
Ακρίβεια, διαφθορά και έλλειψη διαφάνειας είναι τα προβλήματα που οι πολίτες κρίνουν ως σοβαρότερα, όπως καταδεικνύει η δημοσκόπηση της Prorata, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα των Συντακτών.
Την ίδια ώρα, ο κοινωνικός συναισθηματικός καμβάς συγκροτείται κυρίως στη βάση συναισθημάτων όπως η απογοήτευση, ο θυμός και η απελπισία, τα οποία ανιχνεύονται ως εξαιρετικά πιο διευρυμένα μεταξύ των νεότερων ηλικιών και των χαμηλότερων εισοδημάτων.
Ως προς την εκλογική επιρροή των κομμάτων, χωρίς αναγωγή, η Ν.Δ. παραμένει κυρίαρχη αλλά σε σταθερά χαμηλές πτήσεις (23,5%), στη δεύτερη θέση εντοπίζεται το ΠΑΣΟΚ με 11,5%, ενώ ακολουθεί με αυξητικές τάσεις η Ελληνική Λύση (10%) που επανακτά την τρίτη θέση από την Πλεύση Ελευθερίας, της οποίας, αντίθετα, η επιρροή μειώνεται στο 8%. Για το ΚΚΕ (8%) και τον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. (7%) δεν καταγράφονται διαφοροποιήσεις, εν αντιθέσει με το κόμμα της Α. Λατινοπούλου, το οποίο αυξάνει δυνάμεις, φτάνοντας το 4%. Σταθερά, το ΜέΡΑ25 καταγράφει επιρροή κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης (3,5%), ενώ άλλα κόμματα, όπως η Νίκη (2%), η Νέα Αριστερά (1,5%) και το Κίνημα Δημοκρατίας (1,5%) σημειώνουν χαμηλότερες επιδόσεις.
Σε σχέση με την παρουσία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, τα ευρήματα προτείνουν μέτριο προς χαμηλό βαθμό ικανοποίησης από τις εξαγγελίες και κυρίως, εφόσον αυτές υλοποιηθούν, εξαιρετικά χαμηλή εκτίμηση επιδραστικότητας στην καθημερινότητα των πολιτών, ματαιώνοντας ενδεχομένως τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί. Πιο συγκεκριμένα, το ποσοστό όσων δηλώνουν σχετική ή υψηλή ικανοποίηση από τις εξαγγελίες φτάνει στο 24%, ενώ το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι εφόσον αυτές υλοποιηθούν η ζωή τους θα βελτιωθεί πολύ ή αρκετά περιορίζεται στο 14%, αυτών που εκτιμούν ότι θα βελτιωθεί λίγο στο 25%, με αυτούς που ισχυρίζονται ότι δεν θα υπάρξει καμία απολύτως βελτίωση να φτάνουν το 60%.

Ως προς το ενδεχομένως κρισιμότερο πεδίο κομματικού ανταγωνισμού, την οικονομία, το 20% δηλώνει πολύ ή αρκετά ικανοποιημένο από τις επιδόσεις της κυβέρνησης, το 22% όχι ιδιαίτερα, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία (58%) καθόλου, τεκμηριώνοντας ευρύτερη δυσαρέσκεια σε σχέση με την εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, μόλις το 14% θεωρεί ότι η κατάσταση στην οικονομία θα ήταν καλύτερη με μια κυβέρνηση της Ελληνικής Λύσης, το 13% με μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ή ΚΚΕ και μόλις το 10% αν κυβερνούσε η Πλεύση Ελευθερίας. Ούτε όμως η προοπτική σχηματισμού μιας κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ δείχνει να πείθει (12%), ακόμα και αν συνολικά προκαλεί σημαντικά μικρότερη ανησυχία. Εν κατακλείδι, τα στοιχεία τεκμηριώνουν ισχυρή αμφισβήτηση της ικανότητας της αντιπολίτευσης να πείσει ότι υπάρχει εναλλακτική και ενδεχομένως μια σταδιακή παγίωση της αντίληψης ότι τα δεδομένα στο οικονομικό πεδίο γενικώς δεν μπορούν να αλλάξουν δραστικά.

Την ίδια στιγμή, το 16% της κοινής γνώμης θεωρεί ότι την πιεστικότερη στην κυβέρνηση αντιπολίτευση ασκεί η Ελληνική Λύση, το 14% ότι την ασκεί η Πλεύση Ελευθερίας, το 13% το ΠΑΣΟΚ και το 5% το ΚΚΕ. Ωστόσο, το 40% εκτιμά ότι κανένα κόμμα δεν πιέζει επαρκώς την κυβέρνηση, εύρημα-τεκμήριο και στην υπόθεση περί μη αποτελεσματικής αντιπολίτευσης. Ως ενδείξεις, δε, των συνολικότερων δημογραφικών διαφοροποιήσεων που καταγράφονται στις πολιτικές στάσεις, οι νεότεροι εκλογείς και τα χαμηλότερα εισοδήματα αξιολογούν με θετικότερο τρόπο απ’ ό,τι οι μεγαλύτερες ηλικίες και τα υψηλότερα εισοδήματα την αντιπολιτευτική αποτελεσματικότητα της Ελληνικής Λύσης και της Πλεύσης Ελευθερίας, την ίδια στιγμή που το ποσοστό, το οποίο λαμβάνει το κόμμα του Κ. Βελόπουλου στον σχετικό δείκτη μεταξύ των εκλογέων της βόρειας Ελλάδας σκαρφαλώνει στο 24%.
Εν συνεχεία, διερευνήθηκε η στάση της κοινής γνώμης απέναντι στο ενδεχόμενο δημιουργίας νέων κομμάτων από τον Α. Τσίπρα και τον Α. Σαμαρά: το 8% δηλώνει ότι με βεβαιότητα θα ψήφιζε έναν νέο κόμμα υπό την ηγεσία του πρώτου και το 12% ότι θα ήταν σχετικά πιθανό να το πράξει, ποσοστά τα οποία στην περίπτωση του Α. Σαμαρά περιορίζονται στο 3% και 10%, αντίστοιχα.

Η σημαντικά πιο επιδραστική παρουσία του Α. Τσίπρα στα πολιτικά πράγματα τεκμηριώνεται και από σημαντικές –αν και όχι ανατρεπτικού χαρακτήρα– μεταβολές στον δείκτη εμπιστοσύνης προσώπων για την πρωθυπουργία της χώρας: στη σχετική ερώτηση, χωρίς τους δύο πρώην πρωθυπουργούς, προηγείται ο Κ. Μητσοτάκης με 27% και ακολουθούν ο Ν. Ανδρουλάκης με 8% και η Ζ. Κωνσταντοπούλου, ο Κ. Βελόπουλος και ο Δ. Κουτσούμπας με 6%, ενώ όταν στη σχετική λίστα προστίθενται τα ονόματά τους, πρώτος παραμένει ο Κ. Μητσοτάκης με 25%, ακολουθεί με 11% ο Α. Τσίπρας, με 6% οι Κ. Βελόπουλος και Ν. Ανδρουλάκης, με 5% ο γ.γ. του ΚΚΕ και με 4% ο Α. Σαμαράς. Τέλος, σημαντική ένδειξη της διευρυμένης αίσθησης απουσίας εναλλακτικής προς τον Κ. Μητσοτάκη είναι το ποσοστό που λαμβάνει η απάντηση "Δεν θα εμπιστευόμουν κάποιον από τους παραπάνω", η οποία και στις δύο περιπτώσεις συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό (34% και 29%, αντίστοιχα).
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr