Το παραδείσιο νησί της Λαμπεντούζα. Εκεί που η βόρεια Αφρική συναντά την Ιταλία. Γραφικά χωριά, ονειρεμένες παραλίες, και παράξενα σκουπίδια που ξεβράζει η θάλασσα. Η οικογένεια του Στέφανου είναι ψαράδες πάππου προς πάππου. Όμως στις αρχές του 21ου αιώνα η ψαριά του είναι πολύ διαφορετική. Δουλειά του είναι τώρα να περισυλλέγει σώματα μεταναστών από τα κρύα νερά της Μεσογείου. Πιο βόρεια, στις σκοτεινές γωνιές της Αγγλίας, η Ντενίζ, μια κινεζοεγγλέζα εργαζόμενη φοιτήτρια, πηγαίνει πόρτα πόρτα για να μαζέψει δόσεις καταναλωτικών δανείων για λογαριασμό μιας εισπρακτικής εταιρείας. Είναι μιγάδα, είναι διαφορετική και εισπράττει διακρίσεις από εκείνους που θέλουν να την ξεφορτωθούν. Άβολες δουλειές, για ανθρώπους που η φτώχεια, η κρίση, η ανεργία τους έχουν ρίξει στο περιθώριο. Κι όμως υπάρχει ελπίδα και ζεστασιά, που θα τη βρουν εκεί που καθόλου δεν το περιμένουν.
Ο Άντερς Λουστγκάρτεν είναι βραβευμένος βρετανός θεατρικός συγγραφέας. Η Λαμπεντούζα γράφτηκε το 2015 ύστερα από παραγγελία του Θεάτρου Σόχο του Λονδίνου. Στην Αθήνα, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος σκηνοθετεί τη Λαμπεντούζα στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Τον συναντήσαμε και μιλήσαμε για την άβολη και δύσκολη κατάσταση ενός κόσμου που συντρίβεται από τις αλλαγές του.
Κατά τι γνώμη σας ποιά είναι τα χαρακτηριστικά που αναπτύσσονται σε αυτούς του ντόπιους πληθυσμούς, όπως στη Λαμπεντούζα, στη διάρκεια αυτής της μακρόχρονης κρίσης;
Aς μιλήσω καταρχήν για την εικόνα που μας δίνει ο Λουστγκάρτεν στο έργο. Στη Λαμπεντούζα δεν φαίνονται ρατσιστικές συμπεριφορές: οι κάτοικοι μπορεί να βαρυγκομούν από τα μιλιούνια προσφύγων που ξεβράζονται στις ακτές τους, ζωντανοί ή νεκροί, κάποιοι βιοπορίζονται δουλεύοντας στο κέντρο υποδοχής του δήμου ή στις μη κυβερνητικές οργανώσεις που ασχολούνται με τους πρόσφυγες, αλλά δεν έχει χαθεί κάθε ίχνος ανθρωπιάς. Οι πρόσφυγες παραμένουν συνάνθρωποι. Ίσως εδώ να παίζει ρόλο το ότι η Λαμπεντούζα είναι σε απόσταση αναπνοής από την Τυνησία, πολύ κοντά στις χώρες που καταστρέφονται από τους πολέμους.
Πιστεύετε ότι ο ντόπιος πληθυσμός θα μπορέσει ποτέ να ξεπεράσει αυτή την κρίση ψυχολογικά κυρίως;
Δεν το ξέρω. Αν όμως βάλουν τον εαυτό τους στη θέση του άλλου, που βρίσκεται σε απείρως χειρότερη θέση, έχοντας χάσει τα πάντα, τότε ίσως θα νιώσουν τυχεροί, όσο κι αν ζορίζονται, και θα απλώσουν το χέρι τους. Αυτή η κίνηση είναι λυτρωτική.
Σε εμάς τους υπόλοιπους ποιό είναι το αποτύπωμα; Γινόμαστε περισσότερο ανθρωπιστές ή ρατσιστές;
Δεν μπορώ να κάνω την επιθυμία μου πραγματικότητα. Τα ακροδεξιά κόμματα έχουν πάρει κεφάλι στην Ευρώπη (και σε μας βέβαια,αλλά λιγότερο), και μαζί τους ο ρατσισμός. Αυτό έχει να κάνει και με την οικονομική κρίση αλλά και με το προσφυγικό. Ωστόσο και το αντιφασιστικό κομμάτι του πληθυσμού γίνεται πιο μαχητικό. Από κει και πέρα η σιωπηλή πλειοψηφία ταλαντεύεται. Αναμενόμενο. Δεν έχουν κριθεί όλα ακόμα. Η ρόδα της ιστορίας δεν έχει πάψει να γυρίζει. Πάντως εδώ θα ήθελα να πω πως δημιουργούνται πιθανόν και λάθος εντυπώσεις, γιατί η ξενοφοβική συμπεριφορά πουλάει, γίνεται πρώτη είδηση, κάτι που δε συμβαίνει με την αλληλεγγύη. Αυτό το βλέπω και σε μας τους ίδιους.
Οι κοινωνίες όσο και είχαν κάνει βήματα τις προηγούμενες δεκαετίες, μπορούν σήμερα ή θέλουν να ενσωματώσουν αυτούς τους πληθυσμούς;
Αν κρίνουμε από τους φράχτες που έχουν υψωθεί σε τόσα σύνορα (και στα δικά μας άθικτος έμεινε), οι κοινωνίες δεν θέλουν να ενσωματώσουν τους ξένους, γιατί φοβούνται να μοιραστούν μαζί τους τα λίγα που τους έχουν απομείνει.
Πιστεύετε ότι το χρώμα έχει σημασία; Δηλαδή μια λευκή υπάλληλος εισπρακτικής θα είχε καλύτερη τύχη;
Ένας υπάλληλος εισπρακτικής είναι εξ ορισμού μισητό πρόσωπο. Αν είναι γυναίκα, αν είναι ξένη, ενισχύει το αίσθημα ανωτερότητας που ψάχνουν απεγνωσμένα οι άνθρωποι, όσο χαμηλά κι αν βρίσκονται. Τα ανθρώπινα ένστικτα δεν παλεύονται εύκολα.
Η κατάσταση στη Μεσόγειο πιστεύετε μπορεί να ενώσει τους ανθρώπους ή δημιουργεί βαθύτερες διαφορές ακόμα και ταξικές;
Κάποιους ενώνει, κάποιους τους διαχωρίζει. Αυτή η διελκυστίνδα δεν έχει ακόμα έκβαση.
Φαντάζομαι όπως όλοι παρακολουθούμε τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται αυτή η ιστορία. Εσείς γιατί θελήσατε να ανεβάσετε αυτό το έργο, τι συναισθήματα σας δημιούργησε;
Μου άρεσε πολύ ο τρόπος γραφής του έργου, όπου συμπλέκονται οι παράλληλες ιστορίες του Στέφανο από τη Λαμπεντούζα, που η δουλειά του είναι να περισυλλέγει μετανάστες από τα νερά της Μεσογείου, και της Ντενίζ από τη Μεγάλη Βρετανία, που είναι μια κινεζοεγγλέζα φοιτήτρια, η οποία πληρώνει τα δίδακτρά της στο πανεπιστήμιο γυρίζοντας πόρτα πόρτα για να μαζεύει δόσεις δανείων για λογαριαμό εισπρακτικής εταιρείας. Άνθρωποι που αναγκάζονται από το σύστημα να συμμετέχουν σ’ αυτή τη θεσμική βαρβαρότητα για να βγάλουν το ψωμί τους, προσπαθώντας να μην εμπλέκονται συναισθηματικά, και που το έργο τούς θέλει να ανοίγονται τελικά στους ανθρώπους, γιατί η ανθρώπινη καλοσύνη νικάει τις αντιστάσεις τους. Ο Λουστγκάρτεν βρίσκει μια χαραμάδα για να περάσει λίγο φως μέσα σ’ αυτό το ζόφο, το κάνει με όρους θεατρικούς, και ένιωσα πως ένα τέτοιο έργο χρειαζόμουν στην παρούσα στιγμή. Και φαντάζομαι όχι μόνον εγώ. Το θέατρο δε μιλάει αφηρημένα, σκύβει πάνω στις ανθρώπινες ιστορίες, κι αυτή είναι η δύναμή του. Υπάρχει μια πραγματικότητα στους πρόσφυγες, ίδια με τη δική μας πραγματικότητα: έχουν κι αυτοί πρόσωπα, ονόματα, αγαπάνε, πονάνε, ερωτεύονται, παίζουν, μιλάνε στο κινητό με τη μάνα τους στην άλλη άκρη του κόσμου. Προσπαθούν να κρατήσουν αξιοπρέπεια, έχουν φόβους, έχουν όνειρα. Αυτές οι αφηγήσεις με συγκινούν και σ’ αυτές επανέρχομαι ξανά και ξανά, από την εποχή του Κοινού Λόγου και της Βρομιάς, ερευνώντας το πώς ζωντανεύει ο αφηγηματικός λόγος από τον ηθοποιό, τι είδους θεατρικότητα έχει. Ιδεολογικά, από την άλλη πλευρά, με εκφράζει ο φιλάνθρωπος λόγος. Ψάχνω λίγο φως μέσα στο θέατρο.
Μπορείτε να μου πείτε τη πιο δυνατή εικόνα ανάμνηση που έχετε από την παγκόσμια αυτή κρίση;
Ορισμένες εικόνες νεκρών παιδιών, στην ηλικία των εγγονών μου. Δεν το αντέχω.
Τι είναι αυτό μέσα από τις πολλές πτυχές αυτών των ιστοριών που θέλετε να φωτίσετε σε πρώτο πλάνο με τη σκηνοθεσία σας;
Τη δύναμη και την ελπίδα που βλέπω στα μάτια των μεταναστών, το μάθημα ζωής που δίνουν αυτοί οι άνθρωποι στους κουρασμένους δυτικούς.