Τρεις ηθοποιοί και τρεις μουσικοί εξερευνούν τον μυστικό χάρτη που συνθέτουν οι περιηγήσεις στην Ελλάδα του Ζακ Λακαριέρ ενός μοναδικού ταξιδιώτη, ποιητή, συγγραφέα, «εραστή» της ελληνικής γλώσσας, γης και ιστορίας. Μοναχικός ταξιδιώτης, στα χνάρια του Ηροδότου, του Παυσανία, μεταφραστής των μεγάλων ποιητών, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσου, διασχίζει την ελληνική γη, συχνά με τα πόδια, ατενίζοντας «τη μιζέρια και την ομορφιά σαν δύο πλαγιές του ίδιου λόφου». Η «ψυχή» της δράσης «Η Ελλάδα μέσα από τα μάτια του Ζακ Λακαριέρ» που παρουσιάζεται στην αίθουσα εκδηλώσεων του κτηρίου Τσίλλερ του Εθνικού Θεάτρου, Φωτεινή Παπαδόδημα, έκανε μια εις βάθος εξομολόγηση στο TheTOC
- Πως συλλάβατε τη δράση «Η Ελλάδα μέσα από τα μάτια του Ζακ Λακαριέρ» που ανεβαίνει στην αίθουσα εκδηλώσεων του Εθνικού θεάτρου;
«Η συγκεκριμένη δράση γεννήθηκε σαν ιδέα μετά από μία σειρά φιλικών συζητήσεων με τον διευθυντή του γαλλικού ινστιτούτου, Mikael Hautchamp αλλά και με τον διευθυντή του Εθνικού θεάτρου Στάθη Λιβαθινό. Σκεφτόμουν αρχικά να προτείνω την Οδύσσεια, της οποίας αποσπάσματα “μελοποιώ” τα τελευταία τρία χρόνια (λ’ και α’ ραψωδίες). Το Γαλλικό ινστιτούτο μου με παρότρυνε να συνδέσω στην Οδύσσεια κείμενα γάλλων ποιητών…Έτσι ήρθε η έκλαμψη. Μίλησα για τον Λακαρριέρ στον Στάθη Λιβαθινό ο οποίος τον αγαπούσε ιδιαίτερα και μάλιστα μου έδωσε την ιδέα του τίτλου της δράσης “ Η Ελλάδα μέσα από τα μάτια του Ζ. Λακαρριέρ”. Έτσι η Οδύσσεια μπήκε στην άκρη και επικεντρώθηκα στον Λακαρριέρ!..»
- Πως μπορεί να αποδοθεί θεατρικά η μεγάλη πορεία αυτού του σπουδαίου περιηγητή; Πως επιλύετε το πρόβλημα του περιορισμού της σκηνής;
«Αυτό που επιχειρώ μέσα από τη μουσική είναι να μεταφέρω στον ακροατή- θεατή, το ψυχικό άγγιγμα του Λακαρριέρ. Τον εσωτερικό του κόσμο , το πάθος που τον έσπρωχνε να ταξιδεύει χωρίς λεφτά, στα ίχνη του Ηρόδοτου, του Παυσανία, την αυθεντική αγάπη του γι’ αυτή τη χώρα. Αυτό τον ψυχικό κόσμο τον μεγενθύνει η μουσική αλλά και η εικόνα μέσα από ζωγραφιές που δημιουργούνται στην διάρκεια της παράστασης από τους ηθοποιούς. Μουσικοί και ηθοποιοί, υφαίνουμε τις περιηγήσεις του στην Ελλάδα. Αναβιώνουμε το ταξίδι του που χαρακτηρίζεται από τις λέξεις "μιζέρια κι ομορφιά"».
- Τι είναι αυτό που σας συγκινεί περισσότερο σ' αυτό τον ποιητή, συγγραφέα κι εραστή της ελληνικής γλώσσας γης κι ιστορίας; Προλάβατε να τον γνωρίσετε;
«Δυστυχώς και για πολύ λίγο δεν πρόλαβα να γνωρίσω τον Ζακ Λακαρριέρ, αλλά περιέργως είναι σαν να γνωριζόμαστε πολύ καλά. Αυτό που με συγκινεί περισσότερο στην περίπτωση του είναι ότι ποτέ δεν γύρεψε την ασφάλεια, ποτέ δεν θέλησε να εγκατασταθεί σε μια θέση είτε πανεπιστημιακού, είτε δημοσιογράφου, είτε ηθοποιού. Δεν χρηματοδοτήθηκε ποτέ από κανένα κέντρο ερευνών, από κανένα ίδρυμα. Ταξίδευε χωρίς χρήματα, κατάστρωμα όπως λέει κι ο ίδιος “ κι αν χρειαζόταν να πληρώσω μ’ αυτό το τίμημα την ομορφιά, θα κοιμόμουν έξω και θα τρεφόμουν με ελιές όσο χρόνο θα χρειαζόταν”».
- Μιλήστε μας λίγο για τη σχέση του με το Σεφέρη. Ποια τα κοινά τους σημεία;
«Ο Λακαριέρ είχε μεταφράσει και μελετήσει ιδιαίτερα τον Σεφέρη, τις ομιλίες του, τις απόψεις του σχετικά με την ζωντανή ψυχή των ελλήνων μέσα στου αιώνες. Στο “ Ελληνικό καλοκαίρι” αναφέρει ένα απόσπασμα μίας ομιλίας του Σεφέρη στην Αίγυπτο το 1944, όπου λέει πολύ χαρακτηριστικά : “Υπάρχει μία Ελλάδα όπως υπάρχει μία ελληνική γλώσσα μέσα από όλες τις διαδοχικές αλλαγές της. Η ψυχή ενός λαού δεν διαιρείται. Η πεθαίνει ή ζει”.
- «Το μήνυμα του Ζακ Λακαριέρ στον καθένα από μας, είναι κατά τη γνώμη μου, η επιτακτική ανάγκη να θυμηθούμε την “ομορφιά” με οποιοδήποτε τρόπο μας παρουσιάζεται και να ζήσουμε μόνο γι’ αυτή. Νέος τρόπος ζωής αλλά και συνειδητής προσπάθειας ώστε να διατηρηθεί ζωντανή η φλόγα μιας μνήμης, μιας γλώσσας, μιας πνευματικής κληρονομιάς που ασφαλώς είναι φορέας φωτός και ομορφιάς, και που δυστυχώς φαίνεται ν’ αγνοείται πλέον επίσημα», αναφέρετε. Γιατί και στο πλαίσιο ποιου σκεπτικού πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό; Θα θέλατε να το σχολιάσετε περαιτέρω;
«Αυτό που αγάπησα κι εγώ τόσο πολύ σ’ αυτόν τον μοναδικό φιλλέληνα είναι ότι μ’ έκανε να δω την Ελλάδα μ’ ένα άλλο, “υγιές” μάτι. Ζούμε σε μία πολύ αρρωστημένη κατάσταση, περισσότερο βέβαια στην Αθήνα. Όλοι μας βρίζουμε την Ελλάδα, τους Ελληνες, τον εαυτό μας, τον διπλανό μας τους πάντες και τα πάντα καθημερινά. Ζούμε σ’ ένα νοσηρό και τοξικό περιβάλλον που μας επιβάλουν τα media- εγώ ευτυχώς πάει καιρός που δεν έχω τηλεόραση- και τελικά οι μέρες μας, οι εβδομάδες μας φεύγουν μέσα σε μία θολούρα, σ’ ένα μόνιμο άγχος. Δεν ξέρω κατά πόσο είμαστε κι εμείς υπεύθυνοι γι’ αυτό…Σίγουρα είμαστε. Διαβάζοντας τον Λακαρριέρ, ειδικά το “Ελληνικό καλοκαίρι” αλλά και το “Ερωτικό λεξικό της Ελλάδας”, θυμάται κανείς αυτό το φωτεινό κομμάτι που έχει κι ο ίδιος μέσα του σαν Ελληνας. Αρκεί να κοιτάξει πραγματικά γύρω του και να θυμηθεί. Σε πόσο ξεχωριστό, σπάνιο τόπο ζει…Κι όταν λέω τόπο εννοώ και την χώρα αλλά και την γλώσσα, την ποίηση, το πνεύμα του τόπου. Στο άνθρωπινο και στο φυσικό τοπίο που γίνονται ένα, στην λέξη, στην εικόνα, στην μουσική, κρύβεται, κοιμάται η ομορφιά. Ή μάλλον εμείς κοιμόμαστε. Αρκεί να ξυπνήσουμε και να κοιτάξουμε, με άλλο βλέμμα!
Αυτό ακριβώς είναι που βλέπω να αγνοείται κι όταν λέω “επίσημα” εννοώ ότι πλέον τείνουμε να αποδεχτούμε όλοι μας σαν κάτι φυσιολογικό, αναντίρρητο, την μιζέρια, την λαγνεία της αυτολύπησης, τείνουμε να εγκαταστήσουμε μέσα μας μέτρα και σταθμά ενός ξένου, δυτικού μοντέλου ζωής, αντίληψης της τέχνης, της φιλοσοφίας, της ύπαρξης της ίδιας. Ένα μοντέλο όπου η αυτοκαταστροφή βαδίζει χέρι χέρι με την εμπορευματοποίηση και τον ευτελισμό της παιδείας αλλά και της τέχνης. Εφφέ, τρομολαγνεία, σνομπισμός και… μοναξιά. Παράξενο και πικρό κοκτέηλ. Ότι λάμπει όμως σίγουρα δεν είναι χρυσός».
- Βάσει ποιών κριτηρίων έγινε η επιλογή των κειμένων του Λακαριέρ;
«Τα λίγα αποσπάσματα που χρησιμοποιούμε σκιαγραφούν τους πιο σημαντικούς σταθμούς των περιηγήσεων του στην Ελλάδα. Σε κάθε έναν από αυτούς κάτι ιδιαίτερο, ένα “θαύμα” όπως γράφει ο ίδιος, έλαβε χώρα. Και μάλιστα φαίνεται πως υπάρχει μία μυστική “διαδοχή θαυμάτων της ανθρώπινης συνείδησης”, από την γέννηση του θεάτρου, στη γέννηση της δημοκρατίας ως και το άνοιγμα του ανθρώπου στον κόσμο, στον Θεό, στο άπειρο. Οι σημαντικοί αυτοί σταθμοί είναι : Δελφοί, Επίδαυρος, Άγιον Όρος, Αιγαίο».
- Εχετε σκηνοθετήσει, υπογράψει τη μουσική, επιλέξει και συγγράψει τα κείμενα της δράσης; Τι σας δυσκόλεψε πρισσότερο και γιατί;
«Αυτό που με δυσκόλεψε περισσότερο ήταν το να γίνουν όλα ένα. Να δέσουν όλες οι παράλληλες δράσεις, μουσική, εικόνα, λόγος και κίνηση, να μεταφέρω στους ηθοποιούς και στους μουσικούς και πλέον και στους θεατές, όλα όσα με έκαναν να ανατριχιάσω και να συγκινηθώ στο έργο του Λακαρριέρ».
- Άληθεύει ότι για πολλά χρόνια ζήσατε στην πατρίδα του Λακαριέρ, τη Γαλλία, και επιστρέφοντας στην Ελλάδα είδατε κατάματα το τραύμα της κοινωνίας;
«Όσο ζούσα στο Παρίσι αγαπούσα και επιθυμούσα την Ελλάδα από μακρυά. Ζούσα την Ελλάδα διαβάζοντας Παπαδιαμάντη και Όμηρο κυρίως. Ονειρευόμουν το χωριό μου, μια ζωή αλλιώτικη, πιο απλή και πιο ουσιαστική από εκείνη που έκανα σπουδάζοντας θέατρο κι έπειτα παίζοντας για πολλά χρόνια εκεί. Όταν επέστρεψα έπαθα κατάθλιψη περίπου για δύο χρόνια. Όλα ήταν εντελώς ανάποδα από ότι περίμενα και περιέργως οι άνθρωποι ήταν αυτοί που “πονούσαν” περισσότερο. Νομίζω ότι το ποίημα του Σεφέρη “Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει” τα έχει πει όλα , πολύ νωρίτερα.. Γράφοντας το κείμενο για την παράσταση μου ήρθαν ξαφνικά αυτές οι φράσεις που εξηγούν μέσα μου την τραγικότητα του ΄Ελληνα, γιατί είμαστε πράγματι σαν τραγικοί ήρωες αν μας καλοκοιτάξεις. “Μέχρι σήμερα ζούμε στο ημίφως μίας εντελώς πρωτότυπης υποτέλειας. Δηλώνουμε ελεύθεροι ενώ ξέρουμε ότι κατά βάθος δεν είμαστε. Πως να νιώθει στ’ αλήθεια ένας λαός, εσύ, εγώ, εμείς, τόσες γενιές, τόσους αιώνες, ποτέ ελεύθεροι...” Νομίζω λοιπόν ότι αυτή η μόνιμη αίσθηση “υποτέλειας” μας δημιουργεί πρώτον ένα εσωτερικό χάος, δεύτερον μία θλίψη και τρίτον και χειρότερον μας κάνει πονηρούς. Ο πονηρός άνθρωπος έχει χάσει την αθωότητα του μαζί με την ταυτότητα και την ησυχία του. Είναι ακριβώς αυτό που έγραψε τόσο όμορφα ο Βιζυηνός “ Κι από τότε που θρηνώ το ξανθό και γαλανό και ουράνιο φως μου, μετεβλήθη εντός μου και ο ρυθμός του κόσμου”. Να που και πάλι η ποίηση μας ξεπλένει».
Info:
Δραματουργία – επιλογή κειμένων-συγγραφή κειμένων: Φωτεινή Παπαδόδημα
Σκηνοθεσία-Μουσική: Φωτεινή Παπαδόδημα
Σύμβουλος σκηνογραφίας: Ολγα Μπρούμα
Κίνηση: Pauline Huguet
Παίζουν οι ηθοποιοί: Γιώργος Κέντρος, Αμαλία Τσεκούρα, Ελεάννα Καυκαλά, Φωτεινή Παπαδόδημα
Μουσικοί: Φωτεινή Παπαδόδημα, Γιώργος Παλαμιώτης, Λεωνίδας Σαραντόπουλος
Τα επιλεγμένα κείμενα του Ζακ Λακαριέρ είναι από το “Ελληνικό Καλοκαίρι” μετάφραση Ιωάννας Χατζηνικολήκαι το “Ερωτικό λεξικό της Ελλάδας”, μετάφραση Ιωάννας Χατζηνικολή, Χάρη Παπαδόπουλου και συνεργατών, εκδόσεις Χατζηνικολή.
https://www.n-t.gr/el/news/allnews/?nid=32135