

«Ξεκίνησα να πηγαίνω σχολείο στα πέντε. Δε θυμάμαι αν έκλαιγα όταν πήγαινα αλλά θυμάμαι καλά πως έκλαιγα όταν γυρνούσα σπίτι. Ήθελα πάντα να γίνω ζωγράφος και ακόμα και πριν μάθω να γράφω την αλφαβήτα, μπορούσα να σχεδιάσω ανθρωπάκια, ατμόπλοια και άλογα και άλλα. Αλλά καμιά φορά, ξεχνούσα την επιθυμία μου να γίνω ζωγράφος σαν έβλεπα κανένα ωραίο ατμόπλοιο και τότε ευχόμουν να γίνω καπετάνιος, σε μεγάλα ατμόπλοια, και να ταξιδεύω σε ολόκληρο τον κόσμο και μαζί να ζωγραφίζω. .....
....... Αλλά σιγά-σιγά όλα αυτά εξαφανίστηκαν και πάντα απόμενε η ζωγραφική".

Αυτό είναι ένα μέρος από το αυτοβιογραφικό σημείωμα του Δημήτρη Δάβη, γραμμένο για παιδιά, το 1948, ανέκδοτο μέχρι σήμερα. Υπάρχει στον κατάλογο της αναδρομικής έκθεσης που οργάνωσε το Μουσείο Μπενάκη. Ενα αντιπροσωπευτικό μέρος του έργου του παρουσιάζεται μαζί με ελαιογραφίες, χαρακτικά, προσχέδια εικονογραφήσεων και εκδόσεις στην αναδρομική έκθεση του Δημήτρη Δάβη στο κτίριο της οδού Πειραιώς, μέχρι τις 29 Νοεμβρίου.

Ο Δημήτρης Δάβης γεννήθηκε το 1905 στην Κρήτη. Μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο εισάγεται στην καλών τεχνών της Αθήνας. Το 1924 αναχωρεί για το Μόναχο και σπουδάζει στην Ακαδημία του Μονάχου. Επιστρέφει το 1929 και το 1932 εγκαθίσταται στην Αθήνα.

Η δεκαετία του 30 είναι μια ιδιαίτερα παραγωγική δεκαετία της ζωής του. Κάνει πορτρέτα, χαλκογραφίες και χαρακτικά. Αναλαμβάνοντας την υπηρεσία διαφήμισης της εταιρείας Χημικών προϊόντων και Λιπασμάτων, διακοσμεί το κτίριο της διοίκησης της εταιρείας με μια τοιχογραφία σε ζώνη μήκους 30μ. Και ύψους 1,60μ., που κάλυπτε τους κεντρικούς διαδρόμους με σκηνές από την αγροτική ζωή. Η απόδοαση αυτού του θέματος τον απασχολεί ιδιαίτερα όλη αυτή τη δεκαετία. Ο Δάβης, γράφει η ιστορικός τέχνης Όλγα Μαντζαφού – Πολύζου, αθόρυβα και χωρίς εντυπωσιακές εξάρσεις, με πίστη στη γνώση και την εμπειρία του, δημιουργεί ένα έργο βαθιά ριζωμένο στην πραγματικότητα.

Η ζωγραφική του αγροτικού τοπίου υπήρξε γιαυτόν μια πρόκληση ερμηνείας των προβληματισμών του στα μέσα της δεκαετίας 1930-1940, με κριτική προσέγγιση, ως κοινωνικό και, γιατί όχι, πολιτικό σχόλιο, και αργότερα στο τέλος της δεκαετίας ως καταγραφή μιας απλής ανθρώπινης δραστηριότητας, μέσα από τις απαιτήσεις των επαγγελματικών του υποχρεώσεων, επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά ότι το αγροτικό τοπίο είναι μια ζωγραφική που όχι μόνο παρακολουθεί τις μεταλλάξεις της κοινωνίας αλλά και τις εκφράζει».

Ο Δημήτρης Δάβης με αυτές τις εμπειρίες ζωγραφικής έκφρασης και μέσα στο συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο που διαμόρφωσε την κοινωνική του συνείδηση, αντιμετώπισε την αγροτική ζωή στο έργο του, όχι σαν μια προσπάθεια αναπαραγωγής της καθημερινής πραγματικότητας, αλλά ως έκφραση της σκέψης μιας εποχής και της ιδεολογίας της. Γύρω στο 1935, μια σειρά έργων που ανήκουν στην οικογένεια του καλλιτέχνη, τα περισσότερα ανυπόγραφα, μαρτυρούν την προσπάθειά του να αποδώσει το δέσιμο αυτών των εργατών της γης με τη φύση που συμμετέχει, που συμπάσχει, όχι ως φωτογραφικά στιγμιότυπα αλλά με μια γραφή που εξαίρει τη βιαιότητα των αισθημάτων σε σχέση με τη μοίρα αυτών των ανθρώπων.

« Άλλη πλευρά της ελληνικής ζωγραφικής», γράφει το 1947, στο περιοδικό Town and Country, ο Edward Fenton, “αντιπροσωπεύει ο Δημήτρης Δάβης. Το έργο του ανήκει σε παράδοση τελείως διαφορετική από του Τσαρούχη και του Εγγονόπουλου. Με καταγωγή από την Κρήτη δουλεύει αθόρυβα σε αθηναϊκό προάστιο. Αλλά στο τέλος του πολέμου το εργαστήριό του στεγάζει όχι μόνο τους καμβάδες του αλλά και οκτώ άλλους ανθρώπους που οι βομβαρδισμοί τους στέρησαν τα σπίτια τους στην Κρήτη. .... Το έργο του παρόλο που δε είναι πρωτότυπο είναι δυνατό και τρισδιάστατο.»
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr