X

Α. Μιχαλοπούλου: Εχω ανάγκη να βυθιστώ στη σιωπή

Η Γυναίκα του Θεού μιλά για σχέσεις. Με αφορμή το νέο της μυθιστόρημα, η Α. Μιχαλοπούλου μιλά στο TheTOC για τις δικές σχέσεις της με το γράψιμο, τους νέους αλλά και τον ίδιο της τον εαυτό.

Εχει γράψει έξι μυθιστορήματα, τρεις συλλογές διηγημάτων και αρκετά παιδικά βιβλία. Εργα της έχουν μεταφραστεί σε δώδεκα γλώσσες. Στο νέο μυθιστόρημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου ηρωϊδα είναι μια γυναίκα που δε μίλησε ποτέ ως σήμερα: η Γυναίκα του Θεού. Ενα κορίτσι που μεγαλώνει πετώντας ξυστά πάνω απ’ τα δέντρα, συναντώντας τ’ αγρίμια στο δάσος και δοκιμάζοντας την υπομονή του άντρα Της με δύσκολες ερωτήσεις, ερωτήσεις που Εκείνος αποφεύγει συστηματικά να απαντήσει. Τι θα συμβεί όμως όταν ο Θεός τής αποκαλύψει την αλήθεια για τη δημιουργία του κόσμου; Θα αντέξει το βάρος ενός τόσο τρομερού μυστικού;

Η Αμάντα Μιχαλοπούλου, το νέο της βιβλίο, το σήμερα και το αύριο

Με αφορμή το νέο της περιπετειώδες φιλοσοφικό μυθιστόρημα, η 48χρονη συγγραφέας μιλά για το πως τη «διάλεξε» αυτό το καινούργιο βιβλίο να το γράψει, για το πως έχει διαμορφωθεί η σχέση της με το γράψιμο από το 1999 που το «Γιάντες» απέσπασε το βραβείο «Μυθιστορήματος» του «Διαβάζω», τη ματιά της πάνω στις νεότερες γενιές και το Internet και για τις βλέψεις της για το μέλλον. Αν είχε την πολυτέλεια θα ήθελε να ξεχάσει αργά αργά το νέο της βιβλίο και να την ξεχάσει κι εκείνο. «Είναι μεγάλη η οδύνη του αποχωρισμού...»

- Κυρία Μιχαλοπούλου, γιατί αποφασίσατε να γράψετε τη Γυναίκα του Θεού;

«Τα βιβλία διαλέγουν τους συγγραφείς και όχι οι συγγραφείς τα βιβλία. Η Γυναίκα του Θεού ήθελε να διηγηθεί την ιστορία της. Είναι πάντα ενδιαφέρον για ένα συγγραφέα να δίνει φωνή σε ένα πρόσωπο που δεν έχει μιλήσει ποτέ, ακόμη κι αν πρόκειται για ένα φανταστικό πρόσωπο. Πιστεύω επίσης ότι τα αδύναμα πρόσωπα, οι αφηγητές που δεν έχουν μιλήσει μας είναι πιο συμπαθείς ακριβώς επειδή παίρνουν το λόγο και αναδιαμορφώνουν μια γνωστή ιστορία. Σκέφτηκα ότι ο Θεός και η Γυναίκα του ζουν σε ένα αλλόκοτο μέρος που «δεν ξέρουμε αν βρίσκεται πάνω, κάτω ή μέσα σε κάτι». Και προσπάθησα να φανταστώ την παράξενη ζωή τους, τις συζητήσεις, τους καβγάδες, την αγάπη και την ανία τους».

- Πως θα χαρακτηρίζατε το νέο σας μυθιστόρημα και σε τι αναφέρεται;

«Δεν μπορώ να χαρακτηρίσω το μυθιστόρημα, ακριβώς επειδή το έχω γράψει. Περιμένω λοιπόν τους χαρακτηρισμούς των αναγνωστών. Αλλωστε είναι ένα βιβλίο που αναφέρεται και στη σχέση συγγραφέα και αναγνώστη. Η Γυναίκα του Θεού μιλάει σε αυτό τον υποτιθέμενο αναγνώστη και τον κάνει ήρωα της αφήγησης. Η ιστορία της υπάρχει εφόσον κάποιος τη διαβάζει. Θα έλεγα λοιπόν ότι το βιβλίο αναφέρεται σε όλες τις εξιδανικευμένες σχέσεις. Σχέσεις ανάμεσα σε ζευγάρια που ζουν χρόνια μαζί, σχέσεις ανάμεσα στο συγγραφέα και τον αναγνώστη του, σχέσεις κάθε είδους. Διαβάζουμε μόνοι μας, αλλά πάντα σε σχέση με τους άλλους».

Θα έλεγα λοιπόν ότι το βιβλίο αναφέρεται σε όλες τις εξιδανικευμένες σχέσεις. Διαβάζουμε μόνοι μας, αλλά πάντα σε σχέση με τους άλλους

- Από το πρώτο σας Μυθιστόρημα, το «Γιάντες» που απέσπασε το βραβείο «Μυθιστορήματος» του «Διαβάζω» το 1996 μέχρι τη «Γυναίκα του Θεού», τι έχει αλλάξει, πιστεύετε, σε σχέση με τον τρόπο που αντιμετωπίζετε το γράψιμο;

«Τα πάντα. Οσο ωριμάζει ένας συγγραφέας ως άνθρωπος, τόσο αλλάζει και η σχέση του με ό, τι τον απασχολεί, άρα και με ό, τι γράφει. Όσο περνούν τα χρόνια κόβω λέξεις, επιθετικούς προσδιορισμούς και με ενδιαφέρει μια αφήγηση που εστιάζει στο ουσιώδες. Είναι σαν να αδειάζεις μια ντουλάπα με παλιά ρούχα και να κρατάς τα δύο πουκάμισα που φοράς κάθε μέρα».

-Μυθιστόρημα, διήγημα ή παιδικό βιβλίο; Που «χτυπάει η καρδιά σας»;

«Κάθε βιβλίο ορίζει την προβληματική του και την ανάσα του. Το διήγημα είναι μια φέτα ζωής, το μυθιστόρημα ολόκληρο το καρβέλι. Και το παιδικό βιβλίο, ψίχουλα που οδηγούν στη σπηλιά της παιδικής ηλικίας».

Όσο περνούν τα χρόνια κόβω λέξεις, επιθετικούς προσδιορισμούς και με ενδιαφέρει μια αφήγηση που εστιάζει στο ουσιώδες. Είναι σαν να αδειάζεις μια ντουλάπα με παλιά ρούχα και να κρατάς τα δύο πουκάμισα που φοράς κάθε μέρα

- Τι θέση έχει σήμερα το βιβλίο στις νεότερες γενιές σε σχέση με την επέλαση του Internet και της υπερπληροφόρησης;

«Στο μετρό βλέπω ακόμη ανθρώπους να διαβάζουν. Τους κοιτάζω τρυφερά ό, τι κι αν διαβάζουν. Νιώθω ότι ανήκουν σε ένα παραδειγματικό είδος που ξέρει την αξία της μοναξιάς και της ενδοσκόπησης. Κι ελπίζω ότι με έναν μπορχεσιανό τρόπο θα πολλαπλασιαστούν».

- Ποιο είναι το πρώτο μάθημα που δίνετε στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής;

«Τους ρωτάω τι διαβάζουν. Αν είναι παθιασμένοι αναγνώστες ξέρω μέσα μου πώς έχουν πιθανότητες να γράψουν κάτι κάποτε. Ύστερα προσπαθώ να τους μάθω να μιμούνται τα πρότυπά τους. Η γραφή είναι μιμητική πράξη που ξεκινάει από την αγάπη της ανάγνωσης. Όποιος διαβάζει συστηματικά λογοτεχνία είναι ήδη εξοικειωμένος με τα κείμενα κι αυτό είναι το πρώτο ουσιαστικό βήμα. Το δεύτερο είναι η αποβολή του ναρκισισμού και το ξεστόλισμα του κειμένου. Τους λέω: Κρατήστε μόνο τα ουσιώδη. Αν πιάσει φωτιά η φράση ποιες είναι οι λέξεις που πρέπει οπωσδήποτε να σώσετε;»

- Από την επαφή σας με τους νεότερους πως βλέπετε την επόμενη γενιά; ΄Εχει κάτι που την κάνει ξεχωριστή;

«Ποτέ η προηγούμενη γενιά δεν ξέρει τις αρετές της επόμενης. Γι αυτό και η επόμενη αγωνίζεται να δημιουργήσει μια συγκροτημένη ταυτότητα».

Λέω στους μαθητές μου: Κρατήστε μόνο τα ουσιώδη. Αν πιάσει φωτιά η φράση ποιες είναι οι λέξεις που πρέπει οπωσδήποτε να σώσετε;

- Σήμερα πιστεύετε στην Ελλάδα ένας συγγραφέας – ακόμα και καταξιωμένος – μπορεί να εξασφαλίσει τα προς το ζην μόνο με το γράψιμο;

«Δύσκολο μου φαίνεται. Είμαστε μια μικρή χώρα με μικρό αναγνωστικό κοινό. Οι αριθμοί δεν είναι με το μέρος μας»

- Ποιο είναι το επόμενό σας βήμα;

«Η αγρανάπαυση. Αν είχα την πολυτέλεια θα ήθελα να κάνω ένα χρόνο διακοπές. Να ξεχάσω αργά αργά το βιβλίο μου και να με ξεχάσει κι εκείνο. Είναι μεγάλη η οδύνη του αποχωρισμού. Δεν έχω σχέδια λοιπόν. Μόνο μια μεγάλη ανάγκη να βυθιστώ στη σιωπή».