«Ο Τσιτσάνης έβγαλε το λαϊκό τραγούδι από τα όρια του περιθωρίου, όπου το είχαν τάξει τα αντικοινωνικά και ανατολίτικα στοιχεία του, για να το εντάξει στην καινούργια κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδος» γράφει ο μουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας.
Στις 18 Ιανουαρίου του 1984, ο Βασίλης Τσιτσάνης αφήνει την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Ήταν 69 ετών. Ο "Βλάχος", ή "Τσίλιας", όπως τον αποκαλούσαν οι ρεμπέτες φίλοι του, άφησε πίσω του ένα θησαυρό, μια μουσική παρακαταθήκη που αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια της ελληνικής μουσικής.
Ο Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα από Ηπειρώτες γονείς. Έμαθε μουσική στο μαντολίνο του πατέρα του και μαγεύτηκε από τα κλέφτικα τραγούδια που άκουγε. Στα γυμνασιακά του χρόνια έμαθε βιολί. Σε ηλικία 15 ετών γράφει τα πρώτα του τραγούδια, στο απαγορευμένο και χωρίς καμία κοινωνική αποδοχή τότε, μπουζούκι.
Το 1936 ο Τσιτσάνης κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική. Έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Μπιζέλια» και η γνωριμία του με τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, τον οδήγησε στην Οντεόν. Εκεί έκανε την πρώτη του ηχογράφηση, το τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε». Ακολούθησαν μερικά από τα πιο σημαντικά τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής. Η "Αρχόντισσα", το "Να γιατί γυρνώ", το "Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ".
Τα χρόνια της κατοχής βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, με δικό του κουτούκι, το «Ουζερί Τσιτσάνη», στην οδό Παύλου Μελά 22. Είναι εκείνη την εποχή που γράφει την Αχάριστη, Τα πέριξ, το Νύχτες μαγικές, τη Συννεφιασμένη Κυριακή.
Κατεβαίνει στην Αθήνα το 1946. Ηχογραφεί αλλά και λογοκρίνεται διαρκώς. Όμως έχει πάρει το δρόμο του και μέσα στη δεκαετία πια του 50 είναι πλέον αναγνωρισμένος από όλους. Συνδέονται μαζί του μεγάλες φωνές, η Νίνου, η Μπέλλου, ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης, η Πόλυ Πάνου, ο Πάνος Γαβαλάς, η Καίτη Γκρέυ. Ήταν αυτός που έσπασε το ταμπού που είχαν οι ρεμπέτες και οι παλιοί λαϊκοί να μη δέχονται στο πάλκο γυναίκα τραγουδίστρια. Αυτός έβαλε πλάι του, την Γεωργακοπούλου, τη Χασκίλ, την Μπέλλου και μετά τη Μαρίκα Νίνου.
Ο Τσιτσάνης ως μια από τι σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και του λαϊκού μας τραγουδιού δε σταμάτησε μέχρι την τελευταία στιγμή να γράφει τραγούδια με τα οποία σφράγισε μοναδικά και ανεξίτηλα την ελληνική μουσική σκηνή. Οι καινοτομίες του έγιναν οδηγός των νεώτερων μουσικών και στιχουργών. Με τα τραγούδια του σημάδεψε όχι μόνο την καλλιτεχνική αλλά και την κοινωνική ζωή του τόπου.
« Ήταν ένας σεμνός άνθρωπος που κεντούσε με το μπουζούκι τις εμπνεύσεις του, που έβγαιναν από τα βάθη της ψυχής του», γράφει ο δημοσιογράφος Πάνος Γεραμάνης. «Κατέγραψε με τον πιο μελωδικό τρόπο, με τα πιο όμορφα λόγια και ρυθμούς τις καλές και τις άσχημες στιγμές της ζωής μας. Ανέστησε με το τραγούδι του το λαϊκό αίσθημα. Ήταν ο αληθινός ζωγράφος της λαϊκής μουσικής. Όσο θα υπάρχει Ελλάδα θα υπάρχει και το έργο του Τσιτσάνη».
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr