Στο νέο της μυθιστόρημα, «Μπαρόκ» (Καστανιώτης), η Αμάντα Μιχαλοπούλου έπραξε κάτι που ο Χρόνος θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει έως και αλαζονικό: ΄Εσπρωξε την ηρωίδα της από το κατώφλι των 50 της χρόνων στα νεανικά της χρόνια, στην εφηβεία της και τελικά στην κοιλιά της μάνας της. Καθόλου τυχαίο το ότι η ίδια βρίσκεται στη συγκεκριμένη ηλικία. Αποτέλεσμα, το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα μυθιστόρημα «ανηλικίωσης» στο οποίο η ίδια παρατηρεί τον εαυτό της από την σωτήρια, όπως λέει, απόσταση της μυθοπλασίας. Κι ήταν αυτό το νέο μυθιστόρημα της πολυβραβευμένης ελληνίδας συγγραφέως που έδωσε την αφορμή της συνομιλίας μας μαζί της.
Οι συγγραφείς δεν ξέρουν πώς ακριβώς σκέφτονται οι κριτικοί τους. Θέλω να πιστεύω ότι ένα βιβλίο που είναι προιόν ειλικρίνειας και σκληρής δουλειάς εκτιμάται αναλόγως.
- Γιατί «Μπαρόκ»;
Για πολλούς λόγους. Το Μπαρόκ, ως ιστορική καλλιτεχνική στιγμή, βρίσκεται ανάμεσα στην Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό, δηλαδή ανάμεσα στην καλλιτεχνική αρτιότητα και τον ορθολογισμό. Είναι ένα κίνημα παρεξηγημένο. Η ιστορία της τέχνης το συνέδεσε με πομπώδη στόμφο, ενώ στην πραγματικότητα το μπαρόκ διακήρυξε την αδρότητα της κίνησης και την περιπλοκότητα του συναισθήματος. Αυτή η έξαρση, η κίνηση, που εκφράζεται στα μπαρόκ αγάλματα με μεγάλες λεπτομέρειες και συνθετική ικανότητα με συγκινούσε από τότε που ήμουν έφηβη. Το συντριβάνια της Ρώμης, ο Δαβίδ του Μπερνίνι...Ο Βιβάλντι στη μουσική, ο Ρούμπενς στη ζωγραφική - το πάθος, το δράμα. Έβρισκα ότι υπήρχαν κοινά στοιχεία με αυτό που προσπαθούσα να κάνω: να εκφράσω συναισθήματα περίπλοκα, πηγαία, αλλά και εντατικά δουλεμένα.
- Η γραφή με αντεστραμμένη χρονική φορά (από την εποχή της ωριμότητας προς τα νεανικά, τα εφηβικά και τα παιδικά χρόνια) κρύβει μια εσωτερική παρόρμηση να «σβύσετε» το χρόνο; Ποια η σχέση σας μαζί του;
Να σβήσω, όχι. Να παίξω με το χρόνο, ναι. Όπως ξέρουμε ο χρόνος τρέχει όταν δεν του δίνεις σημασία, όταν τον θεωρείς δεδομένο. Αν όμως ασχοληθείς μαζί του, διαστέλλοντας και συστέλλοντας τη στιγμή, συμβαίνει κάτι μαγικό: ο χρόνος στέκεται και κατορθώνεις να τον αγγίξεις, να τον χαιδέψεις, σαν να είναι σκύλος. Αποκτά μια απόκοσμη υλικότητα.
- Θα ήταν πιο «ανώδυνη» η ζωή και το αδιέξοδο του θανάτου αν όντως ο χρόνος πήγαινε μ' αυτή την αντεστραμμένη φορά, πιστεύετε;
Όχι, θα ήταν σκληρή και εντελώς ανορθόδοξη η ζωή, επειδή θα ξεμαθαίναμε να ζούμε, πράγμα πολύ οδυνηρό. Δεν μπορείς να επιστρέψεις στην αθωότητα, μπορείς όμως να την επισκεφτείς ως ανάμνηση και να την ξανακαλέσεις στη ζωή σου ως απόφαση εμπιστοσύνης. Εγώ με το μυθιστόρημα δεν ήθελα να αντιταχθώ στη φυσική πορεία των πραγμάτων, αλλά να ερμηνεύσω τον τρόπο που έζησα, την αλληλουχία ερεθισμάτων και πράξεων. Η ανηλικίωση είναι ένας τρόπος να δει κανείς πώς μεγάλωσε, τι ευχήθηκε στη ζωή του, τί φοβήθηκε και κατά πόσο τελικά έζησε με τυχαίο τρόπο ή βάση σχεδίου.
- Παίζει σ' αυτό το «παιχνίδι»με το χρόνο ρόλο το ότι βρίσκεστε εκεί κάπου στη μέση ενός αιώνα ζωής, κοντά στα πενήντα; Αλήθεια τα 50 για μια γυναίκα είναι μια «εύκολη» ή μια «δύσκολη» ηλικία και γιατί; Εσείς πως το βιώνετε;
Είναι υπέροχη ηλικία, μακάρι να μπορούσα να μείνω εδώ για πάντα! Πότέ άλλοτε δεν αισθάνθηκα τόσο ελεύθερη και ήρεμη και έτοιμη να καταλάβω, να συγχωρήσω, να εξελιχθώ. Ακόμη και στο γράψιμο: νιώθω πως μπορώ να γράψω καλύτερα επειδή ξέρω, το νιώθω στο πετσί μου πια, ότι δεν θα γράφω για πάντα, άρα πρέπει να εξαντλήσω τις δυνατότητές μου σήμερα, τώρα. Η θνητότητα με κινητοποιεί. Το γεγονός ότι η ζωή μικραίνει μου δίνει μια τρομερή διάθεση να ρουφήξω τον χυμό των πραγμάτων, να μάθω να ζω, να μην ξανακάνω τα ίδια λάθη από φόβο ή δειλία.
- Προσεγγίζετε τη ζωή σας μέσα απ' αυτά τα «50 ομόκεντρα διηγήματα» του «Μπαρόκ». Πως έγινε αυτό; Προσπαθήσατε να διατηρήσετε κάποιου τύπου αντικειμενικότητα;
Προσπάθησα να χρησιμοποιήσω την αλήθεια ως πρόσχημα για τη μυθοπλασία. Το λέει καλύτερα η Κλαρίσε Λισπέκτορ, που είναι κατά τη γνώμη μου η σπουδαιότερη συγγραφέας που υπήρξε ποτέ. «Πρέπει να απαλλαγώ από τον εαυτό μου για να βλέπω», λέει. Μόνο με αυτή τη στέρηση των χεριών, των ματιών, της αναπηρίας δηλαδή να είσαι συνεχώς εσύ κι ο αφαλός σου, μπορείς να κατακτήσεις έναν εαυτό που να χωράει αλήθεια και επινόηση. Ονειρευόμουν να γράψω ένα μυθιστόρημα που να είναι πολύ πιο σύνθετο από εξομολόγηση και λαθρανάγνωση μιας ζωής. Όπως λέει η Λισπέκτορ «η εξομολόγηση μου φαίνεται ματαιοδοξία, ακόμη και η οδυνηρή εξομολόγηση».
- Αλήθεια για να λειτουργήσει το βίωμα ως μυθοπλασία θα πρέπει κάποιος να έχει ζήσει μια συναρπαστική ζωή; Σε εσάς μέχρι σήμερα έχει συμβεί αυτό;
Όλοι έχουμε ζήσει συναρπαστικές ζωές, όλοι. Η ζωή είναι συναρπαστική επειδή έχει απίστευτες κορυφώσεις και βάραθρα, περισσότερα απ'ότι όλος ο Τσέχοφ και η Βιρτζίνια Γουλφ μαζί. Γεννήσεις, θανάτους, ταξίδια, ατυχήματα, αρρώστιες, έρωτες. Το γεγονός ότι δε βλέπουμε πόσο συναρπαστική είναι η ζωή μας - πόσο θαυματουργή, παρά την οδύνη της - οφείλεται στη μεμψιμοιρία και στην τηλεόραση.
- Περιγράψτε μας τα συναισθήματά σας όταν πληροφορηθήκατε ότι η «Μεσοποταμία» επιλέχθηκε από τον οίκο Dalkey Archive Press για την ανθολογία «Καλύτερη Ευρωπαΐκή Αφήγηση»;
Φυσικά μεγάλη χαρά. Ο τόμος αυτός βγαίνει κάθε χρόνο, έμαθα μόλις ότι για το 2019 έχουν επιλέξει ένα διήγημα του Χρήστου Οικονόμου. Και επιτέλους! Το γεγονός ότι οι Έλληνες αρχίζουν να αντιμετωπίζονται ως βαρύ πυροβολικό της διηγηματογραφίας στην Ευρώπη είναι κατά τη γνώμη μου κάτι που θα έπρεπε να είναι δεδομένο - έχουμε εξαιρετικούς διηγηματογράφους και στην πεζογραφική μας παράδοση ( Βιζυινός, Παπαδιαμάντης, Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου) και σήμερα ( Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Έρση Σωτηροπούλου, Θανάσης Βαλτινός,Έλενα Πέγκα, Παλαβός, Παπαμάρκος). Δεν τελειώνει αυτός ο κατάλογος!
- Πόσο δύσκολο είναι να επιμένει κανείς στη λογοτεχνία όταν μετρήσεις αναφέρουν ότι ο μέσος όρος χρόνου συγκέντρωσης προσοχής για ταν άνθρωπο σήμερα με όλα τα ερεθίσματα του Διαδικτύου δεν ξεπερνά τα 8 δευτερόλεπτα;
Νομίζω ότι η λογοτεχνία θα βρίσκει πάντα τον τρόπο. Ίσως κάποτε να γράφονται διηγήματα σε tweets, ποιος ξέρει; Η τέχνη προσαρμόζεται, δεν πεθαίνει.
- Τι καινούργιο ετοιμάζετε;
Δε μιλάω ποτέ για ό, τι ετοιμάζω, παρά μόνο όταν προχωρήσει αρκετά, προς το τέλος πια. Το καινούργιο χρειάζεται διαρκή αναμέτρηση με την αμφιβολία, άρα και με τη σιωπή.
Λίγα λόγια για την Αμάντα Μιχαλοπούλου
Η Αμάντα Μιχαλοπούλου (Αθήνα, 1966) είναι βραβευμένη Ελληνίδα συγγραφέας. Το 2013 βραβεύθηκε για συλλογή διηγημάτων της από την Ακαδημία Αθηνών. Για τη συλλογή διηγημάτων Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη του 1994, έλαβε Βραβείο Διηγήματος από το περιοδικό Ρεύματα και για το μυθιστόρημα Γιάντες του 1996, έλαβε Βραβείο Μυθιστορήματος από το περιοδικό Διαβάζω. Βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το βιβλίο της Θα ήθελα του 2008, σε μετάφραση στην αγγλική γλώσσα, έλαβε το Βραβείο Διεθνούς Λογοτεχνίας του Αμερικανικού Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Τεχνών.Εγραψαν για το Μπαρόκ
«Η Αμάντα Μιχαλοπούλου γράφει ένα μυθιστόρημα "επινόησης εαυτού", πράγμα που τη φέρνει αυτή τη στιγμή στην πρώτη γραμμή των λογοτεχνικών αναζητήσεων. Αλλά κι αυτό δεν θα είχε καμία σημασία αν το μυθιστόρημα δεν ήταν τόσο καλό, αν δεν έφτανες ως την τελευταία σελίδα του με ένα αίσθημα απόλαυσης. Ας το πω: μπαρόκ αναγνωστική απόλαυση».
Νίκος Μπακουνάκης, Το Βήμα
«Σίγουρα ένα από τα καλύτερα βιβλία της Μιχαλοπούλου αλλά και των τελευταίων αρκετών ετών».
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Το Βήμα
«Μυθιστόρημα που κλέβει την αληθινή ζωή και συνάμα αυτοβιογραφία που αυτοϋπονομεύεται διαρκώς […] Η ζωή σε rewind, το βίωμα ως μυθοπλασία, ο μύθος ως ανάμνηση»
Ηλίας Μαγκλίνης, Η Καθημερινή
«Η αντίστροφη κίνηση στον χρόνο αποκαλύπτει μια θετική στάση, φανερώνει μια συμφιλίωση, υποδηλώνει μια συγκινητική κατάφαση απέναντι στη ζωή. Διότι είναι η μέθοδος με την οποία οδεύουμε απ’ τη μελαγχολία της απώλειας στο θάμβος της προσδοκίας· είναι ο τρόπος που οδηγούμαστε στις μέρες που ωσάν μικροί θεοί ανασηκωνόμαστε, γινόμαστε άνθρωποι που αρχίζουν να περπατούν και να μιλούν».
Ελισάβετ Κοτζιά, Η Καθημερινή
«Η Αμάντα Μιχαλοπούλου μεταμορφώνεται στον Μπέντζαμιν Μπάτον, μικραίνοντας αντί να μεγαλώνει όσο προχωρούν οι σελίδες του “Μπαρόκ", που πάντως προσδιορίζεται ως μυθιστόρημα – και ως τέτοιο διαβάζεται, καθώς ο αναγνώστης αφήνεται στο κείμενο αδιαφορώντας για τα όρια της μυθοπλασίας».
Άθως Δημουλάς, Η Καθημερινή
«Δεν είναι ακριβώς μια ματιά στην “κουζίνα" του συγγραφέα, αλλά μια πανοραμική θέα του ίδιου του δημιουργού».
Διονύσης Μαρίνος, Bookpress
Φωτογραφία Α.Μιχαλοπούλου: Δημήτρης Τσουμπλέκας