
Είναι δυνατόν η φλόγα να δαμάζει τα στοιχεία της φύσης; Το φως, τον αέρα, το νερό και τους νόμους τους άλλους, αυτούς της φυσικής; Στην περίπτωση του Γιώργου Ζογγολόπουλου, η φλόγα της δημιουργίας που έκαιγε μέσα του με ορμή, η «φρέσκια φωτιά» έμεινε άσβεστη μέχρι τέλους στα 101 χρόνια της φυσικής του ζωής και εκτείνεται σε οκτώ δεκαετίες δημιουργίας.

Ο ίδιος έλεγε ότι ο καλλιτέχνης «ήρθε σε αυτή τη ζωή για να καεί, για να μάθει, για να μιλήσει ως ανταποκριτής της φωτιάς. Ο καλλιτέχνης είναι ένα φύλλο χαρτί που πέφτει στη φωτιά, αλλά ζει η λευκότητά του αιώνια».

Ο Ζογγολόπουλος δεν έπαψε να σχεδιάζει ποτέ ακόμα και όταν κοντά στα 100 πήρε μέρος για τελευταία φορά στην Μπιενάλε της Βενετίας. Γλύπτης, αρχιτέκτονας, χαράκτης, σχεδιαστής, ζωγράφος, διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στην εποχή του διακρίθηκε διεθνώς και θεωρείται σαν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες γλύπτες που έζησαν και δημιούργησαν εντός Ελλάδος.

Στην είσοδο του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Άνδρο, ανοίγοντας την πόρτα, υπάρχει ένα πορτρέτο του Γιώργου Ζογγολόπουλου. Η φωτογραφία δείχνει έναν άντρα έξυπνο, σε ώριμη ηλικία, με βλέμμα σπινθηροβόλο που δε χάθηκε στην εκτύπωση της φωτογραφίας. Θυμίζει το βλέμμα των ποιητών, οξύ, διαπεραστικό εξεταστικό και διερευνητικό. Το βλέμμα του Ζογγολόπουλου που υποδέχεται τους επισκέπτες καθορίζει με ένα τρόπο και την ίδια την έκθεση. Υπαγορεύει με ένα τρόπο και το πώς μπορούμε να δούμε, εμείς οι θεατές τα έργα του. Με βλέμμα ανοιχτό στον ορίζοντα και σκέψη που διατρέχει επάνω από το φυσικό χώρο και το χρόνο.

Στα δροσερά επίπεδα του μουσείου, είναι στημένα τα έργα του με χρονολογική σειρά. Ο Ζογγολόπουλος πρέπει να αγαπούσε πολύ το παιχνίδι. Έπαιξε με όρους καλλιτεχνικούς και επιστημονικούς με το χρόνο, τα υλικά τους ήχους, το χρώμα του περιβάλλοντος, τη διαφάνεια. Ο Ζογγολόπουλος δάμασε το χρόνο και την ύλη μετατρέποντας ευτελή υλικά σε αβαρείς έννοιες.

Το εντυπωσιακό σε μέγεθος και ποιότητα έργο του καταργεί σχεδόν το ηλικιακό όριο. Ο Ζογγολόπουλος, όσο μεγαλώνει, σχεδιαστικά και τεχνοτροπικά, αφαιρεί, πειραματίζεται, αναπτύσσει καινοτόμους και περίπλοκους σχηματισμούς άρτιους δομικά, αισθητικά δηλώνοντας ένας νέος ήθος αλλά και την αντίληψή του για την αισθητική, λαμβάνοντας υπόψη του την κοινωνική πραγματικότητα.

Ο προικισμένος ζωγράφος των περασμένων δεκαετιών, εκεί γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 50 αλλάζει και γίνεται ο Ζογγολόπουλος που όλοι αναγνωρίζουμε. Ο γλύπτης των υδροκινητικών και φωτοκινητικών έργων καθώς και των λεπτεπίλεπτων συνθέσεων από ανοξείδωτο μέταλλο, των ανάλαφρων πλεγμάτων με τις δημοφιλείς ομπρέλες και τους μεγεθυντικούς φακούς.

Στον ίδιο τον Ζογγολόπουλο άρεσαν τα έργα του, αυτά που δημιούργησε μετά το 1955. Ξεχνά σχεδόν τα προηγούμενα μπερδεύοντας τους μελετητές του και δημιουργεί ένα δικό του αφήγημα, προσωπικό και καλλιτεχνικό. Από εκείνη την πρώτη περίοδο –της εισόδου του στην καλών τεχνών- έχουν χαθεί πολλά έργα του. Ο ίδιος στρέφεται εκείνα τα χρόνια στην Αρχιτεκτονική, θα γνωρίσει τον Πικιώνη θα αναφερθεί συχνά για την επίδρασή του στη ζωή και το έργο του. Ο γλύπτης κρύβεται μέσα στον αρχιτέκτονα. Μαζί με τις αρχιτεκτονικές μελέτες με τις οποίες παίρνει μέρος σε πολλούς διαγωνισμούς ξεκινά από την αρχή ως γλύπτης του δημόσιου χώρου.

Ο Ζογγολόπουλος συνδυάζει την γλυπτική με την αρχιτεκτονική απόλυτα. Η δημοφιλία του όμως έρχεται πολλά χρόνια αργότερα από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Το έργο του γίνεται συχνά επίκεντρο διαμάχης. Είτε πρόκειται για το μνημείο του Ζαλόγγου, την πρώτη διαμόρφωση της πλατείας Ομονοίας, το γλυπτό της ΔΕΘ, το μνημείο του Γοργοποτάμου που ματαιώθηκε.


Ο θρίαμβός του είναι ότι συνδύασε τις καλλιτεχνικές εκφράσεις πέρα από τις ταμπέλες που υπαγόρευε η εποχή και τα ρεύματα της τέχνης, έτσι ο «καλλιτέχνης» αντικαθιστά τον ζωγράφο ή τον γλύπτη. Στις δημιουργίες του χρησιμοποίησε όχι μόνο τα θεωρούμενα ευγενή υλικά, -τον μπρούτζο, την πέτρα και το ξύλο-, αλλά και υλικά πέρα από τα κλισέ κάνοντας την επανάστασή του και αμφισβητώντας άκαμπτους κανόνες.

Η προσέγγιση του Ζογγολόπουλου στην αρχιτεκτονική, τη ζωγραφική και την γλυπτική χαρακτηρίζεται από την ίδια σοβαρότητα. Η γλυπτική του όμως είναι αυτή που θα σφραγίσει την καλλιτεχνική του δραστηριότητα και θα τον κάνει γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο. Η είσοδός του στο αστικό τοπίο συνοδεύεται από τις μεταλλικές κατασκευές του που παραβλέπουν τους νόμους της βαρύτητας.

Το βλέπουμε αυτό στα έργα του που κοσμούν το δημόσιο χώρο. Δίνουν όλα την εντύπωση ότι δημιουργήθηκαν αποκλειστικά και μόνο για να τοποθετηθούν στο συγκεκριμένο σημείο όπιου βρίσκονται. Υπάρχει μέσα σε αυτά τα έργα το μάτι του αρχιτέκτονα, που αξιολογεί το περιβάλλον προκειμένου να επιτευχθεί η αρμονία ανάμεσα σε αυτό και το έργο, κανένα να μην υπερισχύει του άλλου. Είναι η στιγμή που το βλέμμα του περαστικού αγκιστρώνεται από μια ανάσα αρμονίας και καλαισθησίας, λυρισμού μέσα στο τσιμεντένιο τοπίο.

«Η ασίγαστη πλησμονή στο Αχανές της Αφαίρεσης» είναι ο τίτλος της έκθεσης στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Άνδρου. Μπροστά στους μεγεθυντικούς φακούς, παρατηρούσα δυο μικρά παιδιά που έπαιζαν με τις διαθλάσεις των αντικειμένων που κρύβονται πίσω από αυτούς. Είχαν τη χαρά της ανακάλυψης, το παιχνίδι της εικόνας, της διάστασης και του μυστηρίου μέσα στο χρόνο. Αν ο Ζογγολόπουλος μπορούσε να τα δει, φαντάζομαι θα ήταν ευτυχής. Το ίδιο ευτυχής θα ήταν με αυτούς που έβλεπα να στέκονται στις Βρυξέλλες, στο κτίριο των Ευρωπαϊκών κοινοτήτων μπροστά στις Ομπρέλλες του να χαμογελούν και να φωτογραφίζονται.

Αυτός ο μεγάλος ανανεωτής της ελληνικής τέχνης, με το έργο του ξεγέλασε το χρόνο, κατάφερε αυτό που ποθούσε, έκανε πράξη αυτό που έλεγε πώς: «Σιγά-σιγά, όσο γερνάω, αντί να βαραίνουν τα πράγματα σε μένα, βαραίνουν, στο σώμα μου, στην ψυχή μου και στα έργα μου γίνονται πιο ανάλαφρα».
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr