Δύο ποιητές διαφορετικών γενεών, ο Γιώργος Μαρκόπουλος από τους παλαιότερους και ο Δημήτρης Αγγελής από τους νεότερους, μιλούν για τον Διονύση Σαββόπουλο ως δημιουργό που κατανοούσε ποιητικά τον κόσμο, προκαλώντας και τους δικούς τους συνειρμούς.
Γιώργος Μαρκόπουλος
Με το έργο του Διονύση Σαββόπουλου ήρθα πρώτη φορά σε επαφή το 1966, με το Φορτηγό, και κάτι μέσα μου ακαθόριστο, αλλά πολύ-πολύ θετικό με συνεπήρε. Γι' αυτό και βρήκα μια κασέτα με τη μουσική του δίσκου, τον οποίο άκουγα ασταμάτητα και το κέρδος μου ήταν μεγάλο, γιατί κάτι το πρωτόγνωρο μου έδειχνε μέσα μου, που όχι μόνο δεν το ήξερα, αλλά ούτε ποτέ μου το είχα φανταστεί.
Και πράγματι, ολόκληρο το έργο του Σαββόπουλου ακριβώς αυτό μας έφερε: κάτι το πρωτόγνωρο, κάτι το σπουδαίο, κάτι το σπινθηροβόλο, κάτι ξεχωριστό. Τόσο μουσική και ποίηση ήσαν δεμένες που δεν μπορούσες τα δυο αυτά στοιχεία σε καμία περίπτωση να τα ξεχωρίσεις. Όσο για το περιεχόμενο, κι αυτό ήταν σπουδαίο, κυρίως γα τους νέους τους οποίους αποφασιστικά βοηθούσε να βγουν από τα αδιέξοδα που μια κοινωνία συμπλεγματική τούς προκαλούσε. Αλλά, τελειώνοντας, θέλω να επισημάνω πως ο Σαββόπουλος ήταν δημιουργός-φαινόμενο και άκρως χαρισματικός μέσα στην πνευματική και μουσική σφαιρικότητά του. Μάλιστα για μένα ήταν εκείνος που συνένωσε μέσα μου όμορφα και γλυκά τη σωστή ελληνική λαϊκή μουσική με την ξένη καλή ποπ και καλή ροκ μουσική.
Να τον αποχαιρετίσω με ένα δίστιχο:
Πατρίδα του ας είναι η μνήμη μας
και περιουσία του όση αγάπησε και όσοι τον αγάπησαν
Δημήτρης Αγγελής
Για λίγους ανθρώπους μπορεί κανείς να πει ότι σηματοδοτούν ένα τέλος εποχής. Μπορεί κανείς σίγουρα να το πει, πάντως, για τον Διονύση Σαββόπουλο: μαζί του τελειώνει το μοντέλο του τραγουδοποιού που είχε πολιτικό λόγο, που περιέγραψε μια ολόκληρη εποχή απολύτως ποιητικά, με χειροποίητο-χωμάτινο τρόπο (Φορτηγό), με στίχους απ' καρφιά του μετεμφυλιακού και δικτατορικού κοινωνικού σώματος (Μπάλλος, Βρώμικο ψωμί, Happy day), με τρυφερότητα αστείρευτη και οριακά παράφωνη στην βαθύτερη ουσία της ("Συννεφούλα", "Μια θάλασσα μικρή", "Αουντουαντάρια" κ.λπ.), αλλά και με εναντίωση στις καλοβολεμένες μας παραδοχές, τοποθετώντας έναν καθρέφτη που αποτύπωνε αφτιασίδωτο το παραμορφωμένο, φρικτό πρόσωπό μας (Το κούρεμα) - κάτι που σε πολλούς δεν άρεσε επειδή απαιτούμε από τα πρότυπά μας (που τα θαυμάζουμε κατά τ' άλλα για την πνευματική τους ανησυχία), να παραμένουν τακτοποιημένα και φρόνιμα σε σχέση με τις δικές μας μπετοναρισμένες μέσα στον χρόνο αντιλήψεις. Θέλησαν να τον φιμώσουν απαξιώνοντάς τον, κάτι για το οποίο βέβαια μας είχε προειδοποιήσει και ο ίδιος: "Αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει / καλύτερα να μη μας πει κανένα".
Ο θάνατος του Σαββόπουλου συνιστά εθνικό πένθος: χάνουμε τον ποιητή που καθόρισε από τη γενιά του '70 και μετά την ιθαγένεια της εικονοποιίας μας, κατά μία έννοια χάνουμε "το ροκ του μέλλοντός μας". Γιατί δημόσιος χώρος δεν υπάρχει όταν δεν υπάρχουν δημόσιοι ποιητές να μας παρηγορούν για τις ήττες μας: "Όταν ο κόσμος μας θα καίγεται / όταν τα γεφύρια πίσω μας θα κόβονται/ εγώ θα είμαι εκεί να σας θυμίζω / τις μέρες τις παλιές".