
Αν ο διπλανός σας στο γραφείο σας ενοχλεί, υπάρχει μόνο ένας τρόπος αντίδρασης: Είναι αυτός. Βάλτε τον να ακούσει για τρία λεπτά (είναι βέβαιο ότι δε θα αντέξει) την σοπράνο Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς να δολοφονεί την περίφημη άρια της Βασίλισσας της Νύχτας από τον Μαγικό Αυλό του Μότσαρτ.
Είναι λίγα τα αυτιά που μπορούν να αντέξουν το ανυπόφορο φάλτσο για πολλή ώρα. Δε μπορώ να φανταστώ τους ακροατές της, το φανατικό κοινό της και τους φανς της. Αναρωτιέμαι μάλιστα μήπως έκρυβαν κάπου ωτοασπίδες, αλλιώς, πραγματικά αυτό δε γίνεται.
Η Φλόρενς ήταν η πιο παράφωνη σοπράνο όλων των εποχών. Ή αλλιώς η ντίβα του θορύβου. Είναι από περίεργο μέχρι συγκινητικό το πως κατάφερε όχι μόνο να ηχογραφεί δίσκους αλλά και να έχει τόσο φανατικό κοινό. Είναι επίσης περίεργο και θα παραμείνει στο διηνεκές ως άλυτο μυστήριο, το πώς ένας άνθρωπος μπορεί να είναι τόσο πολύ παράφωνος.

Η ζωή της Φλόρενς ξεκίνησε στην Πενσιλβανία το 1868. Ο πατέρας της ήταν δικηγόρος και τραπεζίτης και η ίδια παιδί –θαύμα (μην ανησυχείτε όχι στο τραγούδι) αλλά στο πιάνο, με εμφανίσεις όχι μόνο στην πολιτεία που γεννήθηκε αλλά και σε πολλά άλλα μέρη. Έφτασε να παίξει πιάνο και στον Λευκό Οίκο, όταν ήταν πρόεδρος ο Rutherford B. Hayes. Η Φλόρενς όταν αποφοίτησε από το σχολείο θέλησε να πάει στο εξωτερικό να σπουδάσει, ο πατέρας της αρνήθηκε και εκείνη τον «εκδικήθηκε» και κλέφτηκε με τον κατά 16 χρόνια μεγαλύτερό της Dr. Frank Thornton Jenkins.

Μετακόμισαν στη Φιλαδέλφεια, αλλά η Φλόρενς κόλλησε σύφιλη από τον άντρα της. Η σχέση τελείωσε και εκείνη δεν αναφέρθηκε ποτέ ξανά σε αυτόν. Παρόλα αυτά, κράτησε το επώνυμό του. Με την οικογένεια να την έχει αποκληρώσει και τον άντρα της να την έχει διαγράψει, η Φλόρενς ξεκίνησε να κάνει μαθήματα σε παιδιά για να κερδίσει τα προς το ζην. Κερασάκι στην τούρτα της κακοτυχίας, ένα ατύχημα στο χέρι που σήμαινε τέλος για την καριέρα της ως μεγάλη πιανίστα. Η μητέρα της μετακόμισε κοντά της για να την βοηθήσει και στη συνέχεια μετακόμισαν μαζί στη Νέα Υόρκη το 1900.

Η Φλόρενς, εκεί, αποφάσισε τότε να γίνει τραγουδίστρια. Εννέα χρόνια αργότερα, συναντά τον Βρετανό σαιξπηρικό ηθοποιό St. Clair Bayfield, ο οποίος έγινε μάνατζέρ της. Έζησαν μαζί για το υπόλοιπο της ζωής της, χωρίς να παντρευτούν ποτέ. Όταν πέθανε ο Μπέιφιλντ ήταν ο μοναδικός της κληρονόμος. Ο Στ. Κλερ Μπέιφιλντ ήταν ένας χαριτωμένος αριστοκράτης, καλά δικτυωμένος στους θεατρικούς και κοσμικούς κύκλους της Ν. Υόρκης. Ήταν το εισιτήριό της προκειμένου να ανοίξουν οι πόρτες του θεάματος και να πραγματοποιήσει το όνειρό της. Τον γνώρισε ένα χρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα της και ενώ όλη η οικογενειακή περιουσία έχει περάσει στα χέρια της και τα χέρια της μητέρας της. Η Φλόρενς είχε πάρει την απόφαση να αρχίσει μαθήματα φωνητικής και να κυνηγήσει επιτέλους μία καριέρα λυρικής τραγουδίστριας.

Η ίδια δεν είχε καμία συναίσθηση ότι της έλειπε το πιο βασικό. Η φωνή. Όμως και ο κύκλος της, οι άνθρωποι γύρω της, κόλακες ή επωφελούμενοι από τον πλούτο της δεν τόλμησαν να της το πουν ποτέ. Η Φλόρενς ίδρυσε και χρηματοδότησε το δικό της κλαμπ, το Verdi Club και έγινε μέλος σε ένα σωρό γυναικείους συλλόγους της Ν. Υόρκης, εμπλεκόμενη όλο και περισσότερο στην κοινωνική ζωή, χρηματοδοτώντας γενναιόδωρα κάθε κοινωνική «προσπάθεια», όπως τα ταμπλό βιβάν, φωτογραφίες προσώπων ή ομάδων με θεατρικό τρόπο. Από αυτά τα δημοφιλή ταμπλό βοβάν προέρχεται και μια από τις πιο γνωστές φωτογραφίες της, αυτή με τα φτερά στου ώμους.

Μα τα αμύθητα πλούτη που κληρονόμησε ως μοναδικό εφόδιο και της υποστήριξη μιας ομάδας που την περιέβαλλε και την υποστήριζε φανατικά, η Φλόρενς άρχισε να δίνει ρεσιτάλ το 1912, λίγο πριν τα 40 της. Η Φλόρενς τραγούδησε με την απελπιστικά φάλτσα φωνή της από το φουαγέ του ξενοδοχείου «Ritz-Carlton» της Νέας Υόρκης , μέχρι το Κάρνεγκι Χολ, την Ουάσιγκτον και τη Βοστώνη.

Αν θα μπορούσε να διεκδικήσει ένα τίτλο δεν είναι μόνο της πιο παράφωνης σοπράνο, αλλά και της γυναίκας που έζησε όσο καμία άλλη όλη της ζωή μέσα σε μια ψευδαίσθηση προσεκτικά σχεδιασμένη. Οι θεατές των συναυλιών της ήταν πάντα επιλεγμένοι, η είσοδος απαγορευόταν σε επαγγελματίες κριτικούς και οι όποιες κριτικές γράφτηκαν ήταν από την ίδια ή φίλους της.

Οι εμφανίσεις της ήταν απελπιστικές. Τέμπο, ρυθμός και τονισμοί ήταν εκτός τόπου και χρόνου. Αργότερα, τα φάλτσα αποδόθηκαν στη θεραπεία σύφιλης που έκανε με τα βαριά φάρμακα που υπήρχαν πριν την πενικιλίνη. Σε όλη της τη ζωή ήταν πεπεισμένη για το ταλέντο της ενώ πίστευε ότι όλα τα κακά σχόλια ήταν προϊόν συνωμοσίας. Οι επικριτές της σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσαν να σταθούν εμπόδιο στην καριέρα της για την οποία έλεγε: «Οι άνθρωποι μπορεί να λένε δεν μπορώ να τραγουδήσω», είπε, «αλλά κανείς δεν μπορεί ποτέ να πει ότι δεν τραγουδάω»

Το ρεπερτόριο που «δολοφονούσε» συστηματικά ήταν Μότσαρτ, Βέρντι, Στράους, λίντερ του Μπράμς. Φυσικά δεν έλειπαν και οι δικές της συνθέσεις. Αξιοσημείωτες είναι οι πλούσιες ενδυματολογικά εμφανίσεις της. Φτερά, πούλιες και πούπουλα, βαρύτιμες τουαλέτες συμπλήρωναν τις εξωφρενικά παράτολμες φωνητικές της ακροβασίες στο φάλτσο. Η Φλόρενς θα μπορούσε να θεωρηθεί ο πιο παράλογος, άνθρωπος που εμφανίστηκε και προχωρούσε ακάθεκτος στο χώρο του θεάματος. Εμπλούτιζε τις εμφανίσεις της με θεατρική δράση όπως το να πετάει λουλούδια στο κοινό (ενίοτε και το καλάθι). Η μοναδική «επαγγελματική της εμφάνιση έγινε όταν ήταν 76 ετών στο Κάρνεγκι Χολ. Ανάμεσα στους ανθρώπους που την παρακολούθησαν ήταν ο Cole Porter, ο συνθέτης Gian-Carlo Menotti, η σοπράνο Lily Pons. Ήταν η πρώτη φορά που οι κριτικοί έγραψαν επισήμως. Τα σκληρά σαρκαστικά τους σχόλια λέει ο μύθος ότι την «σκότωσαν». Δυο μέρες αργότερα έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε στην κατοικία της, στο Hotel Seymour της Νέας Υόρκης.

Σε όλη τη διάρκεια της καριέρας της ηχογράφησε δίσκους που χρηματοδοτούσε η ίδια, οι οποίοι έγιναν συλλεκτικοί. Αργότερα κυκλοφορήσαν από διάφορες εταιρείες με προβοκατόρικους τίτλους, όπως «Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς: Δολοφονία των ψηλών ντο».

Το όνομα της Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς, είναι σήμερα ένα συνώνυμο καλλιτεχνικής φιλοδοξίας και απόλυτης αυταπάτης. Στον κόσμο της όπερας το όνομά της ξεσήκωνε ένα κύμα ψιθύρων λύπησης. Με τα σχεδόν τρελά φάλτσα της και τις σουρεαλιστικές, σχεδόν παράλογες εμφανίσεις της κατόρθωσε κάτι που πολλές μεγαλύτερες από αυτήν σοπράνο δεν κατάφεραν: Πέρασε στην ιστορία της όπερας και στην αθανασία ως μια λυρική τραγουδίστρια θρύλος.

Στα τελευταία χρόνια της ζωής της πιο διάσημης φάλτσας τραγουδίστριας και στο κονσέρτο της στο Κάρνεγκι Χολ το 1944 εστιάζει η ταινία του Στίβεν Φρίαρς «Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς» με τη Μέριλ Στριπ στον ρόλο της σοπράνο και τον Χιου Γκραντ σε αυτόν του μάνατζερ και συντρόφου της. Στην Ελλάδα η ταινία έρχεται στις 16 Ιουνίου.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr