X

Ένκε Φεζολάρι στο TOC: σκηνοθετώντας το Τελευταίο Ψέμμα

"Από τη μία έχουμε απόσταση και από την άλλη, οι ηθοποιοί ενσαρκώνουν την απόλυτη αλήθεια, κουβαλώντας το νεορεαλισμό και το μελόδραμα της ταινίας".

Γράφει: Αργυρω Μποζωνη

«Το τελευταίο ψέμα», ένα από τα πιο δημοφιλή έργα του Μιχάλη Κακογιάννη που προβλήθηκε στις αίθουσες το 1958 με πρωταγωνίστρια την Έλλη Λαμπέτη και με μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, παρουσιάζεται για πρώτη φορά επί σκηνής, στο -2 του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης .Ο Μιχάλης Κακογιάννης συνθέτει με το «Τελευταίο Ψέμα» ένα ρέκβιεμ για τη σήψη και την παρακμή της κυνικής και επιπόλαιης εύπορης τάξης που προήλθε από τα ερείπια της Κατοχής και του Εμφυλίου.

Ο σκηνοθέτης Ένκε Φεζολάρι μεταφερει στη σκηνή το αριστούργημα του κακογιάννη και μας μιλά για το εγχείρημά του

Το να ανεβάσετε στο θέατρο ένα έργο με το σενάριο μιας εμβληματικής ταινίας πόσο ρίσκο είναι;

Μεγάλο αλλά ανθρώπινο. Το Τελευταίο Ψέμα είναι η δεύτερη σκηνοθεσία μου που αφορά ταινία. Η πρώτη ήταν με τις ''Σκηνές απο ενα γάμο'' του Μπέργκμαν πριν τρία χρόνια στο Θέατρο Πόλις. Φέτος, τα πράγματα λειτούργησαν πολύ διαφορετικά: θεωρώ ότι αυτό εμπεριέχει μια πρόκληση για έναν σκηνοθέτη δηλαδή το πώς μεταφέρεις ενα κινηματογραφικό έργο στο θέατρο, ποια εργαλεία χρησιμοποιείς ,η φόρμα, πώς θα διοχετευσεις το υλικό και πώς κατορθώνεις να το αναπαραστήσεις. Στο Τελευταίο Ψέμα, ο ίδιος ο πυρήνας της ιστορίας με ιντρίγκαρε και φυσικά οι ήρωες,τα πρόσωπα του δράματος με συγκίνησαν. Με τη δραματολόγο μου Ναταλί Μηνιώτη και με τη Μαρία Σκαφτούρα, δουλέψαμε πάνω στο σενάριο του Κακογιάννη χωρίς να παρέμβουμε στους διαλόγους. Και καθώς δουλεύαμε τη δραματουργία, ένιωσα την ανάγκη να πάρω μία απόσταση από την ταινία: Έτσι,στην παράστασή μας υπάρχει ένας Αφηγητής-Τροβαδούρος με τον οποίο πραγματοποιείται και ένα μετα-Μπρεχτικό ανέβασμα του έργου ενώ υπάρχει η αίσθηση της ταινίας και των σκηνοθετικών οδηγιών κατά τη διάρκεια ενός γυρίσματος. Από τη μία έχουμε απόσταση και από την άλλη, οι ηθοποιοί ενσαρκώνουν την απόλυτη αλήθεια, κουβαλώντας το νεορεαλισμό και το μελόδραμα της ταινίας. Μπορεί να ακουστεί λίγο περίεργο, αλλά η αγάπη μου για τον Κακογιάννη και ο σεβασμός στο κείμενό του με κάνουν να μη φοβάμαι είτε τη σύγκριση είτε την οποιαδήποτε ένσταση του θεατή. Είναι σα να έχω βρει εκεί ένα καταφύγιο αυτή την περίοδο. Κι έτσι το ρίσκο μοιάζει πιο όμορφο, πιο ανθρώπινο, πιο δημιουργικό.

Πώς το ανεβάζετε; μεταφέρετε κάτι στο σήμερα ή διατηρείτε όλη την ατμόσφαιρα της εποχής;

Διατηρώ την ατμόσφαιρα του ‘50 ως μια εσανς, ο χωροχρόνος όμως πατά και στο σήμερα. Υπάρχουν αρκετά στοιχεία που παραπέμπουν στην ταινία αλλα για μας δεν είχε νόημα η αναπαράσταση, με ενδιέφερε η δική μας ματιά. Η αίσθηση παραπέμπει στις ταινίες του Καουρισμάκι ή του Λίντς αλλά το όχημά μας είναι ο ίδιος ο Κακογιάννης, ένα Hommage στο έργο του κι ένας ''Ποιητικός'' ρεαλισμός. Η ατμόσφαιρα και η κοινωνία μας, άλλωστε, δεν διαφέρει και πολύ απο αυτή της ταινίας.

Ένκε Φεζολάρι

Τι μας λέει σήμερα αυτό το έργο και γιατί μας αφορά;

Το έργο έχει στο επίκεντρο μια Οικογένεια και την κατάρρευσή της: οικονομική και ηθική. Προβάλλονται όλα τα αξιέδοξα και τα στοιχεία εκείνα που διέπουν όχι μόνο την προσωπική τους ιστορία αλλά και την ευρύτερη κοινωνική εξέλιξη: αδιέξοδα, έρωτες και εγκατάλειψη, φτώχεια αλλά και χλιδή,''πρέπει'' και μάσκες, δάκρυα και γέλια, ψέματα αλλά αξιοπρέπεια όπως διαφορετικά ορίζεται από τον καθένα, θάνατο αλλά και ένα θαύμα. Κι όλα αυτά σε μία Ελλάδα ρημαγμένη. Ο καθένας θα βρει και κάτι διαφορετικό στην ιστορία: κάτι που θα τον συγκινήσει, θα τον θυμώσει αλλά και θα τον αφυπνίσει. Είναι αυτή η μαγική στιγμή που ο θεατής θα συναντήσει τον εαυτό του αλλά και τον διπλανό του και αυτόν που στέκεται απέναντί του.

Σήμερα ζούμε μια εποχή που είναι πάλι το τέλος των ψευδαισθήσεων, μια διάψευση που συνοδεύεται και από μια μακρόχρονη κρίση. Μπορείτε να μου πείτε τα ηθικά και ψυχικά της αποτυπώματα;

Στην αρχή της κρίσης λέγαμε ότι θα μας κάνει καλύτερους ανθρώπους. Θα είχαμε αλληλεγγύη, καλύτερη οργάνωση,θα ξανακοιτάγαμε ο ένας στα μάτια τον άλλον και μπλα μπλα... Δεχτήκαμε απανωτά χτυπήματα ως κοινωνία και ως άνθρωποι, είναι αλήθεια. Από την άλλη όμως δεν τα διαχειριστήκαμε. Τα κρύψαμε και κρυφτήκαμε πίσω από αυτά. Και τώρα είναι ελάχιστα αυτά που μας δένουν. Αποκτηνωθήκαμε. Εργαζόμαστε για τα ελάχιστα και ξεχνάμε κάθε δικαίωμα. Σκοτώνουν τον διπλανό μας και το συνηθίζουμε. Βλέπουμε τους πρόσφυγες και το θεωρούμε φαινόμενο φυσιολογικό. Ο φασισμός αυξάνεται και το παρακολουθούμε σαν ταινία. Ο ελέφαντας δεν είναι πια στο δωμάτιο, χορεύει κιόλας. Κι εμείς στεκόμαστε μουδιασμένοι.

Και παράλληλα, υπάρχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπου εκφράζεται όλο αυτό το μούδιασμα και ο θυμός, αλλά στη χυδαία του μορφή. Είναι σαν να ίπταται ένας εμφύλιος, μία συνεχή, απέλπιδα διαμάχη και αγώνα για το ζωτικό χώρο. Στρες, άγχος και ζάναξ, μεταφορικά και κυριολεκτικά,κλειστηκαμε στο καβούκι μας. Ακόμα δεν προλαβαίνουμε να αφομιώσουμε κάτι, να το αισθανθούμε και ήδη πάμε στην επόμενη είδηση,στο τι εικόνα θα φτιάξουμε, στα πόσα Like και στα views θα παγιδευτούμε. Ώρες ώρες σκεφτόμουν, αν η οικογένεια Πέλλα ζούσε σήμερα, σίγουρα θα είχε τα καλύτερα και πιο χλιδάτα post στο facebook.Από την άλλη όμως, μέσα στην γενικότερη απαισιοδοξία και απελπισία, υπάρχουν κινήσεις ανθρωπιάς και ζεστασιάς. Είναι σαν ενα ποιήμα της Γώγου που μπλέκεται στους στίχους του Σεφέρη με μουσική Κουρτ Βαιλ..τραγουδισμένο απο μια γιαγιά στη Νότια Κρήτη. Και προσπαθείς να εστιάσεις εκεί που νιώθεις ότι η αξιοπρέπειά σου είναι σε καλά χέρια.

Το έργο μιλά για τα νέα ψέμματα. ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα νέα ψέμματα της εποχής μας;

Το χρέος, τα μνημόνια, η Ευρώπη φρούριο των δύο ταχυτήτων, το Όχι του δημοψηφίσματος που έγινε Ναι, οι καρεκλοκένταυροι, το «Ωχ Αδερφέ, δε βαριέσαι», η Δικαιοσύνη που σε απογυμνώνει, τα Talent/Reality Shows. Οι selfie που κρυβόμαστε. Το κιτς και τα νέον φώτα που μας περιβάλλουν. Ο Θυμός που δεν ξεσπά.

Εσείς ως σκηνοθέτης που επικεντρώνετε και τι είναι αυτό που θέλετε να προβάλλετε περισσότερο από κάθε άλλο;

Θέλω η παράσταση αυτή να αγγίξει τον θεατή,να νιώσει,να ταξιδέψει,να εισπράξει αυτό που νιώθουμε εμείς ότι αυτό το έργο είναι ‘ένας καθρέφτης του είναι μας’. Ενα δικό μας Ρέκβιεμ για την χαμένη μας αθωότητα και την αντίσταση σε ολο αυτο τον μαρασμό.Γιατί όπως λέει και ο Άμλετ στη Γερτρούδη κάποια στιγμή : Πέτα το αλλο σου κομμάτι της ψυχής και κράτα το καλό....