X

«Έφυγε» ο νοτιοαφρικανός συγγραφέας Αντρέ Μπρινκ

Πολέμησε το Απαρτχάιντ, υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των μαύρων της Αφρικής, υπήρξε υποψήφιος για το νόμπελ Λογοτεχνίας. Αντρέ Μπρινκ, ο συγγραφέας και ο άνθρωπος.

Γράφει: Ειρηνη Ορφανιδου

Ο νοτιοαφρικανός συγγραφέας Αντρέ Μπρινκ, ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος που είχε στρατευθεί κατά του απαρτχάιντ, που αγωνίστηκε με σθένος για τα δικαιώματα των μαύρων της Αφρικής, απεβίωσε ξημερώματα Σαββάτου σε ηλικία 79 ετών.

Καθηγητής Αγγλικής Φιλολογίας επί σειρά ετών στο Πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν, ο Αντρέ Μπρινκ πέθανε στο αεροπλάνο με το οποίο επέστρεφε από την Ευρώπη, όπου είχε παραλάβει ένα τιμητικό δίπλωμα στο Βέλγιο από το Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λουβέν.

Υποψήφιος για νομπέλ Λογοτεχνίας, το οποίο δεν κέρδισε ποτέ, όπως και δύο φορές για το βραβείο Booker, είχε τιμηθεί με πολλά βραβεία στην πατρίδα του και στο εξωτερικό, μεταξύ των οποίων το γαλλικό Prix Medicis etranger (διατηρούσε μία σχέση έρωτα με τα γαλλικά γράμματα), για το βιβλίο του «Μια λευκή, ξηρή εποχή» (1980) και το βραβείο Premio Mondello στην Ιταλία.

Γεννημένος τον Μάιο του 1935 από πατέρα δικαστή και μητέρα καθηγήτρια σε αγγλόφωνο σχολείο, έγραφε τόσο στα αγγλικά όσο και στα αφρικάανς, στην κυρίαρχη γλώσσα της νοτιοαφρικανικής λευκής μειονότητας.

Διετέλεσε μέλος του «Die Sestigers», ενός λογοτεχνικού κινήματος που ύψωσε τη φωνή του ενάντια στην πολιτική φυλετικού διαχωρισμού του απαρτχάιντ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960.

Υπήρξε στενός φίλος του Νέλσον Μαντέλα και είχε τη χαρά να ζήσει το τέλος του απαρτχάιντ.

Στα ελληνικά έχουν εκδοθεί τα βιβλία του «Η άλλη πλευρά της σιωπής» (2006), «Το δικαίωμα του πόθου» (2001), «Η πρώτη ζωή του Αδαμάστορα» (1999), «Ονειροφαντασίες της άμμου» (1998), «Μια στιγμή στον άνεμο» (1997), «Μια τρομοκρατική πράξη» (1995), «Ο πρεσβευτής» (1992), «Λένε πως θα βρέξει» (1991), «Μια ξερή, λευκή εποχή» (1990), «Κοιτάζοντας στο σκοτάδι» (1988), «Το τείχος της πανούκλας» (1988), όλα από τις εκδόσεις Χατζηνικολή.

Το μίσος και «Η άλλη πλευρά της σιωπής»

«...Όχι, ποτέ δεν φανταζόταν ότι το μίσος θα ήταν έτσι. Τόσο όμορφο. Τόσο μοναδικό. Τόσο καθάριο. Τόσο γεμάτο ζωή. Νιώθει σαν να είχε πάντοτε ένα κενό μέσα της -όπου μερικές φορές εισέβαλλαν προσωρινά ο φόβος, ο τρόμος, η αβεβαιότητα και η ανησυχία, άλλες φορές ένα ξέσπασμα αγάπης, ή κάθε είδους ταραχώδη και σκοτεινά συναισθήματα, αλλά κυρίως έμενε άδειο- το οποίο τώρα είχε γεμίσει από αυτό το περίλαμπρο μίσος. Είναι σαν μεγεθυντικός φακός, που ενώνει πολλές ακτίνες φωτός και τις εστιάζει με τρομακτική ακρίβεια σε ένα μόνο σημείο, κάνοντάς το να αναφλεγεί, και μέσα σε μια εκπληκτική στιγμή δίνει κατεύθυνση και νόημα σε όλη της τη ζωή. Καμιά αγάπη δεν θα μπορούσε ποτέ να της χαρίσει αυτή την αίσθηση πληρότητας που της χαρίζει αυτό το μίσος...»