Η Άβα Γκάρντνερ άργησε πολύ να γράψει την αυτοβιογραφία της. Για την ακρίβεια ο Φρανκ Σινάτρα την πλήρωνε να μην το κάνει. Τη ζωή της την αφηγήθηκε το 1988 στον δημοσιογράφο Πίτερ Έβανς και εκδόθηκε σε ένα βιβλίο με τίτλο: Ava Gardner: The Secret Conversations.
«Είμαι άφραγκη. Πρέπει ή να γράψω το βιβλίο ή να πουλήσω τα κοσμήματα μου. Και είμαι πολύ συνδεδεμένη με τα κοσμήματα μου», του είπε.
Στις σελίδες της αυτοβιογραφίας της η Γκάρντνερ μιλούσε αφοπλιστικά για την φτωχική καταγωγή της, την έλλειψη μόρφωσης αλλά και πολύ πιπεράτα για τους άντρες της ζωής της, όπως τον Μίκι Ρούνεϊ που τον παντρεύτηκε κι ας τον περνούσε είκοσι πόντους σε ύψος. «Από τότε που σε είδα το
μόνο που σκέφτομαι είναι πως να σε πηδήξω», της είπε όταν τη γνώρισε και προφανώς την έριξε. Αλλά στο κρεβάτι την έριξε μετά το γάμο τους. «Ήμουν παρθένα οπότε δεν τον άφηνα να με αγγίξει πριν. Ο Μίκυ μου έμαθε να μου αρέσει το σεξ».είπε η Γκάρντνερ. Ο γάμος τους κράτησε λίγο γιατί ο Ρούνεϊ ήταν πολύ άπιστος. Η αλήθεια είναι ότι αν δεις μια φωτογραφία τους σε πιάνουν τα γέλια, μοιάζει απίστευτο ότι ο άσχημος Ρούνεϊ κεράτωνε με μανία την καλλονή Άβα.
Επόμενοι άντρες στη ζωή της ο γενναιόδωρος, αλλά και ζόρικος δισεκατομμυριούχος Χάουαρντ Χιουζ, ο οποίος τη φιλοδώρησε με πολλά κοσμήματα (τα προαναφερόμενα) αλλά και με μια μπουνιά που της ξεκόλλησε το σαγόνι. Επόμενος γάμος με τον μουσικό Άρτι Σόου ο οποίος παράτησε μεν τη γυναίκα του για να είναι μαζί της αλλά παράτησε και την Άβα επειδή ήταν χαζή. Έτσι της επισήμαινε συνεχώς. Ο μεγάλος έρωτας της Γκάρντνερ ήταν ο Φρανκ Σινάτρα. Η γνωριμία τους άρχισε μια νύχτα με τους δυο τους να κάνουν μια νυχτερινή βόλτα με το αυτοκίνητο στους δρόμους του Palm Springs και να πυροβολούν με 38άρια λάμπες και βιτρίνες καταστημάτων. Κατέληξε σε έναν γάμο σκανδαλώδη και επεισοδιακό γάμο που κράτησε έξι χρόνια και τη σημάδεψε για πάντα.
«Συνηθίζαμε να πίνουμε και να καβγαδίζουμε κάθε βράδυ. Ξεκινούσαμε πίνοντας από τέσσερα μεγάλα μαρτίνι ο καθένας,
συνεχίζαμε με κρασί κατά την διάρκεια του δείπνου και μετά βγαίναμε έξω σε κάποιο κλαμπ όπου πίναμε ουίσκι.Ήταν στο τέλος μιας τέτοιας βραδιάς που κατέληξα να του πω ότι δεν θέλω να κοιμηθώ μαζί του. Και μετά έπεσα για ύπνο. Ξύπνησα όταν άκουσα τον πυροβολισμό από την άλλη κρεβατοκάμαρα της σουίτας. Σηκώθηκα και πήγα προς τα εκεί. Δεν ήξερα τι θα βρω. Αν και το πιο πιθανόν ήταν να έχει τινάξει τα μυαλά του στον αέρα. Όταν μπήκα τον βρήκα να χαμογελάει σαν παιδί που είχε κάνει σκανταλιά. Είχε πυροβολήσει με το όπλο στο μαξιλάρι...» γράφει στην αυτοβιογραφία της.
Η Άβα Γκάρντνερ, γεννήθηκε στο Σμίθφιλντ των ΗΠΑ στις 24 Δεκεμβρίου 1922, από μια ταπεινή οικογένεια χωρικών με καταγωγή από την Ιρλανδία και τη Σκωτία. Δούλευε στα καπνοχώραφα και ήταν ένα ντροπαλό κορίτσι που έκανε οικονομίες για να μπορεί να ονειρεύεται βλέποντας ταινίες στο μοναδικό κινηματογράφο του Σμίθφιλντ. Αγαπημένος ηθοποιός της εφηβείας της ήταν ο Κλαρκ Γκέιμπλ και αγαπημένη της ταινία το «Μια γυναίκα πειρασμός». Πολλά χρόνια αργότερα, θα γινόταν η ίδια πρωταγωνίστρια σε μια νέα έκδοση της ταινίας με τίτλο «Μογκάμπο» και θα είχε τον ίδιο τον Γκέιμπλ συμπρωταγωνιστή.
Η καριέρα της ξεκίνησε τυχαία, όπως άρχιζαν οι καριέρες σχεδόν όλων των σταρς της εποχής. Κάποιος φωτογράφος τραβούσε φωτογραφίες, κάποιο λαγωνικό των στούντιο τις έβλεπε και όλα έπαιρναν το δρόμο τους. Ο Λάρι Ταρ, ένας φωτογράφος από τη Νέα Υόρκη που είχε παντρευτεί την αδερφή της, τη φωτογράφισε και κρέμασε την εικόνα της στη βιτρίνα του καταστήματός του. Ένας υπάλληλος της ΜGM την πρόσεξε και την κάλεσαν για δοκιμαστικό. Ήταν η απόλυτη καταστροφή. Είχε απαίσια προφορά του νότου, κακόηχη φωνή, αλλά ο φακός τη λάτρεψε. «Δεν μπορεί να τραγουδήσει, δεν μπορεί να παίξει, δεν μπορεί να μιλήσει και είναι εκπληκτική» ήταν τα λόγια τους.
Υπέγραψε συμβόλαιο αλλά η καριέρα της άργησε να ξεκινήσει. Πόζαρε για pin-up φωτογραφήσεις και είχε μικρούς ρόλους από τους οποίους και έμαθε το επάγγελμά της. Μάλιστα το όνομά της δεν αναφερόταν καν στους τίτλους των 14 πρώτων
ταινιών που γύρισε κατά την περίοδο 1941 έως 1943. Το όνομά της εμφανίστηκε για πρώτη φορά στους τίτλους της ταινίας «Three Men in White» το 1944. Έκανε μαθήματα ορθοφωνίας και απαγγελίας για να απαλλαγεί και από την προφορά της Βόρειας Καρολίνας, καθώς και μαθήματα υποκριτικής τέχνης. Ο Γκρέγκορι Πεκ, που υπήρξε στενός της φίλος, έδωσε τον εξής χαρακτηρισμό γι΄ αυτήν: «Πάντα την θαύμαζα ως ηθοποιό και πιστεύω ότι οι δραματικές της ικανότητες δεν έχουν εκτιμηθεί επαρκώς, διότι οι άνθρωποι γοητεύονταν από την ομορφιά της και δεν περίμεναν περισσότερα απ΄ αυτήν (...). Είναι πολύ δύσκολο να χαλιναγωγηθεί η Αβα, λόγω του ισχυρού της χαρακτήρα, της εντιμότητάς της και της σχεδόν εξωπραγματικής ομορφιάς της».
Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την κατέταξε στην 25η θέση της λίστας των λαμπρότερων αστέρων της ιστορίας του σινεμά.«Η ξυπόλητη κόμισσα» (1954), «Το μελαμψό ρόδο της Ανατολής» (1956), «Όσο θα υπάρχει κόσμος» (1959), «55 μέρες
στο Πεκίνο» (1963), «Η νύχτα της ιγκουάνα» (1964) ανέδειξαν το αναμφισβήτητο ταλέντο της, την εξαιρετική ευαισθησία και δραματικότητα που είχε ως ηθοποιός. Ο ωραιότερος ρόλος της ήταν η«Η Ξυπόλητη Κόμισσα».Οι μεγαλύτερες σταρ της εποχής διεκδίκησαν το ρόλο της κοπέλας αυτής, που έμοιαζε αλλόκοτα με τη Ρίτα Χέιγουορθ (η ίδια αρνήθηκε να την υποδυθεί): η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η Τζένιφερ Τζόουνς, η Λίντα Νταρνέλ, η Υβόν Ντε Κάρλο, η Τζοάν Κόλλινς περιλαμβάνονται στη μακρά λίστα. Ωστόσο ο Μάνκιεβιτς δεν ήθελε καμία άλλη παρά την Άβα Γκάρντνερ.. Η ξυπόλυτη κόμισσα είναι η ιστορία της ίδιας της Γκάρντνερ: η ταπεινή καταγωγή, η απότομη άνοδος, η ψυχοσύνθεση, η απομάκρυνση λίγο λίγο από το επάγγελμα της ηθοποιού και οι παραισθήσεις/απογοητεύσεις σχετικά με το τι είναι πραγματικά ευτυχία. Η αριστουργηματική αυτή ταινία παραμένει το απόγειο της καριέρας της.
Το 1955 και σε ηλικία 33 ετών, η Άβα εγκατέλειψε τις Ηνωμένες Πολιτείες για να εγκατασταθεί στην Ισπανία, όπου έζησε με τον Λουίς Μιγκέλ Ντομινκίν, διάσημο ταυρομάχο. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Λονδίνο το 1968. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της πραγματοποίησε μια σειρά από τηλεοπτικές εμφανίσεις. Εξαιτίας χρόνων καπνίσματος υπέφερε από εμφύσημα, ενώ το 1986 υπέστη δύο εγκεφαλικά επεισόδια που της προξένησαν μερική παράλυση. Τα τελευταία αυτά χρόνια τη φρόντισε ο Σινάτρα, καλύπτοντας τα ιατρικά της έξοδα. Απεβίωσε από πνευμονία στο Λονδίνο, στις 25 Ιανουαρίου 1990, στην ηλικία των 67 ετών.