαν να αποτελούν μια πιθανή διέξοδο από την κρίση.
Αυτό το εμφανές παράδοξο, δηλαδή η μείωση των διαθέσιμων λύσεων όσο πιο επείγουσα ήταν η ανάγκη για αυτές, πρέπει να αποδοθεί στις θεσμικές ανεπάρκειες της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης
Ωστόσο, όπως υποστήριξα τότε, η ετοιμότητα των πολιτικών δυνάμεων των κρατών-μελών να προχωρήσουν στη ροή τέτοιων πληρωμών είχε προφανώς διαβρωθεί υπό την επίδραση της ίδιας της κρίσης. Εάν η εξουσία της έγκρισης δαπανών, της φορολόγησης, της πίστωσης και του δανεισμού βρισκόταν στα σωστά χέρια, τουτέστιν στα χέρια έντιμων και διορατικών πολιτικών δρώντων με καλές προθέσεις, η κρίση θα μπορούσε να έχει λυθεί με την διοχέτευση της σωστής ροής χρήματος προς τη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο, αυτοί οι πολιτικοί δρώντες –για να συνοψίσω το επιχείρημα του βιβλίου- δεν μπορούσαν να αναλάβουν δράση επειδή είχαν αδρανοποιηθεί από την ίδια την κρίση. Η ίδια η κρίση δεν τους επέτρεψε να αναλάβουν επωφελή δράση. Αυτό που έπρεπε να γίνει προκειμένου να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το ζήτημα έγινε πολύ πιο δύσκολο καθώς εξελισσόταν η οικονομική, δημοσιονομική και νομισματική κρίση.
Αυτό το εμφανές παράδοξο, η μείωση δηλαδή των διαθέσιμων λύσεων όσο πιο επείγουσα ήταν η ανάγκη για αυτές, πρέπει να αποδοθεί στις θεσμικές ανεπάρκειες της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης και στην αποτυχία της να ουδετεροποιήσει τις ανισορροπίες εξουσίας ανάμεσα στα κράτη-μέλη. Συνεπώς, η σύγκρουση παλινδρόμησε σε μια αντιπαράθεση εθνικιστικών παθών αντί να αναχθεί στον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται πολιτικά οι αποφάσεις, έναν τρόπο που βασίζεται στην επεξεργασία λογικών επιχειρημάτων και νόμιμων αξιώσεων. Σήμερα, λιγότερο από δύο χρόνια μετά, διαπιστώνουμε την ταχεία συσσώρευση διάφορων κρίσεων που επηρεάζουν την Ευρώπη ως σύνολο. Διάφοροι σχολιαστές ευλόγως επισημαίνουν πως η ΕΕ βρίσκεται σε μια κατάσταση πολλαπλής νοσηρότητας. Η πρόκληση που θέτει το αθροιστικό αποτέλεσμα αυτών των κρίσεων έχει γίνει πολύ πιο σημαντική από αυτό που θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με το χρήμα, ακόμη και αν αυτό χρησιμοποιείτο με σύνεση και σε πνεύμα πλήρους και αλληλέγγυας συνεργασίας.
Προσφυγική κρίση, κλειστά σύνορα, άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων. Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή η Ευρώπη κατά τη γνώμη σας;
Πρώτα από όλα, η ρωσική κατοχή της Κριμαίας και τμημάτων της Ανατολικής Ουκρανίας παραμένει μια εκκρεμής στρατιωτική σύγκρουση που αφορά το διεθνές δίκαιο και αποσταθεροποιεί την Ουκρανία με τρόπους που ήταν άγνωστοι στην μεταπολεμική Ευρώπη, αν εξαιρέσουμε τους πολέμους με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Δεύτερον, μέχρι το 2015, η Ρωσία, η Τουρκία, οι ΗΠΑ και τα κράτη-μέλη της ΕΕ, καθένας με τη δική του και ανοιχτά αντικρουόμενη στρατιωτική ατζέντα, ενεπλάκησαν σε στρατιωτικές συγκρούσεις στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Η διπλή συνέπεια της σύγκρουσης ήταν, πρώτον, η εξάπλωση της τρομοκρατικής πρακτικής των επιθέσεων αυτοκτονίας και της δολοφονίας πολιτών στην Ευρώπη, την Αφρική ακόμη και τις ΗΠΑ και την Αυστραλία και, δεύτερον, η πυροδότηση ενός τεράστιου κύματος προσφύγων από την περιοχή (από τη Συρία και το Ιράκ συγκεκριμένα) με προορισμό την Ευρώπη, αφού η ικανότητα γειτονικών χωρών να τους απορροφήσουν και να τους εξασφαλίσουν τις βασικές ανάγκες εξαντλήθηκε. Και οι δύο αυτές προκλήσεις, οι οποίες σχετίζονται με την περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής και την κυρίαρχη σύγκρουση ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και το Ιράν, έχουν αλλάξει τις παραμέτρους της πολιτικής εντός της ΕΕ και των κρατών-μελών. Η άνοδος των αντι-ευρωπαϊκών και αντι-φιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων ενισχύεται από τον ψευδή και δημαγωγικό ισχυρισμό πάνω στον οποίο ανθίζει η Ισλαμοφοβία του δεξιού λαϊκισμού. Ότι δηλαδή η αύξηση του αριθμού των τρομοκρατικών γεγονότων και η φιλελεύθερη προσέγγιση της προσφυγικής μετανάστευσης συνδέονται αιτιωδώς και συνεπώς πρέπει να καταπολεμήσουμε τον τρόμο χτίζοντας φράχτες. Η αλήθεια είναι πως η πλειονότητα των δραστών τρομοκρατικών επιθέσεων που γνωρίζουμε είναι πολίτες (και συνήθως γηγενείς) των κρατών-μελών της ΕΕ με οικογενειακές ρίζες στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Τρίτον, η ροή των προσφύγων θέτει μια πρόκληση στην ΕΕ και τα κράτη-μέλη, μια πρόκληση που επιδεινώνεται και επιταχύνεται από την δικαιολογημένη πρόβλεψη των προσφύγων ότι η Ευρώπη θα διακόψει σύντομα την πρόσβαση στα εδάφη της -εξαιτίας της ανικανότητάς της να αντιμετωπίσει την σπουδαιότητα του προβλήματος- και ότι συνεπώς βρίσκονται αντιμέτωποι με μια επιλογή του τύπου «ή τώρα ή ποτέ».
Η Ευρώπη από τη μεριά της αντιμετωπίζει ένα διπλό πρόβλημα συλλογικής δράσης που αφορά τον διαμοιρασμό των βαρών. Υπό την επίδραση της διογκούμενης ροής των προσφύγων, όχι μόνο το καθεστώς του Δουβλίνου αλλά και το καθεστώς των ανοιχτών συνόρων της Συνθήκης Σένγκεν, ένα από τα πιο σημαντικά και τα πιο δημοφιλή επιτεύγματα στην ιστορία της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης, κατέρρευσε. Τα κράτη μέλη, έχοντας προχωρήσει στην επώδυνη συνειδητοποίηση ότι η ΕΕ ήταν ανίκανη να ελέγξει τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, στράφηκαν σε μονομερές κλείσιμο των εθνικών συνόρων για να φράξουν (ή τουλάχιστον να περιορίσουν σημαντικά) την πρόσβαση των προσφύγων στα εθνικά εδάφη. Δεύτερον, και για λόγους που έχουν να κάνουν με την εθνική ιστορία και την πολιτική κουλτούρα, οι χώρες του Βίζενγκραντ (Τσεχία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Πολωνία) διακήρυξαν την αποφασιστικότητά τους να εμποδίσουν με κάθε νομικό, πολιτικό και τεχνικό μέσο που είχαν στη διάθεσή τους κάθε διακανονισμό που αφορά τον διαμοιρασμό των βαρών εντός της ΕΕ, έναν διαμοιρασμό που θα είχε ως αποτέλεσμα να υποδεχθούν ένα σημαντικό αριθμό προσφύγων. Και τούτο, παρά τις όποιες υποχρεώσεις που απορρέουν από το ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο. Παρά τις απόπειρες της Γερμανίας –και στην αρχή της Αυστρίας- να πείσουν τις κυβερνήσεις των άλλων κρατών-μελών να αναγνωρίσουν ότι το προσφυγικό είναι μια πρόκληση που απαιτεί μια υπερ-εθνική –«ευρωπαϊκή»- πολιτική λύση, η πλειονότητα των μελών επέμεινε στην υιοθέτηση εθνικών και τεχνικών λύσεων χωρίς συντονισμό, όπως το κλείσιμο συνόρων και η ανύψωση φραχτών.
Στο τελευταίο σας βιβλίο υποστηρίζετε πως η οικονομική κρίση δημιούργησε μια διαίρεση ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο της Ευρώπης. Με ποιο τρόπο οι νέες αυτές προκλήσεις επηρεάζουν αυτή τη διαίρεση;
Η διαχωρισμός ανάμεσα στους νικητές και τους ηττημένους του κοινού νομίσματος που δημιούργησε η κρίση χρέους δεν είναι πλέον ο μόνος διαχωρισμός που διαιρεί την ΕΕ. Επιπλέον, η προσφυγική κρίση έφερε στο φως μια διαίρεση που επιμένει ανάμεσα στα «παλιά» και τα «νέα» κράτη-μέλη.
Η διαχωρισμός ανάμεσα στους νικητές και τους ηττημένους του κοινού νομίσματος που δημιούργησε η κρίση χρέους δεν είναι πλέον ο μόνος διαχωρισμός που διαιρεί την ΕΕ. Επιπλέον, η προσφυγική κρίση έφερε στο φως μια διαίρεση που επιμένει ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, ανάμεσα στα «παλιά» και τα «νέα» κράτη-μέλη, κυρίως την ομάδα του Βίζενγκραντ αλλά και τη Ρουμανία.
Αυτή η διαίρεση μπορεί να έχει τις ρίζες της σε ένα δίλημμα που δεν επιλύθηκε αλλά συγκαλύφτηκε από αυτό που στη μεν Δύση ονομάζουμε «διεύρυνση προς την Ανατολή» και στη δε Ανατολή «ένταξη». Τα κίνητρα που οδήγησαν την κάθε πλευρά σε αυτή τη διαδικασία ήταν ενδεχομένως αντικρουόμενα εξαρχής. Η «διεύρυνση προς την Ανατολή» προωθήθηκε από τη Δύση για να επιβληθούν όροι στα νέα κράτη μέλη που αναδύθηκαν από τον κρατικό σοσιαλισμό και να διασφαλιστεί η πολιτική σταθερότητα στην ανατολική και νοτιοανατολική περιοχή της Ευρώπης υπό καθεστώς φιλελεύθερης δημοκρατίας, κράτους δικαίου και προστασίας των μειονοτήτων. Αυτό όμως που ενδιέφερε πρωτίστως τα νέα μέλη ήταν η ευημερία μέσα από την πρόσβαση στην αγορά, την πρόσβαση στα κονδύλια της ΕΕ και τα προνόμια των τεσσάρων ελευθεριών της Ένωσης. Όταν η Δύση είδε την άνοδο ημι-αυταρχικών και εθνοκεντρικών καθεστώτων στην Ανατολή (και όχι μόνο στην Ουγγαρία και στην Πολωνία το 2015) και η Ανατολή συνειδητοποίησε ότι οι μετα-κομμουνιστικές οικονομίες παραμένουν σε μεγάλο βαθμό πίσω και εξαρτώμενες και οι δύο προσδοκίες διαψεύστηκαν. Το αποτέλεσμα είναι η εμβάθυνση της διαιρετικής τομής μεταξύ Δύσης και Ανατολής που είχε αποκρύψει η ένταξη μελών από το 2004 έως το 2013. Η απαρχή αυτής της διαίρεσης μπορεί να εντοπιστεί στην απουσία στην Ανατολή της φιλελεύθερης κληρονομιάς των δυτικών φοιτητικών και άλλων κινημάτων, όπως ο φεμινισμός και οι καμπάνιες για την προστασία των μειονοτήτων. Υπό μία πιο ιστορική οπτική, κάποιοι αναλυτές μιλούν για «δύο Ευρώπες» (István Pogány) που αποτελούνται από αποκλίνουσες παραδόσεις και έχουν ενσωματωθεί φαινομενικά και πρόσκαιρα σε μία. Η ενσωμάτωσή τους μπορεί να είναι μια διαδικασία πιο μακρά και πιο δύσκολη από ό,τι περίμενε κανείς.
Μια από τις πιο ανησυχητικές εξελίξεις των τελευταίων ετών είναι η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη. Πως αξιολογείτε αυτό το φαινόμενο;
Η σύμπτωση της ανεπίλυτης κρίσης χρέους και των συνεπειών της για την ανάπτυξη και την απασχόληση με την κλιμακούμενη προσφυγική κρίση αποδείχθηκε ένα πραγματικό δώρο θεού για την λαϊκιστική δεξιά στην Ευρώπη
Η σύμπτωση της ανεπίλυτης κρίσης χρέους και των συνεπειών της για την ανάπτυξη και την απασχόληση με την κλιμακούμενη προσφυγική κρίση αποδείχθηκε ένα πραγματικό δώρο θεού για την λαϊκιστική δεξιά στην Ευρώπη.
Όπως αναφέρει η λεπτομερής ανάλυση του European Policy Center (Φεβρουάριος 2016), τα λαϊκιστικά κόμματα και κινήματα λειτουργούν περισσότερο ως μια «δύναμη παρεμπόδισης» παρά ως πηγή βιώσιμων πολιτικών εναλλακτικών. Ο εθνικιστικός λαϊκισμός και ο λαϊκισμός που βασίζεται στους αποκλεισμούς ανθούν στη βάση κινητοποιήσεων που στόχο έχουν να παρεμποδίσουν κάτι, όπως η ρητορική αντίθεση στην ενσωμάτωση στην ΕΕ και το ευρώ, στα σύνορα που είναι ανοιχτά για ξένα αγαθά, στις ξένες επενδύσεις και στην εκροή αναπτυξιακής βοήθειας. Τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη μορφή, έχουμε να κάνουμε με το ευρωπαϊκό ισοδύναμο του αναδυόμενου αμερικανικού φαινομένου του Ντόναλντ Τραμπ, το οποίο αποστρέφονται οι φιλελεύθεροι δημοκράτες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Τα βασικά σημεία της πολιτικής τους τοποθέτησης στην Ευρώπη είναι η αντίθεση στην μετανάστευση, τόσο στην μετανάστευση λόγω προσφυγιάς όσο και στην μετανάστευση για αναζήτηση εργασίας -όπου και οι δύο μορφές παρουσιάζονται ως παράγοντες που αυξάνουν τους κινδύνους εγκλημάτων, σεξουαλικών επιθέσεων και τρομοκρατικών επιθέσεων- και η αντίθεση στη λεγόμενη «ξένη κυριαρχία» των «Βρυξελλών».
Σε μια προσπάθεια να απαντήσουν σε αυτό που ο Μαξ Βέμπερ θα χαρακτήριζε «αρνητική» πολιτική, τα κεντρώα κόμματα τείνουν να δημιουργούν συμμαχίες για να αποτρέψουν την περαιτέρω ανάπτυξη λαϊκιστικών, ταυτοτικών πολιτικών. Την ίδια στιγμή ωστόσο, συχνά αφομοιώνονται σε αυτό που προσποιούνται ότι επιχειρούν να αποτρέψουν. Αν λάβει κανείς υπόψη του αυτά τα ασταθή θεμέλια της Ένωσης, το επερχόμενο βρετανικό δημοψήφισμα για το Brexit μοιάζει σαν μια μικρή απειλή στην ακεραιότητα της ΕΕ. Τα ισχυρά συμφέροντα των κυρίαρχων ομάδων στη Βρετανία αναμένεται να συμβάλλουν στην υπερίσχυση των άποψης που προβάλλει τα οικονομικά πλεονεκτήματα της παραμονής στην ΕΕ έναντι εκείνης που προτάσσει την πικρία προς την Ένωση. Βέβαια, ο έμμεσος κίνδυνος ενός πραγματικού Brexit έγκειται στο ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα για άλλα κράτη-μέλη που μπουν ενδεχομένως στον πειρασμό της μίμησης.
Πως βλέπετε το μέλλον της Ευρώπης, δεδομένων των σημερινών συνθηκών;
Πολλοί παρατηρητές υποστηρίζουν πως η ΕΕ, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και της κρίσης χρέους, των δύο εσωτερικών της διαιρέσεων, της έλλειψης ικανότητας να διαδραματίσει έναν ειρηνευτικό ρόλο στις ένοπλες συγκρούσεις στις γειτονικές περιοχές, της προσφυγικής κρίσης και της ανόδου του δεξιού λαϊκισμού στα κράτη μέλη, βρίσκεται σε μία κρίσιμη καμπή. Άλλοι εκτιμούν ότι η Ένωση είναι οπωσδήποτε καταδικασμένη : «Όπως έχουν τα πράγματα, η ΕΕ είναι έτοιμη να αποσυντεθεί» (George Soros). Σε κάθε περίπτωση, το βάρος της διάψευσης αυτών των σκοτεινών εκτιμήσεων το φέρουν οι πολιτικές ελίτ της Ευρώπης. Βεβαίως, κάποιος θα ευχόταν ο ορθός λόγος, η ικανότητα των παικτών να συμφωνήσουν σε δίκαιους κανόνες και μετά με αξιοπιστία να συμμορφωθούν σε αυτούς, θα υπερισχύσει του εγωιστικού συμφέροντος και των επιθετικών παθών. Για την ώρα ωστόσο, το μόνο που θα μπορούσε κάποιος να ελπίζει είναι ότι το συμφέρον, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό θα γίνει σωστά αντιληπτό, θα διατηρήσει υπό έλεγχο αυτά τα πάθη.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr