X

Ο Economist μας ξεναγεί στο νέο Μουσείο των Αιγών: Η ιστορία του Μέγα Αλέξανδρου δεν είναι μόνο κατακτήσεις και πόλεμοι, είναι πολιτισμός

Το νέο μουσείο των Αιγών αμφισβητεί τις συμβατικές απόψεις για την αρχαία ιστορία - και εγείρει εύστοχα ερωτήματα σχετικά με την κληρονομιά αυτής της αυτοκρατορίας, υποστηρίζεται στο άρθρο του Economist.

Γράφει: TheToc team

Ένα εκτενές αφιέρωμα στον αρχαιολογικό χώρο των Αιγών και του νέου Μουσείου στη Βεργίνα φιλοξενεί το περιοδικό Economist. Το νέο κτίριο εγκανιάστηκε στις 19 Δεκεμβρίου και είναι ένας πολυμορφικός νέος μουσειακός χώρος, που ενσωματώνει και ενώνει το νέο κεντρικό κτίριο με το σύνολο του αρχαιολογικού χώρου των Αιγών (Βεργίνα), ο οποίος περιλαμβάνει το Ανάκτορο του Φιλίππου, την ταφική συστάδα των Τημενιδών, καθώς και το Μουσείο των Βασιλικών Τάφων.

Το νέο μουσείο λειτουργεί και ως προθάλαμος στο αρχαιολογικό πάρκο της Βεργίνας, ενώ όπως σημειώνει ο Economist, "αμφισβητεί τις συμβατικές απόψεις της αρχαίας ιστορίας".

Στον Economist μιλά η αρχαιολόγος, έφορος αρχαιοτήτων Ημαθίας και διευθύντρια του μουσείου Αγγελική Κοτταρίδη, η οποία αναφέρεται στα στοιχεία εκείνα που δίνουν νέα προοπτική για τη μελέτη της αρχαίας ιστορίας και τα κληροδοτήματα της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Η Αγγελική Κοτταρίδη, που έχει περάσει μια ζωή σκάβοντας στη Βεργίνα, προτιμά το αρχαίο όνομα της περιοχής, Αιγές, εκεί όπου πριν από μισό αιώνα "άρχισαν να αναδύονται θησαυροί από την υγρή γη".

"Ως 20χρονη φοιτήτρια, η Αγγελική Κοτταρίδη έγινε μάρτυρας μιας συγκλονιστικής στιγμής για την αρχαιολογία: Της ανακάλυψης ενός βασιλικού τάφου, το 1977, με χρυσά τεχνουργήματα και όμορφες τοιχογραφίες, τον οποίο ο μέντοράς της Μανόλης Ανδρόνικος, με αμφιλεγόμενο τρόπο στην αρχή, προσδιόρισε ως ταφικό μνημείο του Φιλίππου Β' της Μακεδονίας" γράφει ο Economist.

"Η Κοτταρίδη και η ομάδα της έχουν έκτοτε φέρει στο φως ένα βασιλικό ανάκτορο τρεις φορές το μέγεθος του Παρθενώνα, δεκάδες βασιλικούς τάφους και πάνω από χίλιους κοινούς τάφους, όπως κι ένα θέατρο που πρέπει να ήταν ο τόπος δολοφονίας του Φιλίππου κατά τη διάρκεια μιας γαμήλιας γιορτής το 336 π.Χ.

To Μουσείο Αιγών εξερευνά τα επιτεύγματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου

Τον Φίλιππο διαδέχθηκε ο 20χρονος γιος του, Αλέξανδρος και τα υπόλοιπα είναι παγκόσμια ιστορία:

Οταν το 323 π.Χ. πέθανε, ο Μέγας Αλέξανδρος είχε διοικήσει μια αυτοκρατορία που εκτεινόταν από την Αίγυπτο μέχρι το Χίντου Κους. Παρά τη σύντομη διάρκειά της, η ηγεμονία του μεγάλου στρατηλάτη ήταν πάντα σεβαστή. Τούρκοι, Άραβες και Πέρσες τον αποκαλούν Ισκαντέρ και Σικαντέρ, ένα δημοφιλές όνομα που δίνονταν σε ανθρώπους και τόπους. Μια έκθεση που παρουσιάζεται αυτό το διάστημα στη Βρετανική Βιβλιοθήκη στο Λονδίνο αποδεικνύει τη αποδοχή που απολάμβανε ο Αλέξανδρος στο πέρασμα του χρόνου, δείχνοντας τους πολλούς τρόπους με τους οποίους έχει αποτυπωθεί η ιστορία του, μέσα από μεσαιωνικά χειρόγραφα έως και σύγχρονα κινούμενα σχέδια.

To Μουσείο Αιγών εξερευνά τα επιτεύγματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου τα οποία, κατά την Αγγελική Κοτταρίδη, ξεπέρασαν κατά πολύ την κατάκτηση εδαφών. Για την Ελληνίδα αρχαιολόγο, η πρωτεύουσα της αρχαίας Μακεδονίας ήταν το πρωτότυπο ενός είδους αστικού πολιτισμού, που αργότερα επεκτάθηκε από το Μαγκρέμπ μέχρι την Κεντρική Ασία. Το έργο της και το μουσείο αμφισβητούν τις συμβατικές απόψεις για την αρχαία ιστορία - και εγείρουν εύστοχα ερωτήματα σχετικά με την κληρονομιά αυτής της αυτοκρατορίας.

Δύο στοιχεία ξεχωρίζει ιδιαίτερα η Αγγελική Κοτταρίδη.

Πρώτον, η αποτελεσματικότητα με την οποία ο Φίλιππος δημιούργησε μια εξελιγμένη κοινωνία βασισμένη στα κέρδη, ξεκινώντας από μια ομάδα άξεστων βοσκών. Όπως είπε κάποτε ο Αλέξανδρος στους στρατιώτες του, ο πατέρας του "βρήκε μια φυλή από εξαθλιωμένους, περιπλανώμενους αλήτες, κυρίως ντυμένους με προβιές, να ταΐζουν λίγα πρόβατα… Σας έκανε κατοίκους των πόλεων, σας δίδαξε το νόμο, σας εκπολίτισε".

Δεύτερον, ο τρόπος με τον οποίο έγινε η ταχεία αστικοποίηση που υποστήριζε ο Φίλιππος και εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον λεγόμενο ελληνιστικό κόσμο – με άλλα λόγια, σε όλα τα κράτη που δημιουργήθηκαν μετά την αποσύνθση της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου, τα οποία επηρεάστηκαν από το ελληνικό στοιχείο.

Οι Μακεδόνες κατακτητές, λέει η Αγγελική Κοτταρίδη, κληροδότησαν μια χαρακτηριστική μορφή αστικής κοινωνίας: όχι τόσο δημοκρατική ή ηγεμονική όσο η Αθήνα της Χρυσής Εποχής, αλλά προικισμένη με θεσμούς που λειτουργούσαν καλά, με άφθονες δημόσιες υποδομές και με μια αστική αγωγή, στην οποία άνθρωποι πολλών γλωσσών και θρησκειών μπορούσαν να συμμετάσχουν. Οι εκστρατείες του Αλεξάνδρου "θα μεταμόρφωναν την από αρχαιοτάτων χρόνων σύγκρουση μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, στην πιο δημιουργική σύνθεση και συνύπαρξη πολιτισμών που είχε δει ποτέ ο κόσμος".

Η τροχιά της αρχαίας ιστορίας συνήθως αποτυπώνεται πολύ διαφορετικά

Στο άρθρο του Economist εκφράζεται η άποψη ότι "η τροχιά της αρχαίας ιστορίας συνήθως αποτυπώνεται πολύ διαφορετικά. Γενικά, υπάρχει εστίαση στις ελληνικές πόλεις-κράτη που άκμασαν τον 5ο και στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα: Στην Αθήνα πρωτίστως, αλλά και στην Κόρινθο, στη Θήβα και στη φιλοπόλεμο Σπάρτη.

Από αυτή την προοπτική, η άνοδος του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, που υπέταξαν τις νότιες ελληνικές πόλεις, ήταν μια ανάστροφη κίνηση".

Κατά την άποψη της Αγγελικής Κοτταρίδη, οι ελληνικές πόλεις-κράτη είχαν εξαντληθεί από τις εσωτερικές διαμάχες, ενώ οι πόλεις που αναπτύχθηκαν μετά τον Αλέξανδρο αντιπροσώπευαν με τον κοσμοπολιτισμό τους, την πρόοδο. "Οι ελληνιστικές πόλεις διαδραμάτισαν ζωτικό ρόλο στη διαμόρφωση του σημερινού θρησκευτικού κόσμου, ως κόμβοι του πρώιμου χριστιανισμού και, αναμφισβήτητα, του βουδιστικού πολιτισμού. Για παράδειγμα, οι Ινδο-Έλληνες βασιλιάδες οι οποίοι κυριαρχούσαν στο χώρο που σήμερα είναι το πακιστανικό Παντζάμπ, όχι μόνο ασκούσαν τον βουδισμό, αλλά διέδιδαν ενεργά αυτή την πίστη και την καλλιτεχνική της έκφραση".

Για να βοηθήσει τους επισκέπτες να αντιληφθούν αυτό το πλαίσιο, το μουσείο παρουσιάζει μέσω γιγαντοθονών, βίντεο με υλικό από ελληνιστικά ερείπια στο Λεβάντε. (στην Ανατολή).

Αυτό είναι το πρώτο βήμα, λέει η Αγγελική Κοτταρίδη, για τη συναρμολόγηση μιας τεράστιας ψηφιακής έκθεσης για την ελληνιστική εποχή. Ανάμεσα στα όπλα, τα κοσμήματα και τα σκεύη, το καλύτερο ίσως φυσικό τεχνούργημα είναι ένα γλυπτό της μητέρας του Φιλίππου, της βασίλισσας Ευρυδίκης, ντυμένης με μακρύ ένδυμα που κυματίζει. Ως πρότυπο για την απεικόνιση βασιλισσών ή γυναικείων θεοτήτων, αυτή η καλλιτεχνική μορφή επαναλαμβάνεται ευρέως, κυρίως στις απεικονίσεις της Παναγίας. Η εσωτερική αυλή του μουσείου, όπου βρίσκονται πολλά αυθεντικά αρχαία τμήματα, είναι μια ακριβής αναπαραγωγή του επάνω ορόφου του βασιλικού ανακτόρου, ο κοντινός χώρος του οποίου θα ανοίξει σύντομα για το κοινό.

Ο Economist θέτει το ερώτημα αν η κυρία Κοτταρίδη "υπερβάλλει για τον ρόλο των ελληνιστικών πόλεων ως χωνευτηρίου του σύγχρονου κόσμου;"

Η κληρονομιά των Μακεδόνων βασιλιάδων στις ανατολικότερες περιοχές του ελληνόφωνου κόσμου —όπου από το 200 π.Χ. άνθρωποι διάβαζαν ελληνική λογοτεχνία και πίστευαν στον Βουδισμό— αμφισβητείται επίσης. Στον απόηχο των διαφωνιών για μεταγενέστερους αποικισμούς, οι Ινδοί μελετητές είναι κατανοητό, σημειώνει ο Economist, ότι αποστρέφονται την ιδέα του Αλέξανδρου ως ηγέτη μιας "εκπολιτιστικής αποστολής".

Όπως είπε πρόσφατα Ινδός αξιωματούχος σε ένα συνέδριο, οι ανταλλαγές μεταξύ του ελληνικού και του ινδικού πολιτισμού προϋπήρχαν πολύ καιρό πριν τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου. Σύμφωνα με τον Yaamir Badhe, έναν κλασικιστή ινδικής καταγωγής, οι Βουδιστές που διαβάζουν τον Όμηρο δεν πρέπει να θεωρούνται η αιχμή του δόρατος του δυτικού ιμπεριαλισμού. Αντιθέτως, ήταν μια δημιουργική παρουσία σε μια τοπική κουλτούρα που χαρακτηριζόταν από άνοιγμα σε εξωτερικές επιρροές.

"Αυτό ακριβώς είναι το είδος της σαρωτικής ιστορικής συζήτησης που το νέο μουσείο του οποίου προΐσταται η κυρία Κοτταρίδη ελπίζει να αναζωογονήσει", καταλήγει ο Economist στο άρθρο του.

Διαβάστε Επίσης