
Η Πτώση είναι το βιβλίο του δημοσιογράφου και πρώην υπουργού, πρώην διεθυντή της εφημερίδας Τα Νέα και το Βήμα, Παντελή Καψή, που επιχειρεί να αναλύσει πώς και γιατί το ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε λόγω των μνημονίων. Πώς και γιατί μόνο το ΠΑΣΟΚ πλήρωσε την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, ενώ και η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισαν και αυτά μνημόνια.
Γιατί το ΠΑΣΟΚ εξαερώθηκε πολιτικά και εκλογικά, ενώ η στάση του τελικά δικαιώθηκε; Όπως γράφει και ο ίδιος στην εισαγωγή του βιβλίου του, "αυτή η αντίφαση αποτέλεσε και την αφορµή του βιβλίου. Ήθελα, γράφει, να καταλάβω τους λόγους της κατάρρευσης. Ήταν αναπόφευκτη ή έγιναν λάθη τα οποία αν τα είχε αποφύγει η εξέλιξη µπορεί να ήταν διαφορετική;

Προφανώς δεν υπάρχει εύκολη απάντηση, συνεχίζει. Μπορεί ωστόσο κανείς να διακρίνει µια αλληλουχία παραγόντων οι οποίοι οδήγησαν στην κατάρρευση. Κάποιοι ήταν πέρα από τις δυνατότητες της Ελλάδας να τους αντιµετωπίσει. ∆ιαµορφώνονταν από τις συνθήκες που επικρατούσαν στη διεθνή οικονοµία και στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και από τις αντιλήψεις για την κρίση στις ηγεσίες των ισχυρότερων κρατών, ιδίως της Γερµανίας. Αποτελούσαν ένα ασφυχτικό πλαίσιο µέσα στο οποίο η Ελλάδα θα έπρεπε να κινηθεί. Συχνά το υποτίµησε, κι αυτό ίσως ήταν το κορυφαίο λάθος της κυβέρνησης Παπανδρέου.
Μια κυβέρνηση η οποία ξεκίνησε τη θητεία της µε ένα µεγάλο πρόβληµα: το 2009 το ΠΑΣΟΚ ήταν ένα κόµµα σε µάχη µε τον εαυτό του. Σε επίπεδο ηγεσίας αυτό εκφραζόταν από τον αποκλεισµό των πιο πεπειραµένων στελεχών του. Ήταν τα στελέχη του Βενιζέλου µε τον οποίο η ρήξη ουσιαστικά δεν γεφυρώθηκε ποτέ. Αλλά ήταν και οι εκσυγχρονιστές, τα στελέχη του περιβάλλοντος Σηµίτη, µε τον οποίο επίσης ο Γιώργος είχε έρθει σε ρήξη. Το αποτέλεσµα ήταν ο στενός πυρήνας του Γιώργου να αποτελείται από τους επονοµαζόµενους "κηπουρούς", χαρακτηρισµός ο οποίος ασφαλώς αδικεί ορισµένους από αυτούς. Οι περισσότεροι ωστόσο αποδείχθηκαν πράγµατι κατώτεροι των περιστάσεων.

Η εισαγωγή του βιβλίου Η Πτώση
Στις 4 Απριλίου του 2022, η Ελλάδα εξόφλησε την τελευταία δόση από το δάνειο των 30 δισεκατοµµυρίων που είχε συνάψει µε το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο το 2010. Θα µπορούσε να θεωρηθεί και τέλος εποχής. Με την πληρωµή, ολοκληρωνόταν η αποστολή του ∆ΝΤ στην Ελλάδα. Οι τακτικές αξιολογήσεις µε τις συστάσεις που τις ακολουθούσαν, µια διαδικασία τόσο υποτιµητική για µια χώρα της Ευρωζώνης, θα ανήκαν στο παρελθόν. Κανονικά το δάνειο έληγε το 2024, η Ελλάδα ωστόσο προτίµησε να το εξοφλήσει πρόωρα, καταβάλλοντας την τελευταία δόση που είχε αποµείνει, ύψους 1,86 δισεκατοµµυρίων. Tο Ταµείο θα είχε πλέον την ευθύνη να υποβάλλει τις ετήσιες εκθέσεις που προβλέπονται για κάθε χώρα µέλος του.
Λίγους µήνες αργότερα, τον Αύγουστο, η Ελλάδα βγήκε και από το καθεστώς της "αυξηµένης εποπτείας" από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μπήκε στο καθεστώς της "µεταπρογραµµατικής παρακολούθησης", ό,τι ακριβώς ισχύει δηλαδή και για τις άλλες χώρες που βρέθηκαν σε πρόγραµµα, όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος.
Συµβολικά, οι εξελίξεις αυτές θα µπορούσε να θεωρηθεί ότι σηµατοδοτούν αυτό που ονοµάστηκε επιστροφή στην κανονικότητα. Μια κανονικότητα όµως η οποία είναι ριζικά διαφορετική από την προ των µνηµονίων εποχή. Στην κοινωνία παραµένουν η πόλωση, ο διχασµός και η ρητορική του µίσους που ανέδειξε η κρίση. Στην πολιτική πάλι, η αλλαγή που ξεχωρίζει είναι ασφαλώς η εκλογική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και η µετακίνηση µεγάλου µέρους των στελεχών και των ψηφοφόρων του στον ΣΥΡΙΖΑ. Ένα µικρότερο ποσοστό ψήφισε Νέα ∆ηµοκρατία ή µάλλον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ο αρχηγός της Ν∆ στις εκλογές του 2019 κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη µετριοπαθών κεντρώων και να χτίσει ένα µέτωπο εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ. Θα µπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι δυο αυτές αλλαγές, στην κοινωνία και την πολιτική, σχετίζονται.
Η πόλωση στην κοινωνία αντανακλάται στην κρίση εκπροσώπησης του µεσαίου χώρου. Με αυτή την έννοια, η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ εκφράζει αλλά και συνέβαλε σε ένα πολύ πιο ανταγωνιστικό πολιτικό σκηνικό. Αυτός είναι και ο λόγος που µας αφορά όλους: µπροστά στις µεγάλες προκλήσεις που αντιµετωπίζει η Ελλάδα, η επίτευξη της απαιτούµενης πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης φαντάζει σήµερα περισσότερο δύσκολη από ποτέ.
Στα χρόνια της κρίσης, η πολιτική περιθωριοποίηση του ΠΑΣΟΚ προκάλεσε διεθνές ενδιαφέρον. Οδήγησε µάλιστα και στην καθιέρωση ενός νέου πολιτικού όρου, το "pasokification". Θεωρήθηκε, πρόωρα όπως αποδείχθηκε, προάγγελος της υποχώρησης της σοσιαλδηµοκρατίας. Τελικά ήταν µάλλον µια ακόµα ένδειξη της ρευστότητας στα πολιτικά συστήµατα, καθώς αδυνατίζουν οι δεσµοί των ψηφοφόρων µε τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάµεις.
Η άποψη που έχει επικρατήσει είναι ότι το ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε επειδή "έβαλε τη χώρα στα µνηµόνια". Βρέθηκε έτσι σε αντιπαράθεση µε τον ίδιο τον δικό του κόσµο, τους ψηφοφόρους από τα πιο αδύναµα κοινωνικά στρώµατα, οι οποίοι σήκωσαν και το µεγαλύτερο βάρος της κρίσης. Αυτοί κυρίως µετανάστευσαν στον ΣΥΡΙΖΑ και αποδείχθηκαν περισσότερο ευάλωτοι στον λαϊκισµό. Για τα µέλη και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ αυτό αποτελεί ένα είδος ιστορικής αδικίας. Σύµφωνα µε τη δική τους εκδοχή, το κόµµα τους θυσιάστηκε για να σώσει την Ελλάδα.

Το ΠΑΣΟΚ πλήρωσε τις αμαρτίες άλλων και ιδίως της κυβέρνησης Καραμανλή
Πλήρωσε τις αµαρτίες άλλων και ιδίως της κυβέρνησης Καραµανλή. Και οι δύο εκδοχές εµπεριέχουν στοιχεία αλήθειας. Παραµένει ωστόσο ένα µεγάλο ερώτηµα. Μνηµόνια υπέγραψαν τόσο η Νέα ∆ηµοκρατία όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ. Και τα δύο κόµµατα ακολούθησαν πολιτικές λιτότητας κάνοντας το καθένα τη δική του "κωλοτούµπα". Άλλος ένας πολιτικός όρος που κληροδοτήσαµε στη διεθνή βιβλιογραφία.
Κατ’ αυτή την έννοια, µέσα στη δεκαετία της κρίσης η στάση του ΠΑΣΟΚ δικαιώθηκε. Κι όµως ήταν τελικά το κόµµα που βγήκε χαµένο. Αυτή η αντίφαση αποτέλεσε και την αφορµή του βιβλίου. Ήθελα να καταλάβω τους λόγους της κατάρρευσης. Ήταν αναπόφευκτη ή έγιναν λάθη τα οποία αν τα είχε αποφύγει η εξέλιξη µπορεί να ήταν διαφορετική;
Προφανώς δεν υπάρχει εύκολη απάντηση. Μπορεί ωστόσο κανείς να διακρίνει µια αλληλουχία παραγόντων οι οποίοι οδήγησαν στην κατάρρευση. Κάποιοι ήταν πέρα από τις δυνατότητες της Ελλάδας να τους αντιµετωπίσει. ∆ιαµορφώνονταν από τις συνθήκες που επικρατούσαν στη διεθνή οικονοµία και στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και από τις αντιλήψεις για την κρίση στις ηγεσίες των ισχυρότερων κρατών, ιδίως της Γερµανίας. Αποτελούσαν ένα ασφυχτικό πλαίσιο µέσα στο οποίο η Ελλάδα θα έπρεπε να κινηθεί. Συχνά το υποτίµησε, κι αυτό ίσως ήταν το κορυφαίο λάθος της κυβέρνησης Παπανδρέου.
Μια κυβέρνηση η οποία ξεκίνησε τη θητεία της µε ένα µεγάλο πρόβληµα: το 2009 το ΠΑΣΟΚ ήταν ένα κόµµα σε µάχη µε τον εαυτό του. Σε επίπεδο ηγεσίας αυτό εκφραζόταν από τον αποκλεισµό των πιο πεπειραµένων στελεχών του. Ήταν τα στελέχη του Βενιζέλου µε τον οποίο η ρήξη ουσιαστικά δεν γεφυρώθηκε ποτέ. Αλλά ήταν και οι εκσυγχρονιστές, τα στελέχη του περιβάλλοντος Σηµίτη, µε τον οποίο επίσης ο Γιώργος είχε έρθει σε ρήξη. Το αποτέλεσµα ήταν ο στενός πυρήνας του Γιώργου να αποτελείται από τους επονοµαζόµενους "κηπουρούς", χαρακτηρισµός ο οποίος ασφαλώς αδικεί ορισµένους από αυτούς. Οι περισσότεροι ωστόσο αποδείχθηκαν πράγµατι κατώτεροι των περιστάσεων.

Αρχίζω την εξιστόρηση από το 2007, επειδή πιστεύω ότι ο µίτος της κατάρρευσης ξεκινά από εκεί. Ο διχασµός στο ΠΑΣΟΚ ξεκινά από τη σύγκρουση Παπανδρέου-Βενιζέλου για την αρχηγία. Σε αυτήν ενεπλάκη ο Σηµίτης αλλά και οι εκδότες. Για να τους αντιµετωπίσει ο Γιώργος, απευθύνθηκε στα πιο παραδοσιακά τµήµατα του ΠΑΣΟΚ, κηρύσσοντας πόλεµο "στα συµφέροντα". Αξιοποίησε το όνοµά του και την κληρονοµηµένη καχυποψία της "δηµοκρατικής παράταξης" για έξωθεν παρεµβάσεις. Παράλληλα υιοθέτησε µια ακραία λαϊκιστική συνθηµατολογία η οποία, στον δρόµο για τις εκλογές, είχε σαν αποτέλεσµα να δηµιουργήσει προσδοκίες που ήταν αδύνατον να ικανοποιήσει και να αναλάβει δεσµεύσεις τις οποίες ήταν βέβαιο ότι θα αθετούσε. Ξεκινώντας από αυτό µπορεί να επισηµάνει κάποιος µια αλληλουχία λαθών που οδήγησαν στην καταστροφή.
Το πρώτο ήταν χωρίς καµιά αµφιβολία η µεγάλη και εν πολλοίς ακατανόητη καθυστέρηση στη λήψη αποτελεσµατικών µέτρων για την αντιµετώπιση της κρίσης, µετά τις εκλογές του 2009. Ακατανόητη γιατί οι προειδοποιήσεις έρχονταν από παντού. Αρκεί µια απλή παράθεση της οικονοµικής ειδησεογραφίας της εποχής για να συνειδητοποιήσει κάποιος το µέγεθος της ολιγωρίας. Η καθυστέρηση οφειλόταν σε δύο κυρίως παράγοντες. Ο πρώτος η απροθυµία του Γιώργου να φανεί ασυνεπής στις δεσµεύσεις του και µαζί οι αντιστάσεις από στελέχη και βουλευτές που τις είχαν πιστέψει.
Ο δεύτερος, η αδυναµία του Γιώργου Παπανδρέου να καταλάβει το µέγεθος της επερχόµενης κρίσης. Εν µέρει αυτό οφειλόταν σε προσωπικές αδυναµίες του. Πολύ σοβαρότερη ήταν η έλλειψη ενός πολιτικού οργάνου, σωστά στελεχωµένου, το οποίο θα µπορούσε να εκτιµήσει την κατάσταση και να διαµορφώσει µια συνολική στρατηγική. Αυτό θα είναι ένα από τα µεγάλα προβλήµατα της κυβέρνησης σε όλη τη διάρκεια της κρίσης. Το έκανε πολύ µεγαλύτερο η οργανωτική αδυναµία του Γιώργου, ο αποστασιοποιηµένος τρόπος διαχείρισης που είχε υιοθετήσει και η στήριξη στις ad hoc συµβουλές ενός κύκλου έµπιστών του προσώπων απολύτως ακατάλληλων.
Στα µεγάλα λάθη της πρώτης περιόδου ήταν ασφαλώς και η υιοθέτηση µιας επικοινωνιακής τακτικής που είχε στο επίκεντρό της τη διαφθορά. Είχε προφανώς στοιχεία αλήθειας, τα "Greek Statistics" δεν ήταν εφεύρεση της κυβέρνησης. Οι παρενέργειες ωστόσο ήταν πολλές εντός και εκτός Ελλάδος. Στο εσωτερικό υπονόµευε τις προσπάθειες συναίνεσης, ιδίως όταν έβαζε τη Νέα ∆ηµοκρατία στη θέση του κατηγορούµενου. Ακόµα βοηθούσε στην εµπέδωση της άποψης ότι ο µέσος πολίτης δεν έπρεπε να πληρώσει για την κρίση αλλά αυτοί που την προκάλεσαν. Ήταν η ιδεολογική βάση του "∆εν πληρώνω".
Ακόµα σοβαρότερες ήταν οι επιπτώσεις στο εξωτερικό. Η κυβέρνηση αντί να αναδεικνύει τη συστηµική διάσταση της κρίσης, ουσιαστικά επιβεβαίωνε τις προκαταλήψεις των Ευρωπαίων ότι ευθύνονται οι "τεµπέληδες" Έλληνες. ∆ιευκόλυνε την επιχειρηµατολογία όσων ήθελαν να τιµωρήσουν την Ελλάδα κι έκανε ακόµα πιο δύσκολη τη χορήγηση βοηθείας.
Ο πρώτος µεγάλος σταθµός στη ζωή της κυβέρνησης ήταν η συµφωνία στην οποία κατέληξε µε την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη χρηµατοδότηση της Ελλάδας. Την ανακοίνωσε ο ίδιος ο Γιώργος Παπανδρέου από το Καστελόριζο. Από τότε µπήκαν στη ζωή µας το Μνηµόνιο, το ∆ΝΤ και η Τρόικα. Μαζί και ένα πρόγραµµα λιτότητας το οποίο έγινε δεκτό µε έντονες αντιδράσεις. Η συµφωνία έχει επικριθεί σκληρά για τους όρους της. Οδήγησε τη χώρα σε βαθιά ύφεση χωρίς να διασφαλίζει τη σωτηρία της.
Εξίσου σοβαρή ήταν η υποτίµηση των πολιτικών συνεπειών των µεταρρυθµίσεων. Πολλοί παράγοντες συνέβαλαν σε αυτό το αποτέλεσµα. Οι πιο σηµαντικοί ήταν η θεσµική ανεπάρκεια της Ευρωζώνης και η απουσία ενός κατάλληλου µηχανισµού για την αντιµετώπιση τέτοιων κρίσεων. Μαζί και οι διαφορετικές πολιτικές προτεραιότητες στα κράτη µέλη που δυσκόλευαν ακόµα περισσότερο τη λήψη αποφάσεων. Καθοριστικό, αν και λιγότερο γνωστό ρόλο, έπαιξε η κυβέρνηση Οµπάµα η οποία έπεισε τη Μέρκελ να µην ζητήσει το κούρεµα του ελληνικού χρέους και σε αντάλλαγµα της έδωσε το ∆ΝΤ, παρακάµπτοντας τις επιφυλάξεις του και παραβιάζοντας τους κανόνες λειτουργίας του.
Παρ’ όλα αυτά το ΠΑΣΟΚ παρέµεινε µπροστά στις δηµοσκοπήσεις και αναδείχθηκε πρώτη δύναµη στις εκλογές για την Τοπική Αυτοδιοίκηση το φθινόπωρο του 2010. Ήταν µια χαµένη ευκαιρία να πάει σε εκλογές και να διεκδικήσει τη νοµιµοποίηση της πολιτικής του µε την ψήφο των πολιτών. ∆ύο γεγονότα κατέστρεψαν τις όποιες ελπίδες ανάκαµψης. Το πρώτο ήταν οι αποφάσεις στην Ντοβίλ που πυροδότησαν µια κρίση εµπιστοσύνης συνολικά για τις υπερχρεωµένες χώρες της Ευρωζώνης και για την Ελλάδα.
Το δεύτερο η αναθεώρηση του ελλείµµατος του 2009 προς τα πάνω. Αυτό είχε σαν αποτέλεσµα έναν νέο γύρο σκληρής λιτότητας και την προώθηση µεταρρυθµίσεων που έθιγαν ευρύτατα τµήµατα του πληθυσµού. Οι διαβεβαιώσεις ότι δεν θα υπήρχαν άλλα µέτρα διαψεύστηκαν. Η όποια αξιοπιστία του προγράµµατος εξανεµίστηκε. Με τη βοήθεια και της Νέας ∆ηµοκρατίας, η οποία επέλεξε τη λογική των Ζαππείων, ο λαϊκισµός επικράτησε σχεδόν παντού.
Η χρονιά των αγανακτισμένων και της βίας
Ακολούθησαν ο άγριος χειµώνας του 2011 και το ακόµα πιο άγριο καλοκαίρι των αγανακτισµένων. Η κοινωνία βρισκόταν σε συνθήκες οιονεί εξέγερσης. Η βία έγινε καθηµερινό φαινόµενο. Σε ορισµένες περιπτώσεις, όπως στην Κερατέα –όπου οι κάτοικοι εξεγέρθηκαν για να µη δηµιουργηθεί ΧΥΤΑ στην περιοχή τους– αµφισβητήθηκε ο ίδιος ο πυρήνας της κρατικής εξουσίας. Στην αναµέτρηση το κράτος ήταν συνήθως ο χαµένος. Η κυβέρνηση µπροστά σε αυτά τα πρωτόγνωρα φαινόµενα αποδείχθηκε ανίκανη να τα διαχειριστεί.
Χωρίς την ύπαρξη πολιτικού κέντρου και συνολικής διεύθυνσης του κυβερνητικού έργου, οι υπουργοί αυτοσχεδίαζαν συχνά σε αντιπαράθεση µεταξύ τους. Όσο για τους βουλευτές, έγιναν οι πρώτοι αποδέκτες του θυµού των πολιτών αλλά και οργανωµένων αποδοκιµασιών ή και προπηλακισµών από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ. Από ένα σηµείο και έπειτα ήταν πολύ δύσκολο για το ΠΑΣΟΚ να πραγµατοποιήσει ανοιχτές συγκεντρώσεις. Οι λανθασµένοι χειρισµοί του Γιώργου και η απόφαση για δηµοψήφισµα, το οποίο αναγκάστηκε να πάρει πίσω, έκαναν την κατάρρευση αναπόφευκτη. Το ΠΑΣΟΚ, εξουθενωµένο, παραχώρησε στην πραγµατικότητα τη θέση του στη Νέα ∆ηµοκρατία και άνοιξε τον δρόµο στον ΣΥΡΙΖΑ να γίνει αξιωµατική αντιπολίτευση.
Θα µπορούσαν τα πράγµατα να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Άλλωστε η Ιστορία δεν γράφεται µε αν. Σίγουρα το ΠΑΣΟΚ έκανε πολλά και σοβαρά λάθη. Αποδείχθηκε ανέτοιµο και ανεπαρκές για το µέγεθος των προκλήσεων µε τις οποίες βρέθηκε αντιµέτωπο. Ακόµα πιο ανέτοιµα όµως αποδείχθηκαν τα υπόλοιπα κόµµατα, όπως και η ελληνική κοινωνία. Έτσι, η άποψη ότι το ΠΑΣΟΚ θυσιάστηκε για τη χώρα έχει βάση. Κατά κάποιον τρόπο έχει δικαιωθεί ηθικά. Στην πολιτική ωστόσο εκτός από την ηθική των προθέσεων υπάρχει και η ηθική των αποτελεσµάτων. Κι εκεί το ΠΑΣΟΚ έχασε τελείως το παιχνίδι.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr