
Μέσα στο Μάη σκοτώθηκες, το αίμα σου μαβί,
έβαψε μαύρο τον ουρανό, κόκκινο τον καιρό.
Κόκκινο τριαντάφυλλο, κόκκινο το δειλινό...
Αγωνίστηκε, τόλμησε, επαναστάτησε, άντεξε στις πιο άγριες συνθήκες, έγραψε ποίηση, ερωτεύτηκε, ξεπέρασε στεγανά και στερεότυπα, στάθηκε σύμβολο αγώνα και ηρωισμού, ενέπνευσε δημιουργούς, ποιητές και σκηνοθέτες.
Σχεδόν 40 χρόνια μετά τον θάνατό του, η ιστορία έχει τοποθετήσει τον Αλέξανδρο Παναγούλη στο πλέον τιμητικό βάθρο, σε αυτό του επαναστάτη ενάντια στη λήθη, του ανίκητου από τον χρόνο, που συνοδεύεται πάντα από το ίδιο σύνθημα: Ζει.
Για τη ζωή και την πορεία του έχουν γραφτεί χιλιάδες άρθρα, στίχοι, συνθήματα: από κατευθυνόμενα από τη χούντα δημοσιεύματα μέχρι ερωτικά γράμματα και τραγούδια που σημάδεψαν γενιές. Ας ανατρέξουμε στη θαυμαστή διαδρομή του μέσα από κάποια από τα πλέον χαρακτηριστικά...

Λιποτάκτης, συνωμότης, όργανο κομμουνιστών...
Στη βιογραφία του «Ενας άνδρας», η Οριάνα Φαλάτσι δίνει τη δική του εκδοχή για την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Γεωργίου Παπαδόπουλου στις 13 Αυγούστου 1968: «Δεν επιδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επιδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο».

Ο ελεγχόμενος Τύπος της εποχής αντιδρά με απέχθεια απέναντι στον δράστη της επίθεσης εναντίον «του κ. Πρωθυπουργού». Τον παρουσιάζουν ως εγκληματία, συνωμότη, φασίστα και ταραχοποιό.

«Ο δράστης λιποτάκτης υπολοχαγός όργανον των φασιστών συνελήφθη» αναφέρει το πρωτοσέλιδο της «Ακρόπολης» δίπλα στην ολόσωμη φωτογραφία του, ανάλογα κινούνται και οι υπόλοιπες μεγάλες εφημερίδες της εποχής, σημειώνοντας με μεγάλους τίτλους την «αγανάκτηση» που προκάλεσε η απόπειρα.
Δημοσιεύματα της εποχής ανακαλύπτουν ιστορίες που επιβεβαιώνουν το παρελθόν του ως ταραχοποιού, κατηγορείται επίσης ότι δεν ενδιαφερόταν για τα μαθήματά του αλλά είχε γίνει όργανο των κομμουνιστών...
Οσο για τους σκοπούς της επίθεσης εναντίον του δικτατόρα; Δημοσιεύματα τους εντοπίζουν στην προσπάθεια ανάκοψης του τουρισμού προς την Ελλάδα και ανατροπής «των άριστων συνθηκών τάξεως, γαλήνης και ασφαλείας»...

Η θανατική ποινή, σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι

Δικάζεται ως τρομοκράτης και το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου καταδικάζεται σε θάνατον -ως προέβλεπαν οι εφημερίδες- και μεταφέρεται στην Αίγινα για να τουφεκιστεί. Ουδείς μπορούσε να προβλέψει το μέγεθος των διεθνών αντιδράσεων, που αναγκάζουν ακόμα και τους ξένους υποστηρικτές του δικτατορικού καθεστώτος να πιέσουν ώστε να μην πραγματοποιηθεί η εκτέλεση.

Στην Ιταλία σταματούν σε ώρα αιχμής όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς σε μια ένδειξη σιωπηρής διαμαρτυρίας (ανάλογες εκδηλώσεις γίνονται σε πολλέες ευρωπαϊκές πόλεις), ενώ πολιτικοί,, ο Πάπας, άνθρωποι του πνεύματος, καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο (όπως ο Πικάσο) ζητούν τη ματαίωση της θανατικής ποινής.
Ημερολόγιο των ημερών εκείνων κρατά ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, ο οποίος γράφει για τη μέρα της εκτέλεσης:
«20 Nοεμβρίου, 1968 - Ο Παναγούλης πρόκειται να τουφεκιστεί κι εγώ δεν μπορώ ούτε κατά διάνοια ν' ανεχτώ κάτι τέτοιο. Βρίσκομαι κλεισμένος σ' ένα δωμάτιο ξενοδοχείου δέσμιος υποχρεώσεων, μελλοντικών σχεδίων, κ.λπ., όμως συνάμα κυριευμένος από ένα περίεργο αίσθημα νευρικότητας εξαιτίας της ανικανότητας μου ν' αντιδράσω. Είναι αλήθεια ότι τις τελευταίες δεκαετίες μου συνέβη συχνά να ζυμωθώ με τον κόσμο και «ν' αποφασίσω» κι εγώ ανάμεσα σε κραυγές διαμαρτυρίας σαν αυτές που σήμερα τόσο εντυπωσιακά και βίαια εκτινάζονται ψηλά μέχρι τον ουρανό του Τορίνο. Πολλές φορές υπέφερα κι ένιωθα να σκίζονται τα σπλάχνα μου από αγωνία και θυμό, όμως ποτέ πριν δεν μου συνέβη να νοιώσω έτσι όπως σήμερα. Τι το ειδικό έχει αυτή η καταδίκη εις θάνατον; Δεν ξέρω πώς να το εκφράσω. Μου 'ρχονται στο νου μονάχα κάτι κοινοτοπίες όπως π.χ.: είναι η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Δεν καταλαβαίνω όμως γιατί τώρα ξαφνικά φαίνεται το ποτήρι αυτό γεμάτο μέχρι το χείλος, ώστε να ξεχειλίσει. Βεβαίως ανέκαθεν αναρωτιόμουν αν το ποτήρι της υποταγής και της καρτερίας μας μπορούσε να έχει απύθμενη χωρητικότητα. Και βρίσκομαι τώρα να κρατώ εγώ ένα ποτήρι ξέχειλο χωρίς καθόλου να διαθέτω την εμπειρία κάποιου που έχει φτάσει στα όρια της ανοχής. Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα γι' αυτό που λέω από την περίπτωση του Παναγούλη...».
Οσο πιο άθλιο το βάσανο, τόσο πιο υψηλό το ιδεώδες
Η διεθνής ανησυχία για την πιθανότητα εκτέλεσης πιάνει τόπο και ο Αλέξανδρος Παναγούλης μεταφέρεται στις εκλογές του Μπογιατίου. Δεν τον εκτελούν, αλλά τον βάζουν να ζει σε ένα τάφο, δεμένος και απομονωμένος, χωρίς παράθυρο με μια τρύπα υπονόμου στο έδαφος. Βασανίζεται, αλλά δεν λυγίζει, συνεχίζει να διεκδικεί την ελευθερία μέσα από επανειλημμένες απόπειρες να δραπετεύσει.
Η ποίηση τον συναντά στην απομόνωση του κελιού, ανάμεσα στα πιο άγρια βασανιστήρια. Γράφει σε μικροσκοπικά χαρτάκια με μελάνι, τα αντικαθιστά με το αίμα του. Μιλά γι΄αυτό στο ποίημα «Διεύθυνσή μου»: «Ένα σπιρτόξυλο για πέννα / αίμα στο πάτωμα χυμένο για μελάνι / το ξεχασμένο περιτύλιγμα της γάζας για χαρτί / Μα τι να γράψω; / Τη Διεύθυνσή μου μονάχα ίσως προφτάσω / Παράξενο και πήζει το μελάνι / Μέσ’ από φυλακή σας γράφω στην Ελλάδα».
Το 1972, ενώ βρίσκεται ακόμα στη φυλακή, εκδίδεται στο Παλέρμο η πρώτη ποιητική συλλογή του, μετά την απελευθέρωσή του το 1973 (λόγω των εντόνων πιέσεων της διεθνούς κοινότητας προς τον αυταρχικό χαρακτήρα του καθεστώτος) εκδίδεται η δεύτερη. Και στις δύο προλογίζει ο Παζολίνι, ο οποίος γράφει: «Οσο πιο καθαρά σωματικό, σαρκικό, άθλιο είναι το βάσανο, τόσο πιο άυλο, πνευματικό, υψηλό είναι το ιδεώδες….ο Παναγούλης δεν έθεσε ποτέ στον εαυτό του το πρόβλημα της λογοτεχνίας, απλώς υιοθέτησε την αντίληψη για τη λογοτεχνία που είχε μέσα του και τη χρησιμοποίησε».

Εψαξε την αλήθεια και τη βρήκε
Ούτε τα βασανιστήρια, ούτε το κελί τον νίκησαν. Ηταν σίδερο και μόνο το σίδερο μπορούσε να τον σκοτώσει, ήταν η φράση που γυρνούσε σε όλο τα στόματα μετά την Πρωτομαγιά του 1976, όταν το Fiat Mirafiori του, δώρο της Φαλάτσι, έπεσε σε υπόγειο κατάστημα στη Βουλιαγμένης.

Για τα μέσα ενημέρωσης της εποχής, ο θάνατός του είναι η σημαντικότερη είδηση μετά την επάνοδο της δημοκρατίας.
Η κρατική τηλεόραση ακολουθεί την κυβερνητική γραμμή που μιλά για ατύχημα, αναφέροντας ότι στην εξέταση αίματος που του έγινε βρέθηκε αλκοόλ.
Οι εφημερίδες όμως δεν αγνοούν την εκδοχή της δολοφονίας. «Τον σκότωσαν για να μην κάνει αποκαλύψεις. Χτυπήθηκε από σφαίρα δηλητηρίου;» γράφει το πρωτοσέλιδο των «Νέων», σε «δολοφονία» αναφέρεται και η «Ελευθεροτυπία», ενώ παντού υπάρχουν αναφορές στις αποκαλύψεις που σκόπευε να κάνει.


Πεπεισμένος για δολοφονική ενέργεια εμφανίζεται ο ξένος Τύπος, με το «Time» να γράφει χαρακτηριστικά: «Οι Έλληνες γνωρίζουν πολλά για ήρωες και μύθους, ώστε να μην πιστεύουν σε ατυχήματα».
Πλήθος κόσμου συρρέει στην κηδεία του στις 5 Μαΐου, με τις φωνές όλων να ενώνονται στο σύνθημα που έκτοτε ακολουθεί το όνομά του: «Ζη» (κατά τη γραφή της εποχής).
Κάτω από το γυάλινο φέρετρο βρίσκεται το σεντόνι που έχει κεντήσει η μητέρα του, Αθηνά, που έχει ζητήσει να μην του σταυρώσουν τα χέρια γιατί ήταν πολύ καιρό με χειροπέδες, και στη βάση μια αφίσα: «Tο 1968 ο Aλέξανδρος Παναγούλης καταδικάστηκε σε θάνατο γιατί έψαξε την ελευθερία. Tο 1976 ο Aλέξανδρος πέθανε γιατί έψαξε την αλήθεια και τη βρήκε».

Μαζί σου όλα σκοτώθηκαν, όνειρα, ιδανικά...
Για την κηδεία του Αλέξανδρου Παναγούλη, η σύντροφός του, Οριάνα Φαλάτσι, γράφει στο βιβλίο της «Ενας άνδρας»: «Κείνο το ατέλειωτο ταξίδι, με το φέρετρο πεταμένο στραβά και το κορμί σου σε κοινή θέα σαν αντικείμενο βιτρίνας, βάρβαρα, σχεδόν σαν πρόκληση πουτάνας: κοιτάτε - αλλά - μην - αγγίζετε. Κείνος ο εφιάλτης δίχως τέλος, μέσα στη νεκροφόρα που φυλακισμένη από τη λάβα δεν προχωρούσε και, αν κέρδιζε κάνα μέτρο, το ξανάχανε αμέσως. Θα πρέπει να κάναμε τρεις ώρες για μια διαδρομή που σε κανονικές συνθήκες χρειαζόταν δέκα λεφτά: οδός Μητροπόλεως, οδός Όθωνος, οδός Αμαλίας, οδός Διάκου, οδός Αναπαύσεως. Οι αστυφύλακες που θα 'πρεπε να συνοδεύουν την προγραμματισμένη πομπή είχαν χαθεί αμέσως μέσα στο μακελειό, συχνά πληγωμένοι ή κακοποιοημένοι· οι νεαροί που 'χαν αναλάβει την περιφρούρηση σαρώθηκαν αμέσως, από πολλές δεκάδες δεν απόμειναν παρά πέντε έξι ναυάγια γεμάτα μελανιές που τεντώνονταν να προστατέψουν τα σπασμένα παράθυρα. Το βλέπει κανείς και στις φωτογραφίες που πάρθηκαν από ψηλά και όπου η νεκροφόρα είναι μια μικρή ακαθόριστη κηλίδα που πνίγεται μέσα στο στρόβιλο μιας συμπαγούς μάζας, το μάτι του κυκλώνα, το κεφάλι του χταποδιού...».
Η προσωπικότητα και η ζωή του ενέπνευσαν συγγραφείς, μουσικούς και σκηνοθέτες. Εγινε ταινία (Panagulis Vive), ντοκιμαντέρ (Altri Seguiranno), μουσικό έργο του Ενιο Μορικόνε (Non Devi Dimenticare, που σημαίνει «δεν πρέπει να ξεχάσεις»).

Και βέβαια από αυτόν εμπνεύστηκαν σπουδαίοι Ελληνες καλλιτέχνες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος πέρα από τους στίχους του που μελοποίησε (όπως το «Πάλης ξεκίνημα νέοι αγώνες» που γράφτηκε για το Πολυτεχνείο), έγραψε μουσική και στίχους ειδικά για εκείνον -«...εκείνον που ήταν μόνος μες στα πλήθη, εκείνον που ήταν μόνος στο κελί...».
Αφιερωμένο στον Αλέξανδρο Παναγούλη είναι και το «Κόκκινο τριαντάφυλλο» που σαν σήμερα, μια άλλη Πρωτομαγιά, έβαψε κόκκινο το δειλινό...
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr